ΜΕΓΑΛΗ, ἀγαπητοί μου, ἡ σημερινὴ ἑορτή. Δὲν εἶνε ἑορτὴ ἑνὸς ἁγίου.
Ὀνομάζεται δεσποτικὴ ἑορτή. Ἕνας εἶνε ὁ Δεσπότης, ὁ Κύριος ποὺ ἐξουσιάζει τὰ πάντα, ὁ Ἀφέντης ὅπως τὸν ἔλεγε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός· ὁ Χριστός.
Αὐτὸς εἶνε πράγματι ἀφέντης.
Ὅσοι ἄλλοι παρουσιάζονται μὲ κάποια ἐξουσία, εἶνε μπροστά του πελώρια μηδενικά. Δεσποτικὲς ἑορτὲς εἶνε τὰ Χριστούγεννα, ἡ Περιτομή, ἡ Ὑπαπαντή, ἡ Μεταμόρφωσις, κορυφαία δεσποτικὴ ἑορτὴ ἡ Ἀνάστασις, καὶ ἐπιστέγασμα τοῦ κύκλου τῆς θείας οἰκονομίας ἡ Ἀνάληψις.
Τί εἶνε ἡ Ἀνάληψις; Οἱ Χριστιανοί μας ἔχουν ἄγνοια.
Στὴν Ἀθήνα σὲ μιὰ συγκέντρωσι παιδιῶν τὰ ρωτοῦσα πόσες εἶνε οἱ ἐντολὲς τοῦ Κυρίου. Κανένα δὲν τὶς εἶπε.
Ἐμεῖς, μικρὰ παιδιὰ κοντὰ στὴ γιαγιά μας, μετρούσαμε τὶς ἐντολὲς μὲ τὰ δάχτυλα· πρώτη…, δευτέρα…, τρίτη…, μέχρι τὴ δεκάτη.
Τὸ «Πιστεύω» τὸ ξέραμε ὅλοι ἀπ᾽ ἔξω, τὸ «Πάτερ ἡμῶν» ἀπ᾽ ἔξω.
Τώρα ἄγνοια! Δὲν ὑπάρχει πλέον ἐκκλησιαστικὸ ἐνδιαφέρον σ᾽ αὐτὴ τὴν πατρίδα, ποὺ εἶνε ποτισμένη μὲ αἵματα μαρτύρων καὶ ἁγίων.
Τί εἶνε λοιπὸν ἡ Ἀνάληψις; ποιό γεγονὸς ἑορτάζουμε; Συντόμως θὰ τὸ ἀναπτύξω.
Καὶ ἡ ἐπιστήμη τὸ λέει, ἀδελφοί μου, ὅτι ἦταν κάποτε ἐποχὴ ποὺ δὲν ὑπῆρχε τίποτα.
Ἡ ὕλη δὲν εἶνε ἀθάνατη· εἶνε φθαρτή, καὶ ὡς φθαρτὴ δὲν ἔχει αἰωνία προέλευσι.
Ἦταν ἐποχὴ ποὺ δὲν ὑπῆρχε ἥλιος, σελήνη, ἄστρα, γαλαξίες· δὲν ὑπῆρχαν ποταμοί, λίμνες, θάλασσες, ὠκεανοί· δὲν ὑπῆρχαν βουνὰ καὶ κάμποι, δέντρα καὶ λουλούδια, ζῷα καὶ πουλιά· ἦταν ἐποχὴ ποὺ δὲν ὑπῆρχε ἄνθρωπος.
Δὲν ὑπῆρχε ὅμως ποτέ ἐποχὴ ―αὐτὸ διακηρύττουμε στὸ Σύμβολο τῆς πίστεως― ποὺ νὰ μὴν ὑπάρχῃ ὁ Χριστός! Αἰώνιος ὁ Χριστός, ἄναρχος· αὐτή εἶνε ἡ πίστις μας.
Ὁ Υἱός, τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς ἁγίας Τριάδος, ὑπῆρχε πάντοτε, «πρὸ πάντων τῶν αἰώνων» (Σύμβ. πίστ.).
Ὁ Υἱὸς ἦταν στοὺς οὐρανοὺς περιβαλλόμενος ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους. Ἀλλ᾽ ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔπεσε καὶ διεφθάρη καὶ καμμία ἄλλη δύναμι δὲν μποροῦσε νὰ τὸν σώσῃ, τότε τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Θεότητος ἦρθε στὴ γῆ.
Ἔχετε δεῖ ποτὲ ἀετό; Εἶδα ἐγὼ ἀετὸ πάνω στὰ ψηλὰ βουνὰ τῆς Πίνδου. Πρὸ τοῦ ἐνδόξου ἀλβανικοῦ πολέμου τοῦ ᾽40, ἕνας τσοπᾶνος μοῦ λέει· Κοίταξε τὸν οὐρανό. Κοιτάζω ἐπάνω· δὲν ἔβλεπα παρὰ ἕνα στίγμα, μιὰ τελεία. Ἄ, αὐτὸ εἶνε ἀετός, μοῦ λέει, τὸ διακρίνω ἐγὼ ἀπὸ τὴν κίνησί του. Τὸ στίγμα πράγματι μεγάλωσε, διέγραψε κύκλους – κύκλους, καὶ ἦρθε καὶ κάθησε πάνω σ᾽ ἕνα βράχο.
Καὶ ἦταν χρυσάετος παρακαλῶ, προμήνυμα τῆς ἐνδόξου νίκης ποὺ στεφάνωσε τὰ ἑλληνικά ὅπλα! Σὰν ἀετὸς λοιπὸν ὁ Χριστὸς κατέβηκε ἐδῶ στὴ γῆ ―εἶνε ἐπίσης δόγμα τῆς πίστεώς μας―, ἔλαβε σάρκα ἀπὸ τὰ πάναγνα αἵματα τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ παρουσιάστηκε πλέον ὡς ἄνθρωπος, ὡς ὁ πιὸ ταπεινὸς ἄνθρωπος.
Ταπεινὸς ἄνθρωπος! Δὲν ὑπάρχει ἄλλος τόσο ταπεινός.
Γεννήθηκε ἀπὸ πτωχὴ μητέρα σὲ μιὰ σπηλιὰ μὲ δυσοσμία ζῴων.
Τριάντα χρόνια ἔζησε ἄγνωστος, κι ὅταν ἐμφανίσθηκε δημοσίως ἔζησε ὡς ὁ πιὸ φτωχός.
Σὲ κάποιον, ποὺ θέλησε νὰ τὸν ἀκολουθήσῃ, τοῦ εἶπε·
Τὰ πουλιὰ κ᾽ οἱ ἀλεποῦδες ἔχουν φωλιές, «ὁ δὲ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ» (Ματθ. 8,20· Λουκ. 9,58).
Ἂς ἔρθουν αὐτοὶ ποὺ κάνουν τὸ σοσιαλιστὴ καὶ τὸν κομμουνιστὴ νὰ δοῦν ποιόν ἔχουν ἀρχηγὸ οἱ Χριστιανοί.
Ὁ Χριστὸς δὲν εἶχε «ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ», καὶ τέλος ἔκλινε τὴν κεφαλὴ ὄχι σὲ μαξιλάρια ἀλλὰ σὲ ἀγκάθινο στεφάνι πάνω στὸ σταυρό. Αὐτὸς εἶνε «ὁ ἀρχηγὸς τῆς σωτηρίας ἡμῶν» (Παρακλ. ἦχ. πλ. α΄, Σάβ. ἑσπ., στιχ. ἀνατ.).
Οἱ γραμματεῖς, οἱ φαρισαῖοι καὶ οἱ ἰσχυροὶ τῆς ἡμέρας ἔβλεπαν τὸ Ναζωραῖο ὡς ἕνα ἀσήμαντο ἄνθρωπο.
Ἀλλ᾽ ὅταν ἄνοιξε τὸ στόμα του καὶ ἄκουσαν τὰ λόγια του κι ὅταν εἶδαν τὰ θαύματά του, ἔμειναν ὅλοι κατάπληκτοι.
Γι᾽ αὐτὸ τὴν ἡμέρα τῶν βαΐων ἔλεγαν μὲ θαυμασμό· «Ποιός εἶν᾽ αὐτός;» (Ματθ. 21,10)· αὐτὸς διαφέρει ἀπ᾽ ὅλους τοὺς ἄλλους.
Ἀκολούθησε κατόπιν ἡ σταυρικὴ θυσία καὶ ἡ ἀνάστασί του.
Καὶ ὅταν μετὰ σαράντα μέρες, σὰν σήμερα, ἀνελήφθη, δὲν ἀποροῦσαν μόνο οἱ ἄνθρωποι· ἀποροῦσαν καὶ οἱ ἄγγελοι στοὺς οὐρανοὺς κ᾽ ἔλεγαν τὸν ἴδιο λόγο, ἐκεῖνο πού ᾽χε ἀκούσει προφητικῶς ὁ Ἠσαΐας· «Τίς οὗτος;» (Ἠσ. 63,1).
Ἐκεῖ λοιπὸν ποὺ ὁ Χριστὸς ἀποχαιρετοῦσε τοὺς μαθητὰς στὸ Ὄρος τῶν ἐλαιῶν καὶ τοὺς εὐλογοῦσε, τὰ πόδια του, ποὺ δὲν εἴμαστε ἄξιοι νὰ τὰ φιλήσουμε, τὰ πόδια ποὺ περπάτησαν ἀπὸ πόλι σὲ πόλι κι ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριὸ γιὰ νὰ βροῦν τὸ ἀπολωλὸς καὶ τέλος καρφώθηκαν στὸ σταυρὸ καὶ βάφτηκαν μὲ τὸ τίμιο αἷμα του, τὰ γυμνὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ, ἄρχισαν νὰ μὴ πατοῦν πλέον πάνω στὴ γῆ.
―Μὰ πῶς ὑψώθηκε ἐπάνω;… Ἄνθρωπε, ἂν ἐμεῖς βρήκαμε τρόπους νὰ πετᾶμε στὸν ἀέρα, ἦταν δύσκολο αὐτὸ στὸ Χριστό;
Τὸν παρέλαβε νεφέλη καὶ τὸν ἀνέβαζε ἐπάνω, ἐνῷ οἱ μαθηταὶ ἔμειναν ἐκεῖ νὰ κοιτάζουν ἔκθαμβοι. Τότε ἕνας ἄγγελος τοὺς εἶπε· Τί κάθεστε κοιτάζοντας στὸν οὐρανό;
Αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς, ποὺ τώρα ἀνελήφθη ἀπὸ σᾶς, ἔτσι θὰ ξαναέρθῃ. Θὰ ξαναέρθῃ! – ἄλλη ἀλήθεια τῆς πίστεώς μας αὐτή.
Ὅσο εἴμαστε βέβαιοι, ὅτι αὔριο ξημερώνει Παρασκευή, τόσο νὰ εἴμαστε βέβαιοι, ἀδελφοί μου, ὅτι θὰ ἔρθῃ πάλι ὁ Χριστός. Θὰ ἔρθῃ ὄχι πλέον ὡς ἀδύναμος ἄνθρωπος, ἀλλὰ μὲ δόξα μεγάλη, μετὰ ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων. Θὰ ἔρθῃ ὁ Κύριος κατὰ τὴ Δευτέρα παρουσία ὄχι πλέον γιὰ νὰ διδάξῃ, ἀλλὰ γιὰ νὰ δικάσῃ. Ναί, θὰ δικάσῃ.
Ἐκεῖ θὰ εἶμαι κ᾽ ἐγώ, ἐκεῖ θὰ εἶστε κ᾽ ἐσεῖς, ἐκεῖ ὅλοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, γιὰ νὰ δώσουμε λόγο τῶν πράξεών μας ἐνώπιον τοῦ ἀδεκάστου Δικαστηρίου.
* * *Ἡ Ἀνάληψις τοῦ Κυρίου μᾶς βάζει σὲ σκέψι.
Τί εἶνε, ἀδελφοί μου, αὐτὴ ἡ γῆ ποὺ κατοικοῦμε, γιὰ τὴν ὁποία γίνονται τόσοι πόλεμοι μεταξὺ τῶν λαῶν; Φανταστῆτε νὰ παλεύουν δύο μεταξύ τους.
Τοὺς ρωτᾶτε, Γιατί σκοτώνεστε; καὶ σᾶς ἀπαντοῦν· Γιὰ ἕνα κόκκο ἄμμου. Αὐτὸ γίνεται τώρα. Ἡ γῆ μας ἐν σχέσει μὲ τὸ σύμπαν τί εἶνε; ἕνα κουκκὶ ἄμμου.
Ἀξίζει λοιπὸν γιὰ τὸν κόκκο αὐτὸ νὰ σκοτωνώμεθα;
Δὲν ὑπάρχει μόνο ἡ γῆ. Δὲν εἶνε αὐτὴ ἡ μόνιμη κατοικία μας. Ἐδῶ εἴμεθα προσωρινοί.
Ἡ γῆ εἶνε ξενοδοχεῖο. Ὅταν πᾶς σ᾽ ἕνα ξενοδοχεῖο καὶ μείνῃς μία – δύο μέρες, δὲ λὲς Τὸ ξενοδοχεῖο εἶνε δικό μου. Κάποιος φιλόσοφος μοναχὸς ἔγραψε γιὰ τὸ κελλί του· «Κελλίον μου κελλίον μου, σήμερον ἐμοῦ, αὔριον ἑτέρου, καὶ οὐδέποτέ τινος».
Φιλοξενούμεθα δωρεὰν στὸ ξενοδοχεῖο ποὺ λέγεται γῆ, καὶ σήμερα – αὔριο φεύγουμε ἀπὸ ᾽δῶ γιὰ τὴν πατρίδα μας.
Ρώτησαν ἕνα φιλόσοφο πρὸ Χριστοῦ·
―Ποιά εἶνε ἡ πατρίδα σου;
―Περιμένετε, λέει· κι ὅταν νύχτωσε καὶ βγῆκαν τὰ ἄστρα, τοὺς ἔδειξε τὸν οὐρανό.
―Ἐκεῖ εἶνε ἡ πατρίδα μου!
Ὁ οὐρανὸς εἶνε ἡ πατρίδα μας. «Οὐκ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν» (Ἑβρ. 13,14), ἔλεγε ὁ ἀπόστολος Παῦλος.
Στὴ θεία Λειτουργία ἀκοῦμε·
«Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας», ὑψῶστε τὶς καρδιές σας πρὸς τὰ ἄνω. Τὴν ὥρα αὐτὴ οἱ Χριστιανοὶ μέσ᾽ στὴν ἐκκλησία δὲν πατοῦν στὸ γήινο ἔδαφος· ὁ τόπος εἶνε ἱερός.
Ἄλλωστε καὶ ἡ ἐτυμολογία τῆς λέξεως ἄνθρωπος σημαίνει τὸ ὂν ποὺ τείνει πρὸς τὰ ἄνω καὶ ποθεῖ νὰ δῇ τὸν οὐρανό.
Μὴ μένουμε λοιπὸν στραμμένοι πρὸς τὰ κάτω ὅπως οἱ χοῖροι ποὺ ἔχουν τὸ κεφάλι συνεχῶς στὴ γῆ. Εἴμεθα ἄνθρωποι, μὴ γινώμεθα κτήνη.
Ὑπάρχει οὐρανός, ὑπάρχουν ἄστρα, ὑπάρχουν τόσο ὡραῖα πράγματα.
Οἱ φιλόσοφοι εἶπαν, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶνε πολυδιάστατος· εἶνε καὶ πνευματικὸ καὶ σωματικὸ καὶ κοινωνικὸ καὶ οἰκονομικὸ καὶ φιλοσοφικὸ ὄν, ἀλλὰ πρὸ παντὸς ―πάρτε κιμωλία καὶ γράψτε― ἄνθρωπος ἴσον· μεταφυσικὸ ὄν.
Ἔχει ῥίζα μεταφυσική, νοσταλγεῖ τὸν οὐρανό. Ὅταν πέθαινε ὁ Σωκράτης, τὸν ρώτησαν·
―Τί νὰ κάνουμε τὸ σῶμα σου; Καὶ αὐτὸς τοὺς εἶπε·
―Τὸ σῶμα δὲν εἶνε ὁ Σωκράτης· ὁ Σωκράτης τώρα πηγαίνει ἀλλοῦ, σ᾽ ἕνα κόσμο ἀθάνατο.
Ἡ Ἐκκλησία πάντοτε, ἀλλ᾽ ἰδιαιτέρως τώρα μὲ τὴν ἀνάληψι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, στρέφει τὸ νοῦ μας καὶ μᾶς προετοιμάζει γιὰ τὸν οὐρανό.
Ἐκεῖ νὰ πιστεύουμε κ᾽ ἐμεῖς. Ψηλά ἡ καρδιὰ καὶ ὁ νοῦς, σὰν ἀετοὶ καὶ ὄχι σὰν σαῦρες καὶ χοῖροι. «Τὸ πολίτευμα ἡμῶν ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει» (Φιλ. 3,20).
Στὶς πόλεις καὶ τὰ χωριά μας κανείς ἄθεος, κανείς βλάσφημος, κανένα διαζύγιο, καμμιά μοιχεία, καμμιά πορνεία, καμμιά κλοπὴ καὶ ἀπάτη.
Ὅλοι ἑνωμένοι ―μιὰ ψυχή, ἕνας λαός!― πάντοτε κοντὰ στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἑνώνει τοὺς ἀνθρώπους.
Ἐκεῖ ὅλοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, νὰ συγκεντρωνώμεθα, ν᾽ ἀνοίγουμε τὰ στόματά μας καὶ σὰν μιὰ κιθάρα νὰ ὑμνοῦμε Ἰησοῦν Χριστὸν ἐσταυρωμένον, ἀναστάντα καὶ ἀναληφθέντα εἰς τοὺς οὐρανούς· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλια του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ἱ. ναὸ της Ἀναλήψεως Ἀμυνταίου 8-6-1989
enromiosini.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου