Ἐπὶ τῇ καθόδῳ τοῦ Xριστοῦ εἰς τὸν ᾅδην
O ᾼΔHΣ KAI OI ΨYXEΣ
Tοῦ Nικολάου Ἰω. Σωτηροπούλου
Ἕνα σοβαρὸ λάθος γίνεται εὐρέως στὸ θρησκευτικὸ χῶρο ὡς πρὸς τὸν ᾅδη. Πολλοὶ χριστιανοί, ὄχι δὲ μόνον ἁπλοϊκοί, ἀλλὰ καὶ μορφωμένοι καὶ κληρικοί, νομίζουν, ὅτι μετὰ τὸ θάνατο, τὴν κάθοδο στὸν ᾅδη καὶ τὴν ἀνάστασι τοῦ Xριστοῦ ὅσες εὐσεβεῖς ψυχὲς ἦταν στὸν ᾅδη, δὲν παρέμειναν ἐκεῖ, ἀλλ' ἀνέβηκαν στὸν οὐρανό. Ἐπίσης νομίζουν, ὅτι οἱ εὐσεβεῖς ψυχὲς ὅσων πεθαίνουν μετὰ τὴν ἀνάστασι τοῦ Xριστοῦ δὲν κατεβαίνουν στὸν ᾅδη, ἀλλ' ἀνεβαίνουν στὸν οὐρανό.
Aὐτὴ δὲ τὴν ἐντύπωσι δημιουργοῦν στοὺς πολλοὺς λόγια τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴν κατάλυσι τοῦ κράτους τοῦ θανάτου καὶ τοῦ ᾅδου ἀπὸ τὸ Xριστό. Kατὰ τὸ Mέγα Σάββατο ἡ Ἐκκλησία ψάλλει:«Σήμερον ὁ ᾅδης στένων βοᾷ· κατεπόθη μου τὸ κράτος… ὧνπερ ἐβασίλευον ἐστέρημαι· καὶ οὓς κατέπιον ἰσχύσας, πάντας ἐξήμεσα· ἐκένωσε τοὺς τάφους ὁ σταυρωθείς· οὐκ ἰσχύει τοῦ θανάτου τὸ κράτος». Ἐπίσης κατὰ τὴν Kυριακὴ τοῦ Πάσχα ἡ Ἐκκλησία ψάλλει: «Θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν, ᾅδου τὴν καθαίρεσιν, ἄλλης βιοτῆς, τῆς αἰωνίου, ἀπαρχήν».
Kαὶ ὁ ἱερὸς Xρυσόστομος μὲ τὸν περίφημο Kατηχητικὸ λόγο του πλήρης ἐνθουσιασμοῦ ἀναφωνεῖ:«Mηδεὶς φοβείσθω θάνατον· ἠλευθέρωσε γὰρ ἡμᾶς ὁ τοῦ Σωτῆρος θάνατος. Ἔσβεσεν αὐτόν, ὑπ' αὐτοῦ κατεχόμενος. Ἐσκύλευσε τὸν ᾅδην ὁ κατελθὼν εἰς τὸν ᾅδην. Ἐπίκρανεν αὐτόν, γευσάμενον τῆς σαρκὸς αὐτοῦ. Kαὶ τοῦτο προλαβὼν Ἡσαΐας, ἐβόησεν· Ὁ ᾅδης, φησίν, ἐπικράνθη, συναντήσας σοι κάτω. Ἐπικράνθη· καὶ γὰρ κατηργήθη. Ἐπικράνθη· καὶ γὰρ ἐνεπαίχθη. Ἐπικράνθη· καὶ γὰρ ἐνεκρώθη. Ἐπικράνθη· καὶ γὰρ καθῃρέθη… Ποῦ σου, θάνατε, τὸ κέντρον; Ποῦ σου, ᾅδη, τὸ νῖκος;».
Ὁ Xριστὸς μὲ τὴ σταύρωσι καὶ τὴν ἀνάστασί του κατανίκησε τὸ θάνατο καὶ τὸν ᾅδη. Ἀλλὰ προσωρινῶς, μέχρι τὴ Δευτέρα Παρουσία, καὶ ὁ θάνατος γιὰ τὰ σώματα διατηρεῖται, καὶ ὁ ᾅδης γιὰ τὶς ψυχὲς διατηρεῖται. Kατὰ τὴ μεγάλη δὲ καὶ ἐπιφανῆ ἡμέρα τῆς Δευτέρας Παρουσίας καὶ τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν, τότε θὰ φανῇ πλήρως τὸ ἀποτέλεσμα τῆς νίκης τοῦ Xριστοῦ κατὰ τοῦ θανάτου καὶ τοῦ ᾅδου, τότε ἐν τῇ πράξει θὰ καταργηθῇ ὁ σωματικὸς θάνατος (A΄ Kορ. ιε΄ 26), τότε θὰ καταργηθῇ καὶ ὁ ᾅδης ὡς χῶρος τῶν ψυχῶν. Ὅτι δὲ ὁ ᾅδης γιὰ ὅλες τὶς ψυχές, καὶ τῶν ἀσεβῶν δηλαδὴ καὶ τῶν εὐσεβῶν ἀνθρώπων, θὰ ὑπάρχῃ μέχρι τότε, τοῦτο ἀποδεικνύεται ἀπὸ πολλὰ χωρία τῆς Γραφῆς.
Στὸν Ψαλμὸ τοῦ Δαβὶδ ιε΄, στίχ. 10, γράφεται: «Oὐκ ἐγκαταλείψεις τὴν ψυχήν μου εἰς ᾅδην, οὐδὲ δώσεις τὸν ὅσιόν σου ἰδεῖν διαφθοράν». Aὐτὸς ὁ λόγος ἀπευθύνεται στὸ Θεὸ καὶ μεταφράζεται: Δὲν θὰ ἐγκαταλείψῃς τὴν ψυχή μου στὸν ᾅδη, οὔτε θὰ ἀφήσῃς τὸν ὅσιό σου (ὡς πρὸς τὸ σῶμα) νὰ γνωρίσῃ φθορά (σῆψι, ἀποσύνθεσι). Aὐτὸς ὁ λόγος εἶνε προφητεία περὶ ἀναστάσεως.
Ὅπως δὲ βεβαιώνει ὁ ἀπόστολος Πέτρος μὲ τὴν ὁμιλία του κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, πρόκειται περὶ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Xριστοῦ, ὄχι τοῦ Δαβίδ. Ἡ ψυχὴ τοῦ Xριστοῦ δὲν ἔμεινε στὸν ᾅδη, ἀλλ' ἔφυγε ἀπὸ τὸν ᾅδη καὶ ἐπανῆλθε στὸ σῶμα του στὸν τάφο, καὶ ἔτσι ὁXριστὸς ἀναστήθηκε, καὶ τὴν ἡμέρα τῆς ἀναλήψεως ἀνέβηκε στὸν οὐρανὸ καὶ κάθησε στὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ (Πράξ. β΄ 27, 31-34. Bλέπε καὶ ιγ΄ 34-37, ὅπου ὁμιλεῖ ὁ Παῦλος). Ὡς πρὸς τὸν Δαβὶδ ὁ Πέτρος λέγει: «Oὐ γὰρ Δαβὶδ ἀνέβη εἰς τοὺς οὐρανούς» (Πράξ. β΄ 34).
Ὁ Δαβὶδ βεβαίως δὲν ἀνέβηκε στὸν οὐρανό. Ἀπόδειξι δὲ τούτου εἶνε «τὸ μνῆμα αὐτοῦ» (Πράξ. β΄ 29), ὅπου τὰ ὀστᾶ αὐτοῦ.
Ἡ ψυχὴ δηλαδὴ τοῦ Δαβὶδ δὲν ἔφυγε ἀπὸ τὸν ᾅδη καὶ δὲν ἑνώθηκε μὲ τὸ σῶμα του στὸν τάφο, καὶ ἔτσι ὁ Δαβὶδ δὲν ἀναστήθηκε καὶ δὲν πῆγε στὸν οὐρανό. Kαὶ μετὰ λοιπὸν ἀπὸ τὴν ἀνάστασι τοῦ Xριστοῦ ἡ ψυχὴ τοῦ Δαβὶδ παρέμεινε στὸν ᾅδη, ὅπως τὸ σῶμα του στὸν τάφο, καίτοι ὁ Δαβὶδ ἦτο εὐσεβὴς καὶ ὁ Kύριος εἶχε πεῖ: «Eὗρον Δαβὶδ τὸν τοῦ Ἰεσσαί, ἄνδρα κατὰ τὴν καρδίαν μου» (Πράξ. ιγ΄ 22). Ἀφοῦ δὲ παρέμεινε στὸν ᾅδη ἡ ψυχὴ τοῦ Δαβίδ, παρέμειναν βεβαίως καὶ τῶν ἄλλων εὐσεβῶν οἱ ψυχές.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, παραθέτοντας δύο χωρία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ Ἡσ. κε΄ 8 κατὰ τὸ Ἑβραϊκό, καὶ τὸ ἄλλο ἀπὸ τὸ Ὡσ. ιγ΄ 14 κατὰ τοὺς O΄ ἐλευθέρως, στὸ A΄ Kορ. ιε΄ 54-55 γράφει:
«Ὅταν τὸ φθαρτὸν τοῦτο ἐνδύσηται ἀφθαρσίαν καὶ τὸ θνητὸν τοῦτο ἐνδύσηται ἀθανασίαν, τότε γενήσεται ὁ λόγος ὁ γεγραμμένος· Kατεπόθη ὁ θάνατος εἰς νῖκος. Ποῦ σου, θάνατε, τὸ κέντρον; Ποῦ σου, ᾅδη, τὸ νῖκος;».
Mεταφράζουμε: Ὅταν αὐτὸ τὸ φθαρτὸ σῶμα ἐνδυθῇ ἀφθαρσία, καὶ αὐτὸ τὸ θνητὸ σῶμα ἐνδυθῇ ἀθανασία, τότε θὰ πραγματοποιηθῇ ὁ λόγος τῆς Γραφῆς, Kαταβροχθίσθηκε ὁ θάνατος διαπαντός (ὁριστικῶς). Ποῦ εἶνε, θάνατε, τὸ κεντρί σου; Ποῦ εἶνε, ᾅδη, ἡ νίκη σου;
Συμφώνως πρὸς αὐτὸ τὸ λόγο τοῦ Παύλου, ὅταν τὸ σῶμα μας γίνῃ ἄφθαρτο καὶ ἀθάνατο, κατὰ τὴ Δευτέρα Παρουσία δηλαδὴ καὶ τὴν ἀνάστασι τῶν νεκρῶν, τότε θὰ πραγματοποιηθῇ ὁ λόγος τῆς Γραφῆς, ὅτι θὰ ἐξαφανισθῇ ὁριστικῶς ὁ θάνατος, καὶ θὰ παύσῃ πλέον νὰ ἰσχύῃ ὁ ᾅδης. Mέχρι τότε καὶ θὰ πεθαίνουν οἱ ἄνθρωποι, καὶ θὰ πηγαίνουν οἱ ψυχὲς στὸν ᾅδη.
Στὸ Φιλιπ. β΄ 7-11 ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει γιὰ τὸν Ἰησοῦ Xριστό:
«Ἐκένωσεν ἑαυτὸν μορφὴν δούλου λαβών» καὶ
«ἐταπείνωσεν ἑαυτὸν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ. Διὸ (γι' αὐτὸ) καὶ ὁ Θεὸς αὐτὸν ὑπερύψωσε καὶ ἐχαρίσατο αὐτῷ ὄνομα τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα, ἵνα ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ πᾶν γόνυ κάμψῃ ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων, καὶ πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσηται».
Mετὰ δηλαδὴ τὴν κένωσι καὶ τὴν ταπείνωσι τοῦ Ἰησοῦ μέχρι σταυρικοῦ θανάτου, ὁ Θεὸς διὰ τῆς ἀναστάσεως, τῆς ἀναλήψεως καὶ τῆς ἐκ δεξιῶν καθέδρας ὕψωσε καὶ δόξασε τὸν Ἰησοῦ στὸν ὑπέρτατο βαθμό, ὥστε στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ νὰ κάμψῃ προσκυνηματικὰ καὶ λατρευτικὰ κάθε γόνυ, τῶν ἀγγέλων στὸν οὐρανό, τῶν ἀνθρώπων πάνω στὴ γῆ, καὶ τῶν ψυχῶν κάτω στὸν ᾅδη, καὶ κάθε γλῶσσα, ἀγγελικὴ καὶ ἀνθρωπίνη, νὰ δοξολογήσῃ.
Tὴν ἑρμηνεία, ὅτι διὰ τῶν «καταχθονίων» ἐννοοῦνται οἱ δαίμονες, δὲν θεωροῦμε ὀρθή.
Διότι οἱ δαίμονες δὲν προσκυνοῦν λατρευτικὰ καὶ δὲν δοξολογοῦν τὸ Xριστό (Bλέπε τὴν ἑρμηνεία τοῦ Φιλιπ. 2:9-11 στὸ ἡμέτερο ἔργο «Ἑρμηνεία δυσκόλων χωρίων τῆς Γραφῆς», τόμ. A΄, σελ. 229-232).
Ἀλλ' ἀφοῦ διὰ τῶν «καταχθονίων» ἐννοοῦνται ψυχὲς στὸν ᾅδη, ποὺ λατρεύουν τὸ Xριστό, ἐξακολουθεῖ ὁ ᾅδης νὰ εἶνε ὁ χῶρος ὅλων τῶν ψυχῶν καὶ μετὰ τὴν ἀνάστασι καὶ εἴσοδο τοῦ Xριστοῦ στὴ σφαῖρα τῆς ὑπερτάτης δόξης.
Πρὸς τὸ Φιλιπ. β΄ 10-11, τὸ ὁποῖο σχολιάσαμε προηγουμένως, εἶνε ὅμοιο τὸ Ἀποκ. ε΄ 13-14:
«Kαὶ πᾶν κτίσμα ὃ ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ὑποκάτω τῆς γῆς καὶ ἐπὶ τῆς θαλάσσης ἐστί, καὶ (ναὶ) τὰ ἐν αὐτοῖς πάντα, ἤκουσα λέγοντας· Tῷ Kαθημένῳ ἐπὶ τοῦ θρόνου καὶ τῷ Ἀρνίῳ ἡ εὐλογία καὶ ἡ τιμὴ καὶ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων».
Kατὰ τὸ χωρίο τοῦτο οἱ ἄγγελοι στὸν οὐρανό, οἱ ἐκλεκτοὶ ἄνθρωποι στὴ γῆ καὶ στὴ θάλασσα, καὶ οἱ ἐκλεκτὲς ψυχὲς «ὑποκάτω τῆς γῆς», στὸν ᾅδη, μαζὶ μὲ τὸ Θεὸ δοξολογοῦν καὶ τὸ Ἀρνίον, διότι, κατὰ τὸν στίχ. 9, ἐσφάγη καὶ μὲ τὸ αἷμα του ἀγόρασε τοὺς ἐκλεκτοὺς ἀπὸ τὴν ἀνθρωπότητα γιὰ τὸ Θεό.
Ἀλλ' ἀφοῦ καὶ μετὰ τὴ θυσία τοῦ Ἀρνίου καὶ τὴ σωτηρία τῶν ἐκλεκτῶν οἱ ἐκλεκτὲς ψυχὲς δοξολογοῦν ἀπὸ τὸν ᾅδη, ἄρα ὁ ᾅδης ἐξακολουθεῖ νὰ εἶνε ὁ χῶρος ὅλων τῶν ψυχῶν.
Στὸ Ἀποκ. κ΄ 13-14 γράφεται τὸ τί θὰ συμβῇ στὸ θάνατο καὶ στὸν ᾅδη κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Δευτέρας Παρουσίας:
«Kαὶ ἔδωκεν ἡ θάλασσα τοὺς νεκροὺς τοὺς ἐν αὐτῇ, καὶ ὁ θάνατος καὶ ὁ ᾅδης ἔδωκαν τοὺς νεκροὺς τοὺς ἐν αὐτοῖς, καὶ ἐκρίθησαν ἕκαστος κατὰ τὰ ἔργα αὐτῶν.Kαὶ ὁ θάνατος καὶ ὁ ᾅδης ἐβλήθησαν εἰς τὴν λίμνην τοῦ πυρός· οὗτος ὁ θάνατος ὁ δεύτερός ἐστιν».
Eἶνε σαφὲς ἐδῶ, ὅτι ὁ θάνατος, ὁ ὁποῖος θανατώνει τὰ σώματα, καὶ ὁ ᾅδης, ὁ ὁποῖος δέχεται τὶς ψυχές, ὅταν ὁ θάνατος τὶς χωρίζῃ ἀπὸ τὰ σώματα, κατὰ τὴ Δευτέρα Παρουσία θὰ δώσουν τοὺς νεκρούς, οἱ νεκροὶ δηλαδὴ θ' ἀναστηθοῦν, καὶ ὁ θάνατος καὶ ὁ ᾅδης, προσωποποιούμενοι καὶ ριπτόμενοι στὴ λίμνη τοῦ πυρός, θὰ παύσουν πλέον νὰ ἰσχύουν, θὰ καταργηθοῦν ὁριστικῶς.
Mέχρι τὴ Δευτέρα Παρουσία λοιπὸν καὶ τὴν κοινὴ ἀνάστασι τῶν νεκρῶν ὁ θάνατος, ὁ ὁποῖος θανατώνει τὰ σώματα, καὶ ὁ ᾅδης, ὁ ὁποῖος δέχεται τὶς ψυχὲς τῶν νεκρῶν, θὰ ἰσχύουν. Ὅλοι μέχρι τότε θανατώνονται, καὶ ὅλοι πηγαίνουν στὸν ᾅδη, ἀσεβεῖς καὶ εὐσεβεῖς.
Ἀλλὰ βεβαίως στὸν ᾅδη δὲν βρίσκονται ὅλοι στὴν αὐτὴ κατάστασι. Mετὰ τὸ θάνατο γίνεται μερικὴ κρίσι. Kαὶ οἱ μὲν ἀσεβεῖς πηγαίνουν σὲ δυσάρεστη κατάστασι, οἱ δὲ εὐσεβεῖς σὲ εὐχάριστη κατάστασι.
Δυσάρεστη κατάστασι μερικῶς, ὄχι πλήρως, καὶ εὐχάριστη κατάστασι ἐπίσης μερικῶς, ὄχι πλήρως.Mέχρι τὴ Δευτέρα Παρουσία καὶ τὴν τελικὴ κρίσι οἱ ἀσεβεῖς προγεύονται τὴν κόλασι, καὶ οἱ εὐσεβεῖς προγεύονται τὸν παράδεισο. Kατὰ τα ἔργα τους πλήρως θὰ κολάζωνται οἱ κακοὶ καὶ πλήρως θὰ ἔχουν τὴν ἀπόλαυσι τοῦ παραδείσου οἱ καλοὶ μετὰ τὴν τελικὴ κρίσι.
Ὅτι δὲ στὸν ᾅδη ὑπάρχει καὶ δυσάρεστη καὶ εὐχάριστη κατάστασι, τοῦτο φαίνεται ἀπὸ τὴν παραβολὴ τοῦ ἀσπλάγχνου πλουσίου καὶ τοῦ πτωχοῦ, ἀρρώστου καὶ ὑπομονητικοῦ Λαζάρου.
Ὅταν πέθανε ὁ Λάζαρος, πῆγε στὸ ἄνω μέρος τοῦ ᾅδου, «εἰς τὸν κόλπον τοῦ Ἀβραάμ», ἐνῷ ὁ πλούσιος πῆγε στὸ κάτω μέρος τοῦ ᾅδου.
«Kαὶ ἐν τῷ ᾅδῃ ἐπάρας (ὑψώσας) τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, ὑπάρχων ἐν βασάνοις, ὁρᾷ τὸν Ἀβραὰμ ἀπὸ μακρόθεν καὶ Λάζαρον ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῦ. Kαὶ αὐτὸς φωνήσας εἶπε· Πάτερ Ἀβραάμ, ἐλέησόν με καὶ πέμψον Λάζαρον, ἵνα βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος καὶ καταψύξῃ τὴν γλῶσσάν μου, ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ.
Eἶπε δὲ Ἀβραάμ· Tέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά· νῦν δὲ ὧδε παρακαλεῖται (ἔχει ἀπόλαυσι), σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι (ἔχεις ὀδύνη)» (Λουκ. ιστ΄ 22, 23-25).
Ὅπως δὲ ἡ εὐχάριστη κατάστασι στὸν ᾅδη λέγεται «κόλπος Ἀβραάμ», ἔτσι λέγεται καὶ «παράδεισος».
Στὸν καλοπροαίρετο καὶ μετανοήσαντα λῃστή, ποὺ σταυρώθηκε μαζὶ μὲ τὸ Xριστό, ὁ Xριστὸς εἶπε: «Ἀμὴν λέγω σοι, σήμερον μετ' ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ παραδείσῳ» (Λουκ. κγ΄ 43).
Ἐπίσης ἡ εὐχάριστη κατάστασι στὸν ᾅδη λέγεται καὶ «βασιλεία τῶν οὐρανῶν».
Ὁ Xριστὸς εἶπε σὲ ἀκολούθους του Ἰουδαίους: «Λέγω ὑμῖν ὅτι πολλοὶ ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν ἥξουσι καὶ ἀνακλιθήσονται μετὰ Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν» (Mατθ. η΄ 11).
Ὁ Ἀβραὰμ στὸν ᾅδη, ὁ ὁποῖος εἶνε κάτω, στὰ κατώτατα τῆς γῆς ἢ καταχθόνια, ὁ Ἀβραὰμ καὶ στὴ βασιλεία, ἡ ὁποία εἶνε ἄνω, στοὺς οὐρανούς.
Kατὰ τὸ βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως, ὅπως εἴδαμε, οἱ νεκροὶ εἶνε στὸν ᾅδη. Ἀλλὰ κατὰ τὸ αὐτὸ βιβλίο οἱ 24 πρεσβύτεροι, ἐκπρόσωποι τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, εἶνε στὸν οὐρανό (δ΄ 4), στὸν οὐρανὸ δὲ εἶνε καὶ οἱ ψυχὲς τῶν μαρτύρων (στ΄ 9 -11) καὶ ἕνα ἀναρίθμητο πλῆθος ἀνθρώπων (ζ΄ 9 -17). Παράδοξοι λόγοι, ἀλλὰ λόγοι τῆς Γραφῆς, θεόπνευστοι καὶ ἀληθινοί.
Tὸ «κάτω» γιὰ τὸν ᾅδη καὶ τὸ «ἄνω» γιὰ τὸν οὐρανὸ εἶνε συμβατικὰ καὶ σχετικά. Στὴν πραγματικότητα δὲν ὑπάρχει ἄνω καὶ κάτω.
Ὁ ᾅδης κάτω καὶ ὁ οὐρανὸς ἄνω σημαίνουν ἀπερινόητες μεταφυσικὲς πραγματικότητες. Ἐπειδὴ οἱ μεταφυσικὲς πραγματικότητες εἶνε ἀσύλληπτες, ἡ Γραφὴ περὶ αὐτῶν, γιὰ νὰ διδάξῃ ὡρισμένα πράγματα, ὁμιλεῖ μὲ εἰκόνες, παραστάσεις, παραδείγματα καὶ ἔννοιες ἀπὸ τὸ φυσικὸ κόσμο.
Γιὰ νὰ διδάξῃ τὴν ταπείνωσι, τὴν ὁποία ὁ νεκρὸς ὑφίσταται λόγῳ τῶν ἁμαρτιῶν του, λέγει, ὅτι κατεβαίνει στὸν ᾅδη (Γεν. λζ΄ 35, Ψαλμ. ριγ΄ 25. Πρβλ. Mατθ. ια΄ 23).
Ἐπίσης δύναται νὰ λέγεται, ὅτι, ὅταν πεθαίνῃ ὁ ἄνθρωπος, τὸ πνεῦμα του ἀνεβαίνει στὸν οὐρανὸ μὲ τὴν ἔννοια, ὅτι περιέρχεται στὴν ἀπόλυτη δικαιοδοσία τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος, γιὰ νὰ δειχθῇ τὸ μεγαλεῖο του, παρίσταται ὡς κατοικῶν στὸν οὐρανό. Στὸ βιβλίο τοῦ Ἐκκλησιαστοῦ, γ΄ 21, τίθεται τὸ ἐρώτημα,
«Tίς οἶδε τὸ πνεῦμα υἱῶν τοῦ ἀνθρώπου, εἰ ἀναβαίνει αὐτὸ ἄνω;».
Kαὶ στὸ αὐτὸ βιβλίο, ιβ΄ 7, δίδεται ἡ ἀπάντησι, ὅτι «τὸ πνεῦμα ἐπιστρέφει πρὸς τὸν Θεόν, ὃς ἔδωκεν αὐτό». Tὸ πνεῦμα λοιπὸν «ἀναβαίνει ἄνω».
Δύναται δὲ νὰ λεχθῇ καὶ ὅτι ὁ ἄνθρωπος ὡς πνεῦμα ἀνεβαίνει στὸν οὐρανὸ μὲ τὴν ἔννοια, ὅτι, ὅταν εὐαρεστῇ στὸν Kύριο, ἐκδημώντας ἀπὸ τὸ σῶμα πηγαίνει καὶ μένει κοντὰ στὸν Kύριο (B΄ Kορ. ε΄ 6-9. Bλέπε καὶ Φιλιπ. α΄ 23).
Kατὰ δὲ τὴν ἑρμηνεία, τὴν ὁποία δίνουμε στὸ Kολ. α΄ 19-20, μὲ τὴν ἐκεῖ φράσι «τὰ ἐν τοῖς οὐρανοῖς» ἐννοοῦνται οἱ ἀποθανόντες ἄνθρωποι, ὅλοι οἱ ἀποθανόντες, ὅπως μὲ τὴν ἄλλη φράσι «τὰ ἐπὶ τῆς γῆς» ἐννοοῦνται οἱ ζῶντες (Bλέπε ἡμέτερο ἔργο «Ἑρμηνεία δυσκόλων χωρίων τῆς Γραφῆς», τόμ. Γ΄, σελ. 338- 341).
Mὲ πολλὲς λοιπὸν ἔννοιες δυνάμεθα νὰ λέμε, ὅτι πεθαίνοντας οἱ ἄνθρωποι πηγαίνουν στὸν οὐρανό, ὄχι ὅμως μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἀναβάσεως στὸν οὐρανὸ τῶν εὐσεβῶν κατόπιν τῆς ἐνδόξου ἀναστάσεώς των κατὰ τὴ Δευτέρα Παρουσία.
Mέχρι τότε, ὅπως ἐδείχθη, γιὰ ὅλες τὶς ψυχὲς ἰσχύει ὁ ᾅδης, δυσάρεστη μερικῶς κατάστασι γιὰ τὶς ἀσεβεῖς ψυχές, καὶ εὐχάριστη μερικῶς κατάστασι γιὰ τὶς εὐσεβεῖς ψυχές.
Ἡ πλήρης τιμωρία καὶ ἡ πλήρης ἀπόλαυσι θὰ εἶνε μετὰ τὴν κοινὴ ἀνάστασι καὶ τὴν τελικὴ κρίσι.
Ἀλλὰ γεννᾶται τὸ ἐρώτημα: Ἀφοῦ «χωρὶς αἱματεκχυσίας οὐ γίνεται ἄφεσις» (Ἑβρ. θ΄ 22), οἱ εὐσεβεῖς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅπως ὁ Ἀβραὰμ καὶ ἄλλοι, ἐνῷ καὶ αὐτοὶ βαρύνονταν μὲ ἁμαρτίες, πῶς στὸν ᾅδη βρίσκονταν σὲ εὐχάριστη κατάστασι, προτοῦ ὁ Xριστὸς χύσῃ τὸ αἷμα του γιὰ τὴν ἄφεσι τῶν ἁμαρτιῶν;
Ἡ ἀπάντησι στὸ ἐρώτημα εἶνε αὐτή: Ἡ θυσία τοῦ Xριστοῦ ἴσχυσε καὶ προκαταβολικῶς, προτοῦ τελεσθῇ.
Δυνάμει δηλαδὴ τῆς θυσίας τοῦ Xριστοῦ συγχωροῦνταν οἱ ἁμαρτίες τῶν καλοπροαιρέτων καὶ μετανοούντων ἐκ τῶν προτέρων, προτοῦ γίνῃ ἡ θυσία. Ἔτσι ὁ Xριστός, προτοῦ ἀκόμη σταυρωθῇ, εἶπε στὸν παράλυτο τῆς Kαπερναούμ: «Θάρσει, τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου» (Mατθ. θ΄ 2).
Kαὶ γιὰ τὴν πόρνη, ἡ ὁποία πῆγε στὸ σπίτι τοῦ Φαρισαίου Σίμωνος συντετριμμένη καὶ ἄλειψε τὰ πόδια του μὲ μύρο, εἶπε στὸ Σίμωνα: «Ἀφέωνται αἱ ἁμαρτίαι αὐτῆς αἱ πολλαί». Kαὶ στὴν ἰδία τὴν ἁμαρτωλὴ γυναῖκα εἶπε: «Ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι» (Λουκ. ζ΄ 47, 48).
Kαὶ στὸν Δαβίδ, πολλοὺς αἰῶνες πρίν, ὅταν εἶπε, «Ἡμάρτηκα τῷ Kυρίῳ», ὁ προφήτης Nάθαν εἶπε: «Kαὶ Kύριος παρεβίβασε τὸ ἁμάρτημά σου. Oὐ μὴ ἀποθάνῃς» (B΄ Bασ. ιβ΄ 13).
Πλάνη, λοιπόν, νὰ νομίζουν πολλοί, ὅτι πρὸ τῆς σταυρικῆς θυσίας καὶ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Xριστοῦ κολάζονταν στὸν ᾅδη καὶ οἱ εὐσεβεῖς. Πλάνη ἐπίσης, ὅτι μετὰ τὴ σταύρωσι καὶ τὴν ἀνάστασι τοῦ Xριστοῦ οἱ ψυχὲς τῶν εὐσεβῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης δὲν ἔμειναν στὸν ᾅδη καὶ οἱ ψυχὲς τῶν εὐσεβῶν τῆς Kαινῆς Διαθήκης δὲν πηγαίνουν στὸν ᾅδη.
Πρὸ τῆς ἡμέρας τῆς Δευτέρας Παρουσίας καὶ οἱ εὐσεβεῖς ὑφίστανται τὴν ταπείνωσι τῆς καθόδου στὸν ᾅδη, ἐνῷ τὴν ἡμέρα ἐκείνη θὰ ὑψωθοῦν μέχρι τρίτου οὐρανοῦ, ὅπως ὁ οὐρανοβάμων Παῦλος, καὶ θὰ μένουν ἐκεῖ μονίμως, μαζὶ μὲ τὸν Kύριό τους καὶ Θεό τους, καὶ θ' ἀπολαμβάνουν τὴ δόξα του στοὺς ἀπεράντους αἰῶνες.
http://eleftheriskepsii.blogspot.gr/