Έλπίς μου ὁ Πατήρ, καταφυγή μου ὁ Υἱός, Σκέπη μου τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. Τριὰς Ἁγία, δόξα Σοι.

Δεῦτε ἀπὸ θέας Γυναῖκες εὐαγγελίστριαι, καὶ τῇ Σιὼν εἴπατε· Δέχου παρ΄ ἡμῶν Χαρᾶς Εὐαγγέλια, Τῆς Ἀναστάσεως Χριστοῦ. Τέρπου, χόρευε, καὶ ἀγάλλου Ἱερουσαλήμ, τὸν Βασιλέα Χριστόν, θεασαμένη ἐκ τοῦ μνήματος, ὡς Νυμφίον προερχόμενον.


Κυριακή 27 Απριλίου 2014

ΜΝΗΜΗ ΤΩΝ ΟΣΙΩΝ ΚΑΙ ΘΕΟΦΟΡΩΝ ΚΟΛΛΥΒΑΔΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΗΜΩΝ - ΣΑΒΒΑΤΟ ΤΗΣ ΔΙΑΚΑΙΝΗΣΙΜΟΥ -

ΦΙΛΟΚΑΛΙΚΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΚΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΛΑΤΡΕΙΑ
  Οἱ Φιλοκαλικοὶ Πατέρες τοῦ 18ου αἰῶνος στὸ Ἅγιον Ὅρος ὑπῆρξαν μυσταγωγοὶ τοῦ Γένους καὶ τῆς λογικῆς λατρείας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Οἱ θεολογικὲς καὶ λειτουργικές τους θέσεις, γιὰ τὰ ζητήματα τῆς Θείας Εὐχαριστίας καὶ  τῶν ἱερῶν μνημοσύνων, ἦταν ἀπόρροια τῆς λιπαρῆς καὶ βαθειᾶς σπουδῆς στὴν πατερικὴ παράδοση. Τὶς ἐξέφραζαν  δὲ πάντοτε ἔχοντας γνήσιο ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα καὶ ἀνεπιφύλακτο σεβασμὸ στὰ λειτουργικὰ θέσμια τῆς Ὀρθοδοξίας. Κατὰ συνέπεια δὲν πρέπει ἐπ’ οὐδενὶ ἡ προμαχία τους ὑπὲρ τῆς παραδόσεως νὰ θεωρηθεῖ ὡς ἰδιόγνωμη, ἐριστικὴ καὶ στασιαστικὴ ἐνέργεια κατὰ τῆς ἑκάστοτε  ὑπευθύνου ἐκκλησιαστικῆς ἀρχῆς ἢ ὡς ἀνυπακοὴ πρὸς τοὺς ποιμένες καὶ πρὸς τὴν Ἐκκλησία. Ὑπῆρξαν μὲν αὐστηροί, καὶ ἐνίοτε ὀξεῖς, στὴν ὑπεράσπιση τῆς παραδόσεως, ποτὲ ὅμως μισάδελφοι καὶ ἀσεβεῖς πρὸς τοὺς συμμοναστὲς ἢ τοὺς ποιμένες καὶ διδασκάλους τῆς ἐποχῆς τους.
  Ἡ εὐχαριστιακὴ διδασκαλία τῆς χορείας τῶν Κολλυβάδων Πατέρων στοιχεῖ ἀπαρασαλεύτως στὸν κανόνα τῆς πατερικῆς διδαχῆς καὶ τοῦ εὐχαριστιακοῦ λειτουργικοῦ βιώματος καὶ ἤθους τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ὑπὲρ τῆς ἀξίας, ἐνσυνειδήτου, ἐμπροϋπόθετης, συχνῆς καὶ συνεχοῦς μεταλήψεως ἔνστασή τους, σὲ καιροὺς τυποποιήσεων, ἀδιαφορίας, ἀγνωσίας καὶ παραχαράξεων, ἀναδεικνύει τὴν ἀλήθεια ὅτι ἡ ὑπὲρ τῆς λειτουργικῆς τάξεως ἀγωνιστική τους πρωτοστασία δὲν εἶχε κίνητρα ταπεινὰ φανατισμοῦ ἢ ἐγωϊσμοῦ, οὔτε ὑπαγορεύθηκε ἀπὸ ἰδιορρυθμίες διχαστικὲς τῆς  ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας. Σκοπός τους ἦταν  ἡ ἀνάδειξη τῆς ἀληθείας. Προσέχουν, γνωρίζουν, ἀκοῦν καὶ συζητοῦν τὶς θέσεις καὶ τὰ ἐπιχειρήματα τῆς ἐναντίας μερίδος. Ὁμολογοῦν μὲ βεβαιότητα καὶ διαλέγονται μὲ ἐπιστημοσύνη καὶ ὀξυδέρκεια, αὐστηρὰ μέν, κριτικὰ καὶ φιλάδελφα, ποτὲ ὅμως ἀδιάκριτα, μνησίκακα καὶ ἐριστικά. Προβάλλουν τὴν ἀξία τῆς παραδόσεως, ὑπενθυμίζουν τὴν ὀρθὴ καὶ ἀκριβῆ πράξη, μάχονται ὑπὲρ τῆς τηρήσεως τῶν κανόνων καὶ τῶν λειτουργικῶν θεσμῶν, στηλιτεύουν τὶς παραχαράξεις τοῦ εὐχαριστιακοῦ ἤθους ἢ τὶς ἀνατροπὲς τῆς ἀναστάσιμης τιμῆς τῆς δεσποτικῆς Κυριακῆς ὀποθενδήποτε προέρχονται, ποτὲ ὅμως δὲν ἐπιτρέπουν τὸ πνευματικὸ  καὶ λειτουργικό τους κίνημα νὰ ἐκπέσει σὲ φιλέριδες προστριβὲς καὶ μάχες νομικές, οὔτε, ἀκόμη περισσότερο σὲ σχισματικὲς ἰδιογνωμοσύνες ἀντατρεπτικὲς τῆς ἐκκλησιατικῆς ἑνότητας. Τὴν πολύτιμη αὐτὴ ἑνότητα οἱ φιλοκαλικοι πατέρες τὴν θεωροῦν τελειούμενη μέσα στὸ πλαίσιο τῆς εὐχαριστιακῆς συνάξεως καὶ μέσα στὸν ἁγιασμὸ καὶ τὴν ἀληθῆ κοινωνία τῆς εὐχαριστίας.
  Ἡ Θεία Εὐχαριστία, κατὰ τὴ θεολογικὴ διδασκαλία τῶν Κολλυβάδων, ποὺ στηρίζεται ἀπολύτως στὴν εὐχαριστιολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, εἶναι τὸ μεῖζον  πάντων θεοποιὸ μυστήριο καὶ τὸ τελειωτικὸ δώρημα τῆς χριστιανικῆς μυήσεως. Ὅταν ἐπιτελεῖται ὀρθοδόξως, εἶναι ἡ μυστικὴ καὶ ζωοδοτικὴ τραπεζοφορία τοῦ δείπνου τῆς Βασιλείας, ἡ θεωτικὴ κοινωνία τῶν ἁγιασμάτων, ποὺ καθιστᾶ τοὺς πιστοὺς «συσσώμους» καὶ «ὁμαίμονες» μὲ τὸν Χριστὸ κατὰ ἀλήθειαν καὶ ὄχι κατὰ δόκησιν.
Στηριζόμενοι οἱ Κολλυβάδες στὴ διδασκαλία τῶν Πατέρων, ἐπισημαίνουν τὴν ὀρθόδοξη δογματικὴ θέση ὅτι τὸ μυστήριο τῆς  Θείας Εὐχαριστίας εἶναι ἀνάμνηση ὅλης μὲν τῆς σωτηριώδους Θείας Οἰκονομίας, ἰδιαίτερα ὅμως ἀνάμνηση  τῆς ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ θυσίας, τοῦ Θανάτου καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος διὰ τῆς μεταλήψεως ἐσθίεται  πλέον μετὰ τὴν ἔνδοξη ἀνάστασή Του διηνεκῶς ἀπὸ τοὺς πιστούς, ὡς πραγματική, ἄφθαρτη καὶ αἰωνίζουσα τροφή.
  Ἡ γνώμη τῶν ἀντιπάλων τους ὅτι τὸ ζήτημα τῆς Θείας Εὐχαριστίας καὶ ἡ ἀνάγκη τῆς συνεχοῦς προσελεύσεως σὲ αὐτὴ δὲν εἶναι τόσο  σοβαρὸ ζήτημα, ὥστε νὰ θεωρεῖται καὶ δόγμα πίστεως, εὑρίσκει τοὺς Πατέρες τοῦ φιλοκαλικοῦ κινήματος ἀντιθέτους. Δόγμα καὶ ἦθος στὴν Ὀρθοδοξία συμπορεύονται. Θεωρία καὶ πράξη συνυπάρχουν. Στὴν τήρηση δὲ τῶν δεσποτικῶν ἐντολῶν στηρίζεται ἡ καθαρότητα τοῦ βίου καὶ τῆς πολιτείας τῶν Χριστιανῶν, ἀλλὰ καὶ ἡ ὀρθότητα καὶ τὸ ἀπλανὲς τῆς  πίστεώς τους. Ἄρα ἡ εὐχαριστία δέον νὰ ἀποτελεῖ τὸ κέντρο τῆς ζωῆς τῶν πιστῶν, τῆς λατρείας καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς.
  Ὡς πρὸς τὶς προϋποθέσεις μετοχῆς στὴν Εὐχαριστία, πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι αὐτὲς χωρίζονται σὲ γενικὲς καὶ εἰδικές. Ὁ κοινωνῶν, κατὰ τὶς γενικὲς προϋποθέσεις, πρέπει νὰ εἶναι πιστὸ καὶ βαπτισμένο μέλος τῆς Ἐκκλησίας, νὰ ἔχει βέβαιη καὶ ἀκράδαντη πίστη ὅτι ἡ Κοινωνία εἶναι αὐτὸ τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου, νὰ εἶναι ζῶν καὶ αὐτοσυνείδητος καὶ ὁπωσδήποτε ὄχι αἱρετικός, σχισματικὸς ἢ ἐπιτιμημένος μὲ ἀκοινωνησία. Ἐπίσης ἡ ἄκρα προσοχὴ καὶ εὐλάβεια, ἡ πλήρης συναίσθηση τοῦ ὕψους τοῦ μυστηρίου, ἡ καταλλαγὴ καὶ ἡ συγχώρηση, ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἀγάπη, ἡ ἀμνησικακία καὶ ἡ εἰρήνη, ἡ ψυχοσωματικὴ καθαρότητα, ἡ ἐξομολογητικὴ προκάθαρση καὶ ἡ ἀπόρριψη τῆς αὐτοδικαιώσεως, ἡ περιφυλακὴ ἀπὸ τοὺς ἐμπαθεῖς λογισμούς, ἡ αὐτοεξέταση καὶ αὐτομεμψία, ἡ δοκιμὴ τῆς συνειδήσεως, ἡ ἀγαπητικὴ ἐπιπόθηση τῆς εὐχαριστιακῆς ὑποδοχῆς τοῦ μεταλαμβανόμενου Κυρίου, ἡ συντριβή, ἡ ταπεινοφροσύνη καὶ ἡ κατάνυξη, ἡ σωματικὴ καθαρότητα ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν, καθὼς καὶ ἡ ἐγκράτεια τῶν συζύγων, ἀποτελοῦν σχεδὸν τὸ σύνολο τῆς προευχαριστιακῆς ἑτοιμασίας, ἡ ὁποία δὲν εἶναι εὐκαιριακή, στιγμιαία, τυπικὴ καὶ περιορισμένη σὲ περατὰ χρονικὰ ὅρια, ἀλλὰ διὰ βίου ἑτοιμότητα καὶ προσδόκηση μετοχῆς. Εἰδικότερη προϋπόθεση θεωρεῖται ἡ ἀπολύτως ἀναγκαία εὐχαριστιακὴ νηστεία, ἡ ὁποία συνίσταται στὴν ἀπόλυτη ἀποχὴ τροφῆς καὶ πόσεως ἀπὸ τοῦ μεσονυκτίου μέχρι τὴν ὥρα τῆς κοινωνίας. Καμμία ἄλλη εὐχαριστιακὴ νηστεία, μονοήμερη, τριήμερη ἢ ἑβδομαδιαία, δὲν ἀπαιτοῦν οἱ ἱεροὶ κανόνες. Ὅμως ἡ νηστεία, ὡς ἁγιοποιὸς καὶ παθοκτόνος ἀρετή, δὲν παύει νὰ ἀποτελεῖ γιὰ τὸν καθένα προσερχόμενο πιστὸ προσωπικὸ ἄθλημα ἐλευθερίας καὶ πρακτικὸ μέσο ψυχοσωματικῆς προετοιμασίας, ἡ ἔκταση καὶ ἡ αὐστηρότητα τῆς ὁποίας δὲν ὁρίζονται, ἀλλὰ διακριτικὰ μερίζονται κατὰ τὴν πνευματικὴ κατάσταση τοῦ κάθε ἑνὸς ἀνθρώπου χωριστὰ ἀπὸ τὸν πνευματικό του πατέρα.
  Στὰ κείμενα τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως εἶναι περισσότερο ἀπὸ προφανὲς ὅτι οἱ Χριστιανοὶ ὀφείλουν νὰ κοινωνοῦν συνεχῶς καὶ συχνά. Σκοπὸς τῆς ἐπιτελέσεως τῆς Θείας Λειτουργίας εἶναι ἡ προσέλευση καὶ ἡ μετοχὴ τῶν πιστῶν στὰ ἅγια μυστήρια τοῦ Χριστοῦ, γι’ αὐτὸ ἄλλωστε ὀνομάζεται εὐχαριστιακὴ σύναξη. Οἱ Κολλυβάδες γνωρίζουν ἐπαρκῶς τὰ κείμενα, γι’ αὐτὸ δὲν καινοτομοῦν ὑπεραμυνόμενοι τῆς συνεχοῦς μεταλήψεως, ἀλλὰ ἀναθερμαίνουν ὡς σοφοὶ παραδοσιακοὶ ἀνανεωτὲς τὸ εὐχαριστιακὸ ἦθος τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τὸ ἐβίωσαν οἱ αἰῶνες. Συχνὴ μετάληψη δὲν σημαίνει ἀναγκαστικὰ καθημερινή. Ἀπὸ τὴν ἄκρα καὶ αὐστηρὴ τοποθέτηση τοῦ Νεοφύτου Καυσοκαλυβίτου γιὰ τὴν καθημερινὴ κοινωνία, μέχρι τὴν ἀπαράδεκτη τυποποίηση τῆς δὶς ἢ τρὶς τοῦ ἔτους προσελεύσεως, ὁ μετριοπαθὴς ἅγιος Νικόδημος Ἁγιορείτης εὑρίσκει  τὴ βασιλικὴ ὁδὸ καὶ τὴ  διακριτικὴ μεσότητα στὴ δυνατότητα τῶν εὐλαβῶν καὶ ἀγωνιζομένων Χριστιανῶν νὰ κοινωνοῦν τουλάχιστον κάθε Κυριακὴ στὴν εὐχαριστιακὴ σύναξη καὶ σὲ κάθε μεγάλη καὶ ἐξέχουσα ἑορτὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ διαστολὴ αὐτὴ τῶν τοποθετήσεων περὶ τοῦ «συνεχῶς» καὶ «συχνῶς» ἀποδεικνύει καὶ τὴν ἐλευθερία τοῦ πνεύματος τῶν Φιλοκαλικῶν, οἱ ὁποῖοι δὲν δροῦσαν ὡς μία ὁμάδα κυβερνώμενη ἀπὸ προδιαγεγραμμένα ὑποχρεωτικὰ ἰδεολογήματα, ἀλλὰ ἦταν ἕνας θεόλεκτος σύλλογος καὶ μία ἁγία χορεία θεοφωτίστων καὶ διακριτικῶν διδασκάλων.
  Ἡ ὑπὲρ τῆς παραδόσεως ἔνσταση τῶν Κολλυβάδων Πατέρων ἐκτείνεται, πέραν τοῦ ζητήματος τῆς συνεχοῦς μεταλήψεως, καὶ στὴν προβολὴ καὶ διατήρηση ἀλώβητου τοῦ δεσποτικοῦ, ὑπέρτιμου  καὶ ἀναστάσιμου χαρακτήρα τῆς ἡμέρας τοῦ Κυρίου. Εἶναι ἡμέρα πρώτη καὶ ὀγδόη, ποὺ θὰ ὑπερβεῖ τὸν ἐβδοματικὸ χρόνο, τὸν νομικὸ Σαββατισμὸ καὶ τὶς προφητικὲς ἐσχατολογικὲς ἀπαρχές, γιὰ νὰ ἀναχθεῖ στὴν αἰώνια καινὴ ἡμέρα τοῦ ἀναστάντος Κυρίου. Τὸ πνεῦμα τῆς Κυριακῆς, ὡς ἀναστάσιμη ἐβδοματικὴ ἀνακύκληση τοῦ πασχαλίου ἑορτασμοῦ, διαχέεται στὸ σύνολο τῆς ὀρθοδόξου λατρείας καὶ διαποτίζει τὴ λειτουργικὴ ζωὴ τῶν πιστῶν ἀποτελώντας τὸ Ἑβδομαδιαῖο Πάσχα τῆς Ἐκκλησίας, κατὰ τὸ ὁποῖο  καταπαύουν οἱ Χριστιανοὶ καὶ λατρεύουν τὸν Κύριο.
  Ἡ ἁγιαννανίτικη λειτουργικὴ ἐκτροπὴ τῆς ἐντελῶς ἀντιπαραδοσιακῆς μεταφορᾶς τῶν μνημοσύνων ἀπὸ τὸ καταπαύσιμο Σάββατο στὴν ἀναστάσιμη Κυριακὴ ἦταν ἁπλῶς ἡ ἀφορμή, ὥστε οἱ Φιλοκαλικοὶ Πατέρες καὶ λειτουργικοὶ ἀναμορφωτὲς νὰ ἐκδιπλώσουν τὴ θαυμάσια ὀρθοδοξοπατερικὴ διδασκαλία τους περὶ τῶν ἀναστασίμων προνομίων τῆς ἡμέρας ποὺ εἶναι ἀφιερωμένη ἀποκλειστικῶς στὸν ἀναστάντα Κύριο. Ἡ Κυριακὴ ὀνομάζεται καὶ εἶναι μείζων τῶν δεσποτικῶν ἑορτῶν, ὡς ἑβδομαδιαία πασχάλια μνήμη ποὺ ἐγκαινίζεται χαρμόσυνα στὶς ψυχὲς τῶν πιστῶν καὶ ἀνακυκλώνει, στὸ πλαίσιο τοῦ χαρισματικὰ βιούμενου λειτουργικοῦ χρόνου, τὴν πασχαλινὴ ἡμέρα  τῆς παγκοσμίου χαρᾶς. Ὁ ἀναστάσιμος, δοξολογικός, χαρμόσυνος, νικητικὸς καὶ δεποτικός-ἑορταστικὸς αὐτὸς χαρακτήρας τῆς Κυριακῆς ἀπαιτεῖ λειτουργικὰ νὰ εἶναι μὴ νηστευομένη, μὴ γονυκλιτουμένη, ἀλλὰ καὶ ἄπενθος καὶ ἀμνημόσυνος. Ἐξαιτίας λοιπὸν τῆς ἀναστασίμου καὶ δεσποτικῆς  τῆς  ὑπεροχῆς, ἔχει τὸ προνόμιο νὰ ἀποκλείει ἀπὸ τὰ χρονικὰ καὶ λειτουργικά της ὅρια τὴ νηστεία, ὡς πρόξενο πένθους καὶ κατηφείας, τὴ γονυκλισία, ὡς σύμβολο δουλικότητας, κατανύξεως καὶ μετανοίας, καὶ πρὸ πάντων τὰ νεκρικὰ καὶ πενθικὰ μνημόσυνα. Τὴν ἀσχημοσύνη αὐτή, ὡς πρὸς τὰ πανάρχαια λειτουργικὰ θέσμια, τῆς κυριακάτικης νεκρολογίας δι’ ὅλων τῶν προσφόρων πνευματικῶν μέσων καὶ δι’ ὅλων τῶν δυνάμεών τους, μέχρι μαρτυρίων καὶ διωγμῶν, ὑπερίσπησαν οἱ Κολλυβάδες προμαχοῦντες τοῦ ἀκαινοτομήτου τῆς σεβασμίας ὀρθοδόξου παραδόσεως.
   Ἡ σύνθεση Εὐχαριστίας καὶ Κυριακῆς τεκμαίρεται ἀσφαλῶς ἀπὸ τὴν ἄμεση σχέση τους. Ἡ ἀναστάσιμη Κυριακὴ εἶναι κατ’ ἐξοχὴν ἡμέρα κοινωνίας. Ἀλλὰ καὶ κάθε κυριακάτικη ἢ σὲ ἄλλη ἡμέρα ἐπιτέλεση τελείας Θείας Λειτουργίας εἶναι πασχάλια  ἀνάμνηση. Ὁ καιρὸς τῆς ζωῆς τῶν Χριστιανῶν εἶναι ἑόρτιος καὶ πασχάλιος. Ὁ χαρμόσυνος λοιπὸν χαρακτήρας τῆς κυριακάτικης ἰδιαίτερα εὐχαριστιακῆς σύναξης, ἀλλὰ καὶ κάθε ἄλλης τελείας Θείας Λειτουργίας σὲ ὁποιαδήποτε ἡμέρα τοῦ βίου τῶν Χριστιανῶν, ὑπαγορεύει ἀβίαστα, καὶ τὴν ὀρθία στάση προσευχῆς ποὺ εἰκονίζει τὴ χαρὰ τῆς Ἁναστάσεως, καὶ τὴν παύση τῆς νηστείας ποὺ ὑποδηλώνει τήν,  διὰ τῆς παύσεως τοῦ πένθους τῆς μετανοίας,  ἐλευθερία ἀπὸ τὴ δουλεία τῆς ἁμαρτίας τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ τὴ συμμετοχὴ πάντων, εἰ δυνατόν, τῶν μὴ κωλυομένων στὴ ζωοποίηση τῆς ψυχοτρόφου εὐχαριστιακῆς Τραπέζης τοῦ Κυρίου.
Ἀρχιμ. Νικοδήμου Σκρέττα,Ἐπίκ. Καθηγητῆ τοῦ Α.Π.Θ. 
http://inagdimitriou.blogspot.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου