Έλπίς μου ὁ Πατήρ, καταφυγή μου ὁ Υἱός, Σκέπη μου τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. Τριὰς Ἁγία, δόξα Σοι.

Δεῦτε ἀπὸ θέας Γυναῖκες εὐαγγελίστριαι, καὶ τῇ Σιὼν εἴπατε· Δέχου παρ΄ ἡμῶν Χαρᾶς Εὐαγγέλια, Τῆς Ἀναστάσεως Χριστοῦ. Τέρπου, χόρευε, καὶ ἀγάλλου Ἱερουσαλήμ, τὸν Βασιλέα Χριστόν, θεασαμένη ἐκ τοῦ μνήματος, ὡς Νυμφίον προερχόμενον.


Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2016

Τάκης Λαζαρίδης : Η Αριστερά Ευθύνεται για τον Εμφύλιο

ΜΟΝΑΧΗ ΧΕΡΟΥΒΕΙΜΙΑ-Την σκότωσαν επειδή δεν δέχθηκε...

Έκτακτο Παράρτημα: ΜΟΝΑΧΗ ΧΕΡΟΥΒΕΙΜΙΑ-Την σκότωσαν επειδή δεν δέχθηκε...: σχόλιο Γ.Θ : Διαβάστε το οπωσδήποτε για να μάθουν όλοι τα εγκλήματα των Αριστερών και των Σιωνιστών Στο κοιμητήριο της Ι.Μ Πέτρου...

"Αμφοτεροδέξιος..." : Μια μικρή από τη Συρία ζωγράφισε αυτό...

"Αμφοτεροδέξιος..." : Μια μικρή από τη Συρία ζωγράφισε αυτό...: Χαρισμένο από μια μικρή φίλη Σύρια!! Eleni Michael ‎ ΑΓΙΟΣ ΕΦΡΑΙΜ Ο ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ & ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ

Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2016

Ο ΝΕΟΚΛΗΣ ΣΑΡΡΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ

Δεκάλογος της κατά Χριστόν Νομοθεσίας ( Άγιος Γρηγ...

ARTOKLASIA: Δεκάλογος της κατά Χριστόν Νομοθεσίας ( Άγιος Γρηγ...: Ο Κύριος, ο Θεός σου, είναι ένας Κύριος(Δευτ. 6, 4), που αναγνωρίζεται ως Πατέρας, Υιός και Άγιο Πνεύμα. Ο Πατέρας είναι αγέννητος. Ο Υιό...

Η σχέση του Εσπερινού και του Όρθρου με τη Δημιουρ...

Προσκυνητής: Η σχέση του Εσπερινού και του Όρθρου με τη Δημιουρ...: Ένα συγκλονιστικό κείμενο του πατρός Αλέξανδρου Σμέμαν (Alexander Schmemann), που μας προσφέρει υπέροχα στοιχεία από τη βαθιά πνευματικ...

PANAYIOTIS TELEVANTOS: Η ΦΟΒΕΡΗ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΙΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡ...

PANAYIOTIS TELEVANTOS: Η ΦΟΒΕΡΗ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΙΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡ...: Η ΦΟΒΕΡΗ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΙΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΚΤΡΩΣΕΙΣ Του Παναγιώτη Τελεβάντου ===== Διαβάσαμε, στη Romfe...

Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2016

Ποιοι είναι οι θεολόγοι της Εκκλησίας; (Ιωάννου Σ. Ρωμανίδου)

Ποιοι είναι οι θεολόγοι της Εκκλησίας; (Ιωάννου Σ. Ρωμανίδου)



Ποιοι είναι οι θεολόγοι της Εκκλησίας; Πατερική Θεολογία

Πρωτοπρ. Ιωάννου Σ. Ρωμανίδου †
Καθηγητή Πανεπιστημίου
                                                                                 
Ποιοι είναι τώρα οι θεολόγοι της Εκκλησίας; Είναι μόνο εκείνοι που έφθασαν στην θεωρία. Η θεωρία συνίσταται στην φώτισι και στην θέωσι. Η φώτισις είναι μία κατάστασις αδιάλειπτος, που υπάρχει εν ενεργεία όλο το ημερονύκτιο, ακόμη και κατά τον ύπνο.

Ενώ η θέωσις είναι μία κατάστασις κατά την οποίαν βλέπει κάποιος την δόξαν του Θεού, και η οποία διαρκεί όσο θέλει ο Θεός.Ένας φωτισμένος μπορεί να μη φθάση ποτέ σε θέωσι. Ο Θεός, που την χαρίζει, κρίνει αν είναι απαραίτητο να οδηγήση έναν φωτισμένο σε θέωσι. 

Και το ότι δεν οδηγεί κάποιον σε θέωση μπορεί να σημαίνη ότι έτσι χωρίς αυτήν δηλαδή, θα είναι καλύτερα για την ψυχή του, διότι σε εναντία περίπτωσι η θέωσις μπορούσε να τον έβλαπτε, π.χ. να τον οδηγούσε σε υπερηφάνεια...

Δηλαδή ο Θεός οδηγεί κάποιον σε θέωσι, όταν δεν κινδυνεύη πνευματικά και όταν του είναι απαραίτητο είτε για να τον στηρίξη είτε για να τον δυναμώση είτε για να τον προετοιμάση για κάποια αποστολή.

Έτσι η εμπειρία της θεώσεως δεν είναι αυτόματη. Δεν μπορεί δηλαδή ένας φωτισμένος να την αποκτήση. Ένας φωτισμένος μάλλον αποφεύγει να την ζητήση από τον Θεό. Όταν όμως την έχει ανάγκη, ο Θεός συγκαταβαίνει και την δίνει, του δείχνει δηλαδή την δόξα Του, το άκτιστο Φως Του. Π.χ. ένας ασκητής ζη στην έρημο, σε απομόνωσι από τους ανθρώπους και με πολλές στερήσεις· και τούτο για την αγάπη του Θεού. Τότε, εφ’ όσον έχη καθαρθή, έρχεται το Πνεύμα το Άγιο και τον παρηγορεί και του χαρίζει εμπειρίες θεώσεως.

Ένας αληθινός ασκητής δεν είναι ποτέ μόνος του, αλλά τουλάχιστον έχει μέσα στην καρδιά του το Πνεύμα το Άγιο, που προσεύχεται αδιαλείπτως μέσα του και του κάνει παρέα στην φαινομενική μοναξιά του. Αυτή είναι η κατάστασις φωτισμού...

Όταν όμως το ίδιο το Άγιο Πνεύμα κρίνη ότι πρέπει, τότε του χαρίζει κατά διαστήματα και την εμπειρία της θεώσεως, όταν χρειάζεται και εφ’ όσον είναι για το καλό του, π.χ. για να τον δυναμώση μετά από μία δαιμονική επίθεσι.

Αυτά φαίνονται καθαρά στους βίους των αγίων.

Σ’ αυτά λοιπόν τα δύο στάδια θεωρίας, στον φωτισμό και στην θέωσι, η γνώσις του Θεού είναι καθαρά εμπειρική. Δεν είναι γνώσις μεταφυσική, δηλαδή αποτέλεσμα φιλοσοφικού στοχασμού.

Περί των δύο ειδών της αποκαλύψεως 

Γι’ αυτό έχομε δύο ειδών αποκαλύψεις. Έχομε την αποκάλυψι, που είναι η νοερά ευχή και έχομε και την αποκάλυψι, που είναι η θέωσις. Βέβαια η δεύτερη αποκάλυψις, που είναι ο δοξασμός και η θέωσις, αυτή είναι το βασικό κλειδί, με το οποίο κατανοούμε πλήρως την αποκάλυψι του φωτισμού. Έτσι βλέπομε εδώ ότι συναντούμε μία αντίληψι περί αποκαλύψεως και περί θεοπνευστίας, η οποία είναι καθαρώς εμπειρική και τίποτε άλλο.

Όμως σ’ αυτή την εμπειρία της θεώσεως ο Θεός δεν αποκαλύπτει λέξεις ούτε αποκαλύπτει κάποια καινούργια ορολογία. Γιατί; Διότι, όταν έρχεται το Πνεύμα το Άγιο και προσεύχεται μέσα στην καρδιά του ανθρώπου, δεν προσεύχεται με καινούργιες λέξεις, που φέρνει μαζί Του, αλλά προσεύχεται με γνωστές λέξεις μέσα στον άνθρωπο παρμένες μέσα από την ανθρώπινη εμπειρία. Π.χ. την ευχή, με την οποία προσεύχεται ο άνθρωπος, με την λογική του, αυτήν την ίδια ευχή χρησιμοποιεί και το Πνεύμα το Άγιο και τότε η ίδια ευχή γίνεται ευχή της καρδιάς!

Λέγει δηλαδή ο καλόγερος: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με», με το μυαλό του. Όταν έλθη το Πνεύμα το Άγιο μέσα στην καρδιά του, τότε αυτή η ίδια η φράσις θα γίνη η ευχή της καρδιάς του.

Θα προσεύχεται πλέον η καρδιά του και όχι το μυαλό του με αυτήν την φράσι. Έτσι όταν το Πνεύμα του Θεού προσεύχεται μέσα στον άνθρωπο, προσεύχεται με τις ίδιες λέξεις που χρησιμοποιούσε προηγουμένως ο άνθρωπος αυτός. Γι’ αυτό και έχομε την παράδοσι αυτή της ευχής, που γίνεται είτε με ψαλμό είτε με αυτοσχέδια λόγια προσευχής. Τότε αυτός ο ίδιος ψαλμός ή τα λόγια της προσευχής γίνονται η ευχή της καρδιάς του ανθρώπου.

Οπότε στην εμπειρία του φωτισμού δεν έχομε αποκάλυψι καμμιάς νέας λέξεως ή ορολογίας. Δηλαδή δεν μπορούμε να πούμε ότι ήλθε στους Πατέρες το Πνεύμα το Άγιο και απεκάλυψε την ορολογία: Μία ουσία και τρεις υποστάσεις ή το ομοούσιο. Αυτή δεν είναι αποκάλυψις, αλλά είναι μία θεολογική ορολογία, που χρησιμοποιήθηκε για να αντιμετωπίσουν οι Πατέρες τους αιρετικούς. Δεν είναι αποκάλυψις από το Θεό, αφού η ίδια η φώτισις δεν είναι αποκάλυψις από τον Θεό. Απλώς στην κατάστασι της φωτίσεως γίνεται μία σύνθεσις των ήδη γνωστών ρητών και νοημάτων στον άνθρωπο προερχομένων από την παράδοσι της ευσεβείας (από όσα δηλαδή γνωρίζει περί της πίστεώς του), ρητών και νοημάτων είτε της Παλαιάς Διαθήκης είτε της Καινής Διαθήκης. Χρησιμοποιούνται δε ονόματα παρμένα από την κοινή εμπειρία, ώστε όλοι να τα κατανοούν.

Στην θέωσι όμως όλα τα ρητά και τα νοήματα καταργούνται, όταν αποκαλύπτεται ο ίδιος ο Θεός. Κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας, όταν ο άνθρωπος θεολογή, θεολογεί βάσει της εμπειρίας που έχει συσσωρεύσει μέσα του, βάσει της συμμαρτυρίας του Αγίου Πνεύματος που έχει μέσα του, καθώς και βάσει της εμπειρίας των θεουμένων, που έχει κατατεθή μέσα στην παράδοσι της Εκκλησίας. Στην δε Θεολογία του αυτή, εφ’ όσον ο ίδιος βρίσκεται στην κατάστασι του φωτισμού, χρησιμοποιεί ως οδηγούς τους θεουμένους. Δηλαδή τα ρητά και τα νοήματα που εχρησιμοποίησαν και παρέδωσαν στην Εκκλησία οι θεωθέντες ή οι ζώντες θεούμενοι.

Εδώ τώρα έχομε το βασικό κλειδί της Πατερικής παραδόσεως:* Ο θεολογών βρίσκεται στην κατάστασι του φωτισμού και θεολογεί βάσει της κατατεθειμένης εμπειρίας των θεουμένων (Παλαιά και Καινή Διαθήκη και κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας). Προσεύχεται επίσης βάσει της κατατεθειμένης εμπειρίας των θεουμένων. Έτσι εξηγείται το γιατί η πιο σπουδαία προσευχή της Εκκλησίας είναι οι Ψαλμοί του Δαυΐδ. Οι Ψαλμοί είναι το θεμέλιο της Λειτουργικής ζωής της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Μετά έχομε τις πνευματικές ωδές, τους ύμνους κλπ, για τα οποία ομιλεί ο απόστολος Παύλος.

Όλα αυτά μαζί είναι η υποδομή της Λειτουργικής ζωής της Εκκλησίας, η οποία χειραγωγεί και προετοιμάζει τον άνθρωπο, ώστε να έλθη στην κατάστασι φωτισμού, εφ’ όσον αγωνισθή και καθαρισθή από τα πάθη του. Και, όταν έλθη στην κατάστασι φωτισμό, ο άνθρωπος χρησιμοποιεί αυτές τις ευχές, τους ύμνους και τις προσευχές που ακούει στην εκκλησία. Δηλαδή το Πνεύμα το Άγιο προσεύχεται μέσα στον άνθρωπο στην κατάστασι φωτισμού με τις ευχές και προσευχές της Λειτουργικής παραδόσεως.

Και, όταν κανείς βρίσκεται σ’ αυτήν την κατάστασι του φωτισμού, τότε θεολογεί. Όχι απλώς βάσει της προσωπικής του εμπειρίας, αλλά βάσει προσωπικής εμπειρίας, στην οποία όμως συμμαρτυρεί το Πνεύμα το Άγιο.

Οπότε τώρα βάσει αυτής της βεβαιότητας μελετά τα συγγράμματα των θεουμένων, που είναι η Παλαιά Διαθήκη, η Καινή Διαθήκη, τα Πατερικά κείμενα, τα Πρακτικά των Συνόδων της Εκκλησίας, οι βίοι και οι λόγοι των Αγίων, τα Λειτουργικά κείμενα της Εκκλησίας και τότε μπορεί και κάνει πλέον σωστή ερμηνεία. Και, αν τύχη και ο ίδιος να έχη την εμπειρία της θεώσεως, τότε μπορεί όχι μόνον να ερμηνεύη σωστά, αλλά και να θεολογή σωστά, οπότε και γίνεται θεολόγος της Εκκλησίας.

Άρα υπάρχει μία βασική διαφορά μεταξύ εκείνου που έχει φθάσει στην θέωσι, που είναι ο αληθινός θεολόγος, και του θεολογούντος, εκείνου δηλαδή που είναι στην κατάστασι φωτισμού, έστω και αν έχη και αυτός μία μικρή γεύσι από την εμπειρία της θεώσεως. 

Οπότε θεολογεί ο θεολόγος, αλλά θεολογούν και οι θεολογούντες.

Επειδή όμως θεολογούν και οι θεολογούντες, αυτό δεν σημαίνει ότι είναι θεολόγοι. Θεολόγος κατά κυριολεξίαν θα γίνη, όταν φθάση στην κατάστασι της θεώσεως και δη τον Χριστόν εν δόξη, οπότε του αποκαλύπτεται όλη η αλήθεια, όση μπορεί ο άνθρωπος να γνωρίση σ’ αυτήν την ζωή. Διότι ο Χριστός είναι η Αλήθεια, η οποία είναι ενυπόστατη.

Μέχρις ότου λοιπόν γίνη θεούμενος, είναι απλώς θεολογών, δηλαδή φοιτητής της Θεολογίας. Πτυχιούχος αυτής της Θεολογίας είναι ο θεούμενος. Σήμερα βέβαια πτυχιούχοι της θεολογίας είναι όσοι έχουν πάρει ένα πτυχίο Θεολογικής Σχολής κάποιου Πανεπιστημίου. Αυτοί αυτοαποκαλούνται θεολόγοι, όμως δεν έχουν καμμία σχέσι με τους όντως θεολόγους, της Πατερικής παραδόσεως.

Ως προς το ποιος είναι κατά αλήθειαν θεολόγος, αν κανείς χρησιμοποιήση τα κριτήρια του αποστόλου Παύλου ως και των Πατέρων της Εκκλησίας π.χ. του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου*, τότε θα δη ότι η σημερινή μοντέρνα Ορθόδοξη Θεολογία, που είναι επηρεασμένη από την Ρωσική Θεολογία, δεν είναι Πατερική Θεολογία, αλλά μία παραμόρφωσις της Πατερικής θεολογίας, διότι γράφτηκε από ανθρώπους, που δεν είχαν τις παραπάνω πνευματικές προϋποθέσεις.

Μόνο λοιπόν αν χρησιμοποιήση κανείς αυστηρά επιστημονικά κριτήρια, μπορεί να αποκτήση κάποια αντικειμενικότητα στην έρευνα και στα συμπεράσματά του.

Πατερική Θεολογία
Πρωτοπρ. Ιωάννου Σ. Ρωμανίδου †
Καθηγητή Πανεπιστημίου

http://pneumatoskoinwnia.blogspot.gr/2013/11/blog-post_4537.html

Πνεύματος κοινωνία: Ποιοι είναι οι θεολόγοι της Εκκλησίας; (Ιωάννου Σ....

Πνεύματος κοινωνία: Ποιοι είναι οι θεολόγοι της Εκκλησίας; (Ιωάννου Σ....: Ποιοι είναι οι θεολόγοι της Εκκλησίας; Πατερική Θεολογία Πρωτοπρ. Ιωάννου Σ. Ρωμανίδου † Καθηγητή Πανεπιστημίου                    ...

Περιβόλι της Παναγιάς: Συνεχίζεται το προσκύνημα της Κάρας του προστάτου ...

Περιβόλι της Παναγιάς: Συνεχίζεται το προσκύνημα της Κάρας του προστάτου ...: Συνεχίζεται το προσκύνημα της Τιμίας Κάρας του προστάτου των παιδιών Οσίου Στυλιανού του Παφλαγόνος, η οποία βρίσκεται για πρώτη φορά στη...

Έκτακτο Παράρτημα: Τότε θα γίνει κάτι και με μια ευκαιρία που θα δοθε...

Έκτακτο Παράρτημα: Τότε θα γίνει κάτι και με μια ευκαιρία που θα δοθε...: σχόλιο Γ.Θ : Τα λόγια του πιο επίκαιρα από ποτέ...

Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2016

Η ευθύνη της ακαδημαϊκής μας Θεολογίας -- †π. Αντωνίου Αλεβιζοπούλου


Η ευθύνη της ακαδημαϊκής μας Θεολογίας --

 †π. Αντωνίου Αλεβιζοπούλου

http://xristianorthodoxipisti.blogspot.ca/2016/10/1921992.html

Σύμφωνα με την νέα τάση ακαδημαϊκών μας θεολόγων, 
εισάγεται νέα χριστολογία και νέα εκκλησιολογία. 
Γίνεται έμμεση αντιπαραβολή ανάμεσα στην «κατεστημένη» 
ή «ιστορική Εκκλησία», προφανώς με την «πνευματική Εκκλησία», 
στην οποία ανήκουν δήθεν και οι οπαδοί εξωχριστιανικών 
θρησκειών. 
Ο Χριστός λογίζεται παντού, «κοιμάται» την νύκτα των 
θρησκειών. 
Δεν χρειάζεται κανείς να ενταχθεί στην «ιστορική Εκκλησία», 
για να γίνει μέτοχος των ενεργειών του Αγίου Πνεύματος, 
δηλαδή της σωτηρίας.



Με αυτήν την τοποθέτηση γίνεται κατανοητό γιατί μεταξύ 
ακαδημαϊκών μας θεολόγων κυριαρχεί η τάση αντικαταστήσεως 
της Θεολογίας με τη θρησκειολογία, πράγμα που σημαίνει 
ολοκληρωτική μετατόπιση του πεδίου. 
Στο επίκεντρο δεν τίθεται πλέον η θεία αποκάλυψη, αλλά το 
θρησκευτικό φαινόμενο, η θρησκευτική παράδοση, 
η θρησκευτικήεμπειρία, το πνεύμα της θρησκείας. 
Έτσι, γίνεται λόγος για διαφορετικές θρησκείες που όλες 
κινούνται στο ίδιο έδαφος (προσδιορίζονται ψυχολογικά) 
και πρέπει να αξιολογούνται ως «ίσες και όμοιες».



Η ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΙΩΝ- ΠΑΛΑΙΟ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΟΣΟ ΕΠΙΚΑΙΡΟ

- Το κείμενο αυτό εγράφη στις 19.2.1992 , εσύ φίλε , νεο- ορθόδοξε της κρατικής 

ελληνικής εκκλησίας , κληρικέ , μοναχέ , λαϊκέ , δεν κατάλαβες ακόμα σε τι παγίδα 

σε έχουν ρίξει??

Η ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΙΩΝ- ΠΑΛΑΙΟ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΟΣΟ ΕΠΙΚΑΙΡΟ- Το κείμενο αυτό εγράφη στις 19.2.1992 , 
εσύ φίλε , νεο- ορθόδοξε της κρατικής ελληνικής εκκλησίας , κληρικέ , μοναχέ , λαϊκέ , δεν κατάλαβες ακόμα σε τι παγίδα 
σε έχουν ρίξει??

















† π. Αντωνίου Αλεβιζοπούλου
Η ευθύνη της ακαδημαϊκής μας Θεολογίας

Η απολογητική της Εκκλησίας μας πρέπει να ξαναβρεί το αληθινό της 
περιεχόμενο και τη βασική θέση που της ανήκει δίπλα από την 
λατρευτική ζωή, το κήρυγμα και την κοινωνία αγάπης στα πλαίσια 
της όλης ζωής και δραστηριότητας του σώματος της Εκκλησίας.

Η απολογητική της Εκκλησίας μας οφείλει σήμερα όσο ποτέ άλλοτε 
να αποτελέσει ιδιαίτερο μέλημα στην προσπάθεια για μία ευρύτερη 
μόρφωση και προετοιμασία των μελλοντικών στελεχών της Εκκλησίας. 
Όμως διαπιστώνουμε πως αυτή την θέση δεν την συμμερίζονται 
οι παράγοντες εκείνοι, οι οποίοι έχουν την ευθύνη για την εκπαίδευση 
των θεολόγων μας.

Μεταξύ πολλών ακαδημαϊκών θεολόγων, κυριαρχεί ένα πνεύμα που 
στρέφεται εναντίον της εκκλησιαστικής απολογητικής. 
Στον χώρο των Θεολογικών μας Σχολών υψώνεται ένα περίεργο και 
ύποπτο μέτωπο εναντίον της άμυνας της Εκκλησίας μας. 
Αποφεύγεται συστηματικά η οριοθέτηση της ορθοδόξου πίστεως και η 
αντιπαράθεση.

Τόσο η οριοθέτηση όσο και η αντιπαράθεση αξιολογούνται αρνητικά,
διότι, δήθεν, ιδεολογικοποιούν την πίστη. 
Η απολογητική διακονία δεν έχει πλέον να αντιμετωπίσει μόνο την 
πολεμική από μέρους των ποικίλων αιρέσεων, της παραθρησκείας και 
από μέρους των ανθρώπων του κόσμου τούτου, 
πρέπει να αντι­μετωπίσει και την εναντίωση των ανθρώπων μέσα από την 
Εκκλησία.

Υπάρχει όμως και κάτι περισσότερο ανησυχητικό σ' αυτή την υπόθεση. 
Πίσω από την αρνητική στάση κρύβεται μία διαφορετική αντίληψη περί της μοναδικότητας της χριστιανικής Εκκλησίας και της εν Χριστώ σωτηρίας.

Κατά την αντίληψη αυτή, ο Χριστός είναι μεν «η οδός», αλλά 
αυτή την οδό μπορούν να την βαδίσουν και άνθρωποι εκτός της 
χριστιανικής Εκκλησίας. Αυτό οδηγεί τους ακαδημαϊκούς αυτούς 
θεολόγους, όταν ομιλούν για τις διάφορες εξωχριστιανικές θρησκείες, 
να μην το κάνουν με κριτικό πνεύμα ούτε να καταβάλουν 
προσπάθεια οριοθετήσεως της ορθοδόξου πίστεως. 
Έτσι, οι νεαροί θεολόγοι μας εκπαιδεύονται σε ένα «ουδέτερο» 
πνεύμα.

Αυτό το ουδέτερο πνεύμα, το οποίο σήμερα ονομάζεται 
«επιστημονικό» ή «αντικειμενικότητα», καλλιεργήθηκε από ακαδημαϊκούς 
θεολόγους πολύ πριν εμφανισθούν οι διάφορες αποκρυφιστικές, 
γκουρουϊστικές, νεογνωστικές ομάδες και ψυχολατρείες. 
Αυτό αποδεικνύεται και από εκπαιδευτικά εγχειρίδια για τους 
θεολόγους φοιτητές κατά τις τελευταίες δεκαετίες. 
Όχι η οριοθέτηση ή η αντιπαράθεση, αλλά η αναζήτηση 
«κοινών σημείων» και «κοινού θρησκευτικού εδάφους» βρίσκεται 
στο επίκεντρο των ενδιαφερόντων της ακαδημαϊκής μας Θεολογίας, 
άσχετα από το γεγονός ότι υπάρχουν και λαμπρές εξαιρέσεις.

Σύμφωνα με την νέα τάση ακαδημαϊκών μας θεολόγων, εισάγεται 
νέα χριστολογία και νέα εκκλησιολογία. 
Γίνεται έμμεση αντιπαραβολή ανάμεσα στην «κατεστημένη» ή 
«ιστορική Εκκλησία», προφανώς με την «πνευματική Εκκλησία», 
στην οποία ανήκουν δήθεν και οι οπαδοί εξωχριστιανικών θρησκειών. 
Ο Χριστός λογίζεται παντού, «κοιμάται» την νύκτα των θρησκειών. 
Δεν χρειάζεται κανείς να ενταχθεί στην «ιστορική Εκκλησία», 
για να γίνει μέτοχος των ενεργειών του Αγίου Πνεύματος, δηλαδή 
της σωτηρίας.

Με αυτήν την τοποθέτηση γίνεται κατανοητό γιατί μεταξύ 
ακαδημαϊκών μας θεολόγων κυριαρχεί η τάση αντικαταστήσεως της 
Θεολογίας με τη θρησκειολογία, πράγμα που σημαίνει 
ολοκληρωτική μετατόπιση του πεδίου. 
Στο επίκεντρο δεν τίθεται πλέον η θεία αποκάλυψη, αλλά το 
θρησκευτικό φαινόμενο, η θρησκευτική παράδοση, η θρησκευτική 
εμπειρία, το πνεύμα της θρησκείας. 
Έτσι, γίνεται λόγος για διαφορετικές θρησκείες που όλες κινούνται 
στο ίδιο έδαφος (προσδιορίζονται ψυχολογικά) και πρέπει να 
αξιολογούνται ως «ίσες και όμοιες».

Η τάση αυτή ακυρώνει το έργο του θεολόγου και τον μεταβάλλει σε 
θρησκειολόγο και μάλιστα με την έννοια ότι δεν πρέπει να εκφράζει 
θέση ούτε να προβαίνει σε αντιπαράθεση, αλλά να μένει 
«αντικειμενικός παρατηρητής», δηλαδή να εγκαταλείπει κάθε σταθερό 
και εκ των προτέρων προσδιορισμένο πνευματικό έδαφος.

Αυτή η τάση «πέρασε» στην Αμερική και στην Ευρώπη κατά τον 
περασμένο αιώνα με την παρουσία Ινδών γκουρού στο 
«Κοινοβούλιο των Θρησκειών» (Σικάγο 1893) και με τη Θεοσοφία 
της Ε.Π. Μπλαβάτσκυ. 
Στη χώρα μας ακούγονται σήμερα επίσημες φωνές, το Ποιμαντικό 
τμήμα της Θεολογικής Σχολής να μετονομαστεί σε θρησκειολογικό και 
το μάθημα των Θρησκευτικών να αντικατασταθεί με θρησκειολογικό 
μάθημα. Με αυτόν τον τρόπο η ποιμαντική της Εκκλησίας μας
δέχεται επίθεση από τους υπεύθυνους λειτουργούς της 
Ορθοδόξου Θεολογίας.


Εναρμόνιση των θρησκειών

Η νέα τάση εναρμονίζεται κατά ένα τρόπο με την προπαγάνδα 
εκατοντάδων παραθρησκευτικών ομάδων που βρίσκουν απήχηση 
μεταξύ νέων ανθρώπων. 
Οι ομάδες αυτές κηρύττουν ότι δεν υπάρχει αξιολογική διάκριση 
ανάμεσα στις ιδέες ή σε οποιεσδήποτε θρησκευτικές ή άλλες απόψεις. 
Δεν υπάρχει αντικειμενική διαφορά ανάμεσα στην αλήθεια και 
στο ψεύδος, στο καλό και στο κακό. 
Όλα αποτελούν εκδηλώσεις της μίας πραγματικότητος 
(απόλυτος μονισμός) και ποικίλλουν ανάλογα με το εξελικτικό 
επίπεδο του κάθε ανθρώπου, του κάθε λαού στην κάθε εποχή. 
Δεν χρειάζεται συνεπώς οριοθέτηση, δεν χρειάζεται αντιπαράθεση.

Αυτή η ισοπέδωση ή «εναρμόνιση» των θρησκειών, των αξιών, των 
πολιτισμών, «περνάει» τώρα και σε νομικά κείμενα και διεθνείς
συμβάσεις και τείνει να κατοχυρωθεί ως «διεθνές δίκαιο». 
Επίλεκτα στελέχη του ΟΗΕ και άλλων διεθνών οργανισμών ανήκουν 
σήμερα στο χώρο αυτό του ακατάσχετου συγκρητισμού και 
αποκρυφισμού και προωθούν την ιδέα της πανθρησκείας και του 
παν-πολιτισμού με ποικίλους τρόπους.

Από τέτοιους κύκλους καταβάλλεται σήμερα συντονισμένη 
προσπάθεια να καθοριστούν ενιαία και για ολόκληρη την 
ανθρωπότητα οι σκοποί της παιδείας («νέα παγκόσμια 
εκπαίδευση»), για ναδημιουργηθεί, όπως διακηρύττουν, ένας 
«νέος παγκόσμιος πολιτισμός», μία «νέα παγκόσμια ηθική» και 
μία «νέα παγκόσμια κοσμική πνευματικότητα»!

Βέβαια οι επώνυμοι αυτοί παράγοντες των Διεθνών Οργανισμών, 
κάνουν αυτές τις σαφείς διακηρύξεις σε εσωτερικά, αποκρυφιστικά 
έντυπα. 
Στα κείμενα των Διεθνών Συμβάσεων γίνεται λόγος για διάφορους 
πολιτισμούς, αλλά μέσω των ενιαίων σκοπών της παιδείας 
επιδιώκεται η σύγκλιση των θρησκειών και πολιτισμών και η 
ενοποίηση του κόσμου με βάση την εναρμόνιση σε όλους τους 
τομείς της ζωής.

Η αποφυγή οριοθετήσεως της πίστεως, η υπογράμμιση του 
«κοινού εδάφους» και του «κοινού σκοπού» και «στόχου», 
στον οποίο «φθάνει κανείς από διαφορετικούς δρόμους», αφαιρεί 
από τους νέους ανθρώπους κάθε σταθερό έδαφος κάτω από τα 
πόδια τους και οδηγεί στην πλήρη σύγχυση και αβεβαιότητα.

* Το κείμενο αυτό εγράφη από τον μακαριστό πατέρα Αντώνιο 
Αλεβιζόπουλο στις 19.2.1992 και απετέλεσε τμήμα μιας ευρύτερης 
επιστολής που εστάλη τον Οκτώβριο του 1995 από τον ίδιο ως 
υπεύθυνο της «Υπηρεσίας Ενημερώσεως, Διαλόγου και Πολιτισμού», 
η οποία λειτουργούσε τότε, 
«Προς πρόσωπα κατέχοντα θέσεις ευθύνης στην πνευματική, κοινωνική 
και πολιτική ζωή του ευρυτέρου ορθοδόξου χώρου».

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ»
ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ-ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003


ΤΕΥΧΟΣ 28A
http://orthodox-voice.blogspot.gr/2016/10/blog-post_4.html