Έλπίς μου ὁ Πατήρ, καταφυγή μου ὁ Υἱός, Σκέπη μου τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. Τριὰς Ἁγία, δόξα Σοι.

Δεῦτε ἀπὸ θέας Γυναῖκες εὐαγγελίστριαι, καὶ τῇ Σιὼν εἴπατε· Δέχου παρ΄ ἡμῶν Χαρᾶς Εὐαγγέλια, Τῆς Ἀναστάσεως Χριστοῦ. Τέρπου, χόρευε, καὶ ἀγάλλου Ἱερουσαλήμ, τὸν Βασιλέα Χριστόν, θεασαμένη ἐκ τοῦ μνήματος, ὡς Νυμφίον προερχόμενον.


Τετάρτη 4 Ιουνίου 2014

Η υπόσταση της Εκκλησίας, του Γέροντα Ιωσήφ Βατοπαιδινού


Η αδράνεια και αδιαφορία των καιρών μας που επικρατούν, μας αποκαρδιώνουν, διότι τα ενδιαφέροντα του κόσμου όλο και περισσότερο περιορίζονται γύρω από το  ψυχρό ατομισμό και την εμπαθή ιδιοτέλεια. Σε  μια  τέτοιου είδους ιδιοτέλεια για ποιά  αιωνιότητα και αθανασία να μιλήσει κάποιος; Οι σιδηροδέσμιοι οπαδοὶ της υλοφροσύνης και ματαιότητας αντιμετωπίζουν με  πολλή υποψία καθετί αιώνιο. Σκληρά εγκλωβισμένοι στα δεσμά του χρόνου και  του χώρου δεν αντέχουν σε παραλληλισμούς, ή ίσως από την αδράνεια που τους αιχμαλωτίζει δεν μπορούν να ασχοληθούν με κάτι το υπερχρονικό, το  υπερτοπικό, με κάτι που είναι αιώνιο. Τέτοιες  σκέψεις τις θεωρούν ως ξένη εισβολή και  επίθεση και απειλούν με πόλεμο. Ο ουμανιστής πολλές φορές θεωρεί μια  τέτοια επίθεση ως βία κατά της ελευθερίας του και  τη χαρακτηρίζει ως ασυγχώρητο θράσος.
 
Βυθισμένος ολόκληρος στην ύλη, αφού με  τη  δύναμη της βαρύτητας είναι δεμένος στο χώρο και το χρόνο, με το πνεύμα του αποκομμένο από την έννοια της αιωνιότητας, δεν  προτιμά τις θεωρίες γι’ αυτό το θέμα ως δύσκολες. Φοβάται  το χάσμα μεταξύ χρόνου και αιωνιότητας, θεωρώντας το ως αγεφύρωτο, αφού του λείπουν η αναγκαία ικανότητα και δύναμη για να το κοιτάξει. Όλα αυτά προκαλεί ο ακοίμητος και αδιάλλακτος εχθρός του ανθρώπου, ο θάνατος, ο οποίος μεταμορφώνει τα πάντα στα  δικά του φθαρμένα και πρόσκαιρα επιτελεία και ειρωνεύεται καθετί το αιώνιο και διαρκές. Ο ενδοκοσμικός ουμανιστής ερμηνεύει με τα θνητά του αισθητήρια τον  θνητό άνθρωπο και  ειρωνεύεται την  έννοια της αθανασίας.
Η αίσθηση της αθανασίας στον άνθρωπο δεν είναι εξωτερική μάθηση ή επιβολή αλλά εσωτερική κατάσταση και πρέπει κατά κάποιον τρόπο ο άνθρωπος να πάσχει την αθανασία συμμετέχοντας στην αυτοαθανασία του Κυρίου του, του οποίου τα ίχνη ακολουθεί. Για  να είναι δε πάλιν αιώνιος, πρέπει με το κέντρο της αυτοσυνειδησίας του να γνωρίζει καλά τον εαυτό του αιώνιο, διότι το κέντρο του στόχου και ενδιαφέροντός του, ο Χριστός, είναι ο μόνος αιώνιος και αθάνατος. Χωρίς  αυτά και η αθανασία και η αιωνιότητα είναι κανόνες εξωτερικοί χωρίς νόημα. Οι  προηγούμενες  γενεές ίσως  έτσι  να ένοιωθαν. Στη  δική μας γενεά έχει ατροφήσει ανησυχητικά, όπως μας πληροφορεί η μυστηριώδης δομή της ανθρώπινης υπάρξεως.
Εκείνο που ενδιαφέρει πραγματικά είναι το πως να αναζωπυρώσει κάποιος μέσα του αυτό το αίσθημα το οποίον είναι σβησμένο και να ανορθώσει την θολωμένη επίγνωση. Τα μέσα και οι φιλοσοφίες των ανθρώπων, δεν είναι ικανά να  το πραγματοποιήσουν, παρά μόνο ο Θεός, ο οποίος τον  αθάνατο εαυτό του ενσάρκωσε μέσα στην ανθρώπινη αυτοαίσθηση και αυτοσυνείδηση και  συνένωσε την θεία και την ανθρώπινη φύση σε  ένα, τον Θεάνθρωπο, και μετέδωσε στην  ανθρώπινη μηδαμινότητα από τα δικά του θεία γνωρίσματα, την απεραντοσύνη, την αθανασία και την αιωνιότητα. Ναι,  με αυτόν τον τρόπο ο Θεάνθρωπος Χριστός με το πρόσωπό του γεφύρωσε το χάσμα μεταξύ του χρόνου και της αιωνιότητας και αποκατέστησε τις μεταξύ τους σχέσεις. Γι’ αυτό μόνον ο άνθρωπος εκείνος, ο οποίος ενώνεται οργανικά με  τον Θεάνθρωπο Χριστό και  με  το σώμα του, την Εκκλησία, αισθάνεται τον εαυτό του στα όρια της αθανασίας και της αιωνιότητας. Για   τη δική μας φύση ο Χριστός έγινε η μοναδική μετάβαση και διάβαση από το χρόνο στην αιωνιότητα, από την αυτοαίσθηση της θνητότητας στην αίσθηση της αθανασίας, από την  αυτογνωσία του προσωρινού και πρόσκαιρου στην αυτοσυνειδησία της χωρίς όρια αιωνιότητας. Η Εκκλησία, ως η αιωνίως ζωντανή υπόσταση του Θεανθρώπου Χριστού, είναι πάντοτε η αιώνια υπόστασή του και  στο  παρόν και  στην  αιωνιότητα ως θεανθρώπινη υπόσταση, θεανθρώπινο πνεύμα και σώμα. Ο ορισμός της Εκκλησίας, η ζωή της, ο σκοπός της, το  πνεύμα της, το  πρόγραμμά της, οι μέθοδοί της και ό,τι άλλο την αποτελεί, όλα έχουν δοθεί από τον Θεάνθρωπο Χριστό. Δικαίως η αποστολή της Εκκλησίας είναι να ενώσει και να ενώνει οργανικά και προσωπικά όλα τα μέλη της με το θείο πρόσωπο του Χριστού και να μεταβάλει τα πνευματικά τους αισθητήρια στην θεανθρώπινη χριστοαίσθηση και χριστολογία, να γίνει όλη η ζωή εν Χριστώ και από τον   Χριστό· να  ζουν όχι οι ίδιοι, αλλά να ζει μέσα τους ο Χριστός ( βλ. Γαλ. 2, 20). Ο Χριστός με την Εκκλησία εξασφαλίζει στους πιστούς την αθανασία και την  αιωνιότητα κάνοντάς τους μετόχους θείας φύσεως (βλ. Β΄ Πέτρ. 1, 4). Αποστολή ακόμη της Εκκλησίας είναι να  κάνει κάθε μέλος της να συνειδητοποιήσει ότι την κανονική κατάσταση της ανθρώπινης προσωπικότητας αποτελούν η αθανασία και  η αιωνιότητα και όχι η εδώ προσωρινή ζωή. Ο άνθρωπος είναι ένας οδοιπόρος, ο οποίος πορεύεται προς την αθανασία, την αιωνιότητα και τις θείες επαγγελίες.
Η Εκκλησία, αν και ευρίσκεται μέσα στα όρια του χρόνου και  του χώρου, είναι θεανθρώπινη, και αν και ευρίσκεται σ’ αυτόν τον κόσμο δεν είναι όμως απ’ αυτόν ( βλ. Ιω. 18, 36).
Ευρίσκεται σ’ αυτό τον κόσμο, για να τον οδηγήσει προς τα άνω, απ’ όπου και η ίδια προέρχεται. «Η Εκκλησία είναι οικουμενική» κατά το λόγο του μεγάλου μας πατέρα και θεολόγου Ιουστίνου Πόποβιτς· «καθολική, θεανθρώπινη, αιώνια, και γι’ αυτό αποτελεί προδοσία και ασυγχώρητη βλασφημία εναντίον του Χριστού και του Αγίου Πνεύματος το να υποβιβάζουμε την Εκκλησία σε ένα εθνικό ίδρυμα»(βλ. Αρχιμ. Ιουστίνου Πόποβιτς, Άνθρωπος και  Θεάνθρωπος. Εσωτερική αποστολή της Εκκλησίας μας, σελ. 55). Πράγματι, ο σκοπός της Εκκλησίας είναι υπερεθνικός, οικουμενικός και  πανανθρώπινος, ώστε να ενώνει εν Χριστώ όλους τους ανθρώπους χωρίς εξαιρέσεις εθνικότητας, φυλής ή κοινωνικού επιπέδου. «Δεν υπάρχει πια Ιουδαίος και ειδωλολάτρης, δεν υπάρχει δούλος και  ελεύθερος, δεν υπάρχει άνδρας και γυναίκα· όλοι σας είστε ένας χάρη στον  Ιησού Χριστό»(Γαλ. 3, 28), διότι «του Χριστού είναι όλα και ο Χριστός είναι σε όλα»(Κολ. 3, 11).
Η Εκκλησία είναι μία.  Δεν υπάρχει παρά μία Εκκλησία του Χριστού, η οποία είναι το  σώμα του, και  ο Χριστός ουδέποτε διαιρείται. Στον σαρκωμένο  Χριστό η ενότητα του ανθρώπινου γένους, που διασπάσθηκε από την πτώση και  την αμαρτία, αποκαταστάθηκε με τον καλύτερο τρόπο. Με  το σώμα του Χριστού, την Εκκλησία, εγκαινιάσθηκε εντελώς νέο καθεστώς υπάρξεως. Το  κύριο λειτούργημα της Εκκλησίας στον κόσμο είναι να συγκεντρώνει τα  χωρισμένα και  διασκορπισμένα άτομα και να τα ενώνει μέσα σε μια οργανική και ζωντανή ενότητα εν Χριστώ. Η ενότητα  της Εκκλησίας είναι ταυτοχρόνως η αρχή και το τέλος της υπάρξεώς της· το ίδιο το θεμέλιο και ο σκοπός, το  αρχικό δεδομένο και το πρόβλημα προς επίλυση. «Η ενότητα του Πνεύματος» δόθηκε εξ αρχής, αλλά πρέπει να διατηρείται και να συνεχίζεται «με το σύνδεσμο της ειρήνης»(Εφεσ. 4, 3) με την αδιάκοπη προσπάθεια της πίστεως και της αγάπης με τον Χριστό και με την κοινωνία του Αγίου Πνεύματος. Η καθολικότητα της Εκκλησίας είναι ήδη δεδομένη. Η καθολικότητα του σώματος προσδιορίζεται από την ενότητα του αρχηγού της και του Παρακλήτου. Η  πλήρης καθολικότητα συνεπάγεται τέλεια μεταμόρφωση της ανθρώπινης ζωής, η οποία δεν  πραγματοποιείται παρά με πνευματικές προσπάθειες, με επιτεύγματα αγάπης και  αυταπαρνήσεως. Με  το μυστήριο της θείας οικονομίας ο Θεός Λόγος άνοιξε σε όλους μας το δρόμο προς την Τριαδική Θεότητα. Στο θεανθρώπινο αυτό μυστήριο, στο οποίο ολοκληρώθηκε η θεία οικονομία, όλα προέρχονται και υπάρχουν «εκ του Πατρός δι’ Υιού εν Πνεύματι Αγίω». Αυτός είναι ο κύριος νόμος στο θεανθρώπινο σώμα της Εκκλησίας, ο ύψιστος στόχος στη ζωή της, ο πραγματικός σκοπός στη ζωή κάθε μέλους της, και έτσι ζωή και σωτηρία στην πραγματικότητα είναι διαβίωση στην  Παναγία Τριάδα, τον ένα Θεό μας. Όλα αυτά τα έκανε ο Κύριός μας στο σώμα του, την Εκκλησία, με τη σταύρωση, την ανάσταση και την ανάληψή του. Με τη  χάρη του ο Κύριός μας μεταμορφώνει τους ανθρώπους από παλαιούς σε νέους, δίδοντάς τους δύναμη για νέα ζωή.
Ο Θεός Λόγος έλαβε σώμα με τη σάρκωσή του, και όλο το μυστήριο της θείας οικονομίας, της σωτηρίας του κόσμου, «ετελείωσε», δηλ. ολοκληρώθηκε με το σώμα του και στο  σώμα του. Έτσι το σώμα του έγινε Εκκλησία, στην  οποίαν αδιάκοπα συνεχίζεται όλο το μυστήριο της θείας οικονομίας, της σωτηρίας του κόσμου από την αμαρτία, τον θάνατο και το διάβολο. Όλη η καινοδιαθηκική επαγγελία, σ’ αυτό έγκειται, δηλαδή στην ειρήνη που ευαγγελίσθηκε σε όλους. Αυτό είναι πάντοτε μια αληθινή και ζωντανή υπόσχεση για τους αυτόπτες μάρτυρες του Κυρίου πριν δύο χιλιάδες χρόνια, αλλά και για τους σημερινούς και για όλους τους ανθρώπους όλων των εποχών και των εθνοτήτων. Διά του Κυρίου Ιησού Χριστού όλοι οι άνθρωποι, και οι Ιουδαίοι και όσοι δεν γνωρίζουν τον Θεό, έχουν πρόσβαση στον Πατέρα «με το ένα πνεύμα», επειδή μόνο μέσω του Χριστού έρχονται προς τον Πατέρα(βλ. Ιω. 14, 6). Έτσι η σωτηρία είναι στην πραγματικότητα διαβίωση στην  Παναγία Τριάδα. Ό,τι είναι στην Εκκλησία θεανθρώπινο, είναι και  Τριαδικό, και  διά μέσου του Θεανθρώπου καθετί που είναι της Εκκλησίας οδηγεί στην Τριαδική Θεότητα. «Δεν είστε, λοιπόν, πια ξένοι και χωρίς δικαιώματα, αλλά ανήκετε στο λαό του Θεού, στην οικογένεια του Θεού. Προστεθήκατε κι εσείς στο οικοδόμημα που έχει θεμέλιο τους αποστόλους και τους προφήτες κι ακρογωνιαίο λίθο αυτόν τον ίδιο τον Χριστό. Μ’ αυτόν δένεται ολόκληρο το οικοδόμημα και μεγαλώνει, ώστε να γίνει ναός άγιος για τον Κύριο. Ο Κύριος οικοδομεί κι εσάς μαζί με τους άλλους, για να γίνετε πνευματική κατοικία του Θεού»(Εφεσ. 2, 19-22). Η ζωή της Εκκλησίας είναι πάντοτε καθολική «με όλους τους αγίους» (Εφεσ. 3, 18). Γι’ αυτό ο άνθρωπος στις προσπάθειες και τους αγώνες του για την εφαρμογή του ευαγγελίου, έχει στήριγμα τους αγίους, έχει τη βοήθειά τους, τις  πρεσβείες τους, είναι συμπολίτης τους.
Οι μέθοδοι της θεανθρώπινης ενώσεως όλων των ανθρώπων με τον Χριστό έχουν δοθεί από την Εκκλησία με τα άγια μυστήριά της και τα  θεανθρώπινα έργα, τα οποία είναι οι ασκήσεις των αρετών. Ήρωες αυτού του θριάμβου είναι οι όσιοι μέσα στους αιώνες, οι οποίοι με τις ποικίλες ασκήσεις απέβαλαν ολοκληρωτικά τον παλαιό άνθρωπο, που φθείρεται με τις απατηλές  επιθυμίες και  φόρεσαν τον καινούργιο άνθρωπο, που σύμφωνα με το σχέδιό του τον έπλασε ο Θεός (βλ. Εφεσ. 4, 22, 24). Με τον τρόπο αυτό έγινε η χριστοποίησή τους, η ενχρίστωσή τους, εφ’ όσον φόρεσαν την εικόνα του επουρανίου (βλ. Α΄ Κορ. 15, 49) και έμειναν «έχοντας τα μάτια τους προσηλωμένα στον Ιησού, που μας έδωσε την πίστη, την οποίαν και τελειοποιεί» (Εβρ. 12, 2). Με την πρακτική εξάσκηση των θεανθρώπινων αρετών, της πίστεως, της προσευχής, της νηστείας, της αγάπης, της πραότητας, της ευσπλαχνίας, της συμπάθειας, της ελεημοσύνης, ο άνθρωπος στερεώνει τον εαυτό του σ’ αυτήν την ενότητα, διαφυλάσσεται κάτω απ’ αυτή την αγιότητα, ζει ο ίδιος προσωπικά το πρότυπό του, τον Χριστό, με τα άλλα μέλη του αγίου του σώματος, της Εκκλησίας. Η Εκκλησία, ως υπόσταση του Θεανθρώπου Χριστού, είναι θεανθρώπινος οργανισμός, όχι ανθρώπινη οργάνωση. Η Εκκλησία είναι αδιαίρετη, όπως και το πρόσωπο του ιδρυτή της, όπως και το σώμα του. Γι’  αυτό επαναλαμβάνουμε, αποτελεί βασικό λάθος να διαιρείται ο αδιαίρετος θεανθρώπινος οργανισμός της Εκκλησίας σε  μικρές εθνικές οργανώσεις. Εμείς δε οι Αθωνίτες,  σ’ αυτή την έσχατη ώρα που σείονται τα θεμέλια της κοινωνίας, παρακαλούμε τους υπεύθυνους της Εκκλησίας να παύσουν να είναι υπηρέτες του εθνικισμού, εφ’ όσον ασφαλώς είναι εκκλησιαστικοί ηγέτες, και να γίνουν οπαδοί και διάκονοι της μιας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας. Η από τον ιδρυτή της Εκκλησίας διά των Αποστόλων και των Πατέρων παράδοση για την αποστολή της Εκκλησίας είναι να φυτεύεται και  να καλλιεργείται στη  ψυχή του λαού η αίσθηση και η επίγνωση ότι κάθε μέλος της Εκκλησίας είναι πρόσωπο καθολικό, πρόσωπο αιώνιο και  θεανθρώπινο, γι’ αυτό δε αδελφός όλων των ανθρώπων. Αυτός είναι ο σκοπός της Εκκλησίας που δόθηκε από τον Χριστό, και κάθε άλλος δεν είναι από τον  Χριστό, αλλά από τον εχθρό μας. Για  να είναι η τοπική μας Εκκλησία καθολική, πρέπει να εφαρμόζει απαραχάρακτα τα θεανθρώπινα μέσα, τα οποία είναι οι θεοειδείς αρετές και εργασίες. Αυτές εφάρμοζαν πάντοτε αφού τις παρέλαβαν από τον Κύριό μας οι άγιοι Απόστολοι και στη συνέχεια οι άγιοι διάδοχοί τους, οι χριστοφόροι ασκητές. Οι θεανθρώπινες αρετές ευρίσκονται μεταξύ τους σε οργανική σχέση και εξάρτηση, πηγάζουν η μία από την άλλη και  αλληλοσυμπληρώνονται.
Εάν η ενέργεια του παλαιού ανθρώπου, η οποία είναι η εικόνα του χοϊκού, είναι τα διεφθαρμένα πάθη του παραλόγου και της διαστροφής, τότε πρέπει οι πιστοί αντίθετα προς το διεστραμμένο νόμο της αμαρτωλότητας να αντιτάξουν τις αντίστοιχες αρετές, οι οποίες είναι η εικόνα του επουρανίου, του πραγματικού μας προτύπου, την οποία φορέσαμε. Το πρώτο μας καθήκον ως θεοειδών όντων είναι η πίστη στον Χριστό μας χωρίς επιφυλάξεις και  συμβιβασμούς. Το να κρατεί κάποιος αυτή την πίστη με τη δέουσα αυταπάρνηση, σημαίνει να υπηρετεί τον Χριστό, να λατρεύει τον Χριστό, να  υπεραγαπά τον Χριστό για οτιδήποτε συμβεί στη ζωή του.
Άλλη θεανθρώπινη αρετή στα πλαίσια των καθηκόντων μας, είναι η προσευχή με τη νηστεία. Η αρετή αυτή πρέπει να γίνει μέθοδος ζωής του ορθοδόξου λαού σε  όλες τις διαστάσεις, να  γίνει η ψυχή της ψυχής του, διότι με άμεσο τρόπο επικοινωνεί με τον Σωτήρα Χριστό, ο οποίος υποσχέθηκε στον  εαυτό του ότι «εγώ δεν θέλω τον θάνατο του αμαρτωλού μέχρι να μετανοήσει και να ζήσει» (βλ. Ιεζ. 33, 11). Η προσευχή και  η νηστεία πρέπει να  τηρούνται όχι μόνον ατομικά, αλλά από την Εκκλησία για  όλους και  για όλα. Μήπως δεν είναι αυτές τα κύρια στοιχεία, τα οποία απαίτησε ο Θεός από τους προγόνους μας, όταν τους καλούσε σε μετάνοια; Δεν είναι τα κύρια μέσα και  πρακτικότατα δείγματα της μετάνοιας, τα οποία εφάρμοσαν κατά καιρούς στην παγκόσμια ιστορία, όσοι προσπάθησαν να επανασυνδέσουν τις σχέσεις τους με τον Θεό που λατρεύουν;
Άλλη πάλιν καθολική αρετή, και μάλιστα σφραγίδα της χριστιανικής αλήθειας, είναι η αγάπη. Αυτή η αρετή είναι θεανθρώπινη και κατορθωτή πάντοτε και από όλους. Δεν έχει όρια και μέτρα, και είναι μάλλον αποτέλεσμα της θείας ιδιότητας, αφού ο ίδιος ο Θεός είναι και λέγεται αγάπη και παναγάπη. Σαν  άλλο ηλιακό φως σκορπίζεται σε όλους, χωρίς να κάνει επιλογές, όπως και ο πανάγαθος Θεός μας προνοεί για όλους και όλους ευεργετεί, αν και προτιμά από τον αμαρτωλό τον δίκαιο επειδή μοιάζει με αυτόν. Αυτή η θεανθρώπινη αγάπη πρέπει να καλλιεργείται στο λαό μας, διότι έτσι ξεχωρίζει από τις άλλες, που ονομάζονται αγάπες, και τις δήθεν αγάπες του συμφέροντος και της φιλαυτίας. Η αγάπη του Χριστού είναι πάντοτε παναγάπη και ολοκληρωτικά ανιδιοτελής, και σχεδόν πάντοτε δίνει και ουδέποτε λαμβάνει ή απαιτεί. Στον  θαυμάσιο ύμνο του ο θεσπέσιος Παύλος εγκωμιάζει την αγάπη όσο κανένας άλλος, διότι αυτός ο θεοφόρος και χριστοφόρος, εβίωσε αυτή την  αρετή στο πλήρωμά της.
Άλλες θεανθρώπινες αρετές είναι η πραότητα και η ταπεινοφροσύνη. Μόνον η καρδιά που είναι γεμάτη πραότητα μπορεί να ανεχθεί, να καταπραΰνει τον ταραγμένο και ανήσυχο άνθρωπο, ενώ κάθε άλλη επέμβαση θα είναι μάλλον ματαιοπονία. Η πραότητα προς όλους τους ανθρώπους είναι το χρέος κάθε χριστιανού, ο οποίος επικαλείται τον  πράο και ταπεινό στην καρδιά Κύριό του σε κάθε του προσευχή. Κατά τη γνώμη των πατέρων μας, η πραότητα και η ταπείνωση δεν είναι μόνον αρετές με τις οποίες εκτοπίζουμε τις αντίστοιχες κακίες, αλλά είναι καθήκοντα χριστολογικά, τα οποία περιέχονται στο  χαρακτήρα του προτύπου, του αρχηγού της σωτηρίας μας και  επομένως του Πατέρα μας, εφ’ όσον φέρουμε τη δική του επωνυμία. Τί άλλο σημαίνει χριστιανοί, παρά ότι ανήκουμε στον  Χριστό με  κοινό πατέρα αυτόν τον  ίδιο.
Αν λοιπόν ο πατέρας μας, όπως χωρίς να ψεύδεται, μας ομολόγησε ότι είναι «πράος και ταπεινός στην καρδιά»(Ματ. 11, 29), άρα πρέπει και εμείς να έχουμε τα ίδια με  αυτόν χαρακτηριστικά, για  να  μη θεωρηθούμε  «νόθοι και όχι υιοί»(βλ. Εβρ. 12, 8). Δεν  υπάρχει φυσικότερο γνώρισμα  από το να μοιάζει το παιδί στον πατέρα του, και  επομένως για τους χριστιανούς είναι καθήκον πλέον να  είναι πράοι και ταπεινοί στην καρδιά και όχι φαινομενικά. Αποκαλύπτοντάς μας το χαρακτήρα του ο Κύριός μας, ότι είναι «πράος και  ταπεινός στην καρδιά», μας συμβουλεύει ότι μ’ αυτόν τον τρόπο και εμείς ακολουθώντας τον «βρίσκουμε ανάπαυση στις ψυχές μας» (βλ. Ματ. 11, 29), πράγμα τόσο σπουδαίο και αναγκαίο για τις ταραγμένες ημέρες μας. Ο Κύριός μας με την κένωσή του φανέρωσε το έσχατο όριο ταπεινοφροσύνης, το  οποίο δεν ερμηνεύθηκε ούτε θα ερμηνευθεί ποτέ από την κτιστή φύση. Ποιός τώρα έχει το δικαίωμα να μην είναι ταπεινός; Άλλα πάλι σκαλοπάτια για την άνοδο στις θείες επαγγελίες είναι η υπομονή, η καρτερία, η μακροθυμία, που πάντοτε όλα τα συγχωρεί και  ανέχεται. «Με μεγάλη υπομονή  και εγκαρτέρηση περίμενα τη βοήθεια από τον Κύριο» λέει ο Δαβίδ «και με πρόσεξε και άκουσε τη δέηση, και με έβγαλε από το λάκκο της ταλαιπωρίας και από τη λάσπη του βούρκου και έστησε τα πόδια μου πάνω στην πέτρα (σε ασάλευτη βάση) και καθοδήγησε τα βήματά μου»(Ψαλμ. 39, 2-3). Να υπομένει κανείς το κακό, να μην ανταποδίδει την κακότητα, να συγχωρεί με ευσπλαχνία τις ύβρεις, τις συκοφαντίες και ακόμη τις πληγές. Όλα αυτά είναι όντως η μερίδα του Χριστού, ο οποίος «όταν έπασχε δεν απειλούσε· εμπιστευόταν στο δίκαιο Κριτή»(Α΄ Πέτρ. 2, 23). Ο κόσμος της ματαιότητας δεν  υπομένει, δεν υποφέρει τους χριστοφόρους ανθρώπους της καρτερίας και της υπομονής, τους διασύρει και τους κατηγορεί ως υποκριτές, αυτό δε διότι δεν  υπομένει να αισθάνεται την κατωτερότητά του.
Αποστολή της Εκκλησίας είναι να διδάξει τις θεανδρικές αρετές, που προαναφέραμε, στο  λαό μας και να καλλιεργήσει στη  ψυχή του όλα τα θεοειδή γνωρίσματα, διότι η εντολή του Κυρίου μας «να γίνετε άγιοι, γιατί εγώ είμαι άγιος»(Α΄ Πέτρ. 1, 16), θεωρείται καθήκον. Σ’ αυτό έγκειται η σωτηρία της ψυχής από ένα κόσμο αμαρτωλό και ολοκληρωτικά «ευρισκόμενο στην εξουσία του διαβόλου»(βλ. Α΄ Ιω. 5, 19). Απέναντι στον  διαμορφωμένο και κρυμμένο αθεϊσμό και  την  ευγενική ανθρωποφαγία του συγχρόνου πολιτισμού πρέπει να  αντιτάξουμε τις χριστοφόρες προσωπικότητες, οι οποίες με την πραότητα του προτύπου τους και τους μιμητές του, δηλ. τους δικαιωμένους φίλους του Θεού μέσα στους αιώνες, νίκησαν τον κόσμο. Πράγματι δε «αυτή είναι η νίκη που νίκησε τον  κόσμο, δηλ. η πίστη μας»(Α΄ Ιω. 5, 4).
Εφ’ όσον ο θεανθρώπινος σκοπός της Εκκλησίας είναι αιώνιος και  αναλλοίωτος και τα μέσα του επίσης είναι πανόμοια φωταγωγούμενα από τον  Κύριό μας, ο οποίος «είναι ο ίδιος χθες και σήμερα και για πάντα»(Εβρ. 13, 8). Εδώ είναι η διαφορά μεταξύ του κοσμικού και του καθαρά χριστιανικού, του ορθόδοξου μοναχισμού. Το ανθρώπινο είναι πεπερασμένο και μέσα στα όρια του    χρόνου, ενώ το του Χριστού είναι αναλλοίωτο και αιώνιο. Η ορθοδοξία ως ο μοναδικός φορέας και φύλακας του τέλειου και ολόλαμπρου προσώπου του Θεανθρώπου Χριστού πραγματοποιείται αποκλειστικά με τα θεανθρώπινα ορθόδοξα μέσα, τις άγιες αρετές, όχι με μέσα δανεισμένα από τον  ρωμαιοκαθολικισμό ή τον προτεσταντισμό τα οποία αρμόζουν στον υπερήφανο ουμανιστή Ευρωπαίο άνθρωπο και όχι στον ταπεινό Θεάνθρωπο Χριστό. Διερωτάται κανείς, με ποιά μέσα πολέμησε ο Κύριός μας Χριστός κατά του άρχοντα του σκότους, όταν μετά το βάπτισμα ανέβηκε στο όρος; Θέλοντας ως αρχηγός της σωτηρίας μας, ο Κύριός μας, να  μας διδάξει τον τρόπο της πάλης κατά των αρχών και εξουσιών του σκότους και γενικά της αμαρτίας, τοποθέτησε άριστα τα όπλα και μέσα της πάλης του αοράτου πολέμου με νηστεία και προσευχή, και από τότε η φύση μας νίκησε την κακία και τον ίδιο τον σατανά, διότι τα όπλα μας «δεν είναι κοσμικά, αλλά έχουν τη δύναμη από τον Θεό να γκρεμίζουν οχυρά»(Β΄ Κορ. 10, 4) κατά τον  Παύλο. Η χριστοφόρος και πνευματοφόρος αγία μας Εκκλησία σε όλη την  ιστορία είναι γεμάτη από ήρωες, αγωνιστές και ασκητές, οι οποίοι αντέγραψαν το πρόσωπο του Χριστού και πολέμησαν με επιτυχία την πολύμορφη αμαρτία και  τον ίδιο το διάβολο, και αφού έγιναν «ήρωες στον πόλεμο και έτρεψαν σε φυγή εχθρικά στρατεύματα»«πέτυχαν την πραγματοποίηση των υποσχέσεων του Θεού»(Εβρ.11, 34,33) και μπήκαν νικητές «στα ενδότερα του καταπετάσματος, όπου μπήκε πριν από μας και για χάρη μας» ο Θεός Λόγος που ποτέ δεν βγήκε, (Εβρ. 6, 19-20), ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, που έγινε παράδειγμα ασκήσεως και  αγωγής.
Ο εσωτερικός μας άνθρωπος «δημιουργημένος» από τον Θεό ως θεοειδής, καταστρέφεται, μαραίνεται, ξηραίνεται και σιγά-σιγά  πεθαίνει από κάθε κακό και αμαρτωλό, από κάθε θανατηφόρο, από κάθε δαιμονικό. Για να   αποφύγει ο άνθρωπος αυτή την επίδραση και να γίνει θνητός και νεκρός πνευματικά, πρέπει να καλλιεργεί πάντοτε την ευαγγελική πίστη και να  τηρεί τις  χριστοφόρες αρετές, τις οποίες ο Κύριός μας μάς παρέδωσε, τη νηστεία και  την  προσευχή. Έτσι ενισχύεται η ψυχή του, ο νους του, η συνείδησή του και  η θέλησή του, καθότι«όλα είναι δυνατά γι’ αυτόν που πιστεύει»(Μάρκ. 9, 23).
Αποκτώντας την θεία δύναμη που πάντοτε νικά, για  την  οποίαν ο Παύλος αναφέρει «πάρτε δύναμη από τον ισχυρό Κύριο»(Εφεσ. 6, 10). Σ’ αυτόν τον  κόσμο, στον οποίον παροικεί ο διάβολος, αν κανείς θέλει να είναι νικητής, πρέπει να  αποκτήσει πνεύμα Χριστού, να ενδυναμωθεί με την ευαγγελική εν Κυρίω ζωή και   με τη δική του δύναμη· «παίρνοντας δύναμη από τον ισχυρό και δοξασμένο Θεό»(Κολ. 1, 11), «να κατοικήσει ο Χριστός στις καρδιές σας με την πίστη» (Εφεσ. 3, 17). Το μυστήριο του Χριστού αποκαλύπτεται στην ανθρώπινη ψυχή μόνο από το Άγιο Πνεύμα, και  αυτός είναι ο αναλλοίωτος κανόνας της χριστογνωσίας. Σ’ αυτό το  παναιώνιο, το πάναγνο και πανάγιο μυστήριο, στο ευαγγέλιο του Χριστού και της Εκκλησίας του, έφθασε ο μέγιστος Απόστολος Παύλος, αλλά και οι άλλοι συναπόστολοί του με   τις  θαυμαστές οπτασίες, για να  αποκαλύψουν σε όλους μας, «πως πραγματοποιείται αυτό το μυστήριο που ήταν κρυμμένο απαρχής στον Θεό, που δημιούργησε τα πάντα διά του Ιησού Χριστού»(Εφεσ. 3, 9), και έτσι να  γνωρίσουμε, «πόσο πλούσιο  κι  ένδοξο είναι το μυστήριο αυτό που εκτείνεται και στους ειδωλολάτρες. Και το μυστήριο αυτό δεν είναι άλλο παρά ο Χριστός, που βρίσκεται ανάμεσά σας και αποτελεί την ελπίδα της συμμετοχής σας στη μελλοντική δόξα»(Κολ. 1, 27), και να κηρύξει τέλος ο θεόνους Παύλος· «να δώσει ο Θεός νέες ευκαιρίες, ώστε να διακηρύξουμε το μυστήριο της σωτηρίας που προσφέρει ο Χριστός, για το οποίο και είμαι τώρα φυλακισμένος»(Κολ. 4, 3), «αυτό το μυστήριο δεν το φανέρωσε ο Θεός προηγουμένως στους ανθρώπους· το αποκάλυψε τώρα με το Άγιο Πνεύμα του στους αγίους αποστόλους και προφήτες του. Το μυστήριο αυτό είναι ότι με το έργο του Χριστού και οι ειδωλολάτρες λαμβάνουν μέρος στην κληρονομιά μαζί με τους Ιουδαίους, αποτελούν μέλη του ιδίου σώματος του Χριστού και μετέχουν στις υποσχέσεις του Θεού. Αυτό το ευαγγέλιο διακονώ κι εγώ με τη χάρη που μου δώρισε ο Θεός, δείχνοντας έτσι τη μεγάλη του δύναμη»(Εφεσ. 3, 5-7).
(Γέροντος Ιωσήφ, Εκ του θανάτου εις την ζωήν, Ψυχωφελή Βατοπαιδινά 3, σ. 49-64, σε νεοελληνική απόδοση)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου