Έλπίς μου ὁ Πατήρ, καταφυγή μου ὁ Υἱός, Σκέπη μου τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. Τριὰς Ἁγία, δόξα Σοι.

Δεῦτε ἀπὸ θέας Γυναῖκες εὐαγγελίστριαι, καὶ τῇ Σιὼν εἴπατε· Δέχου παρ΄ ἡμῶν Χαρᾶς Εὐαγγέλια, Τῆς Ἀναστάσεως Χριστοῦ. Τέρπου, χόρευε, καὶ ἀγάλλου Ἱερουσαλήμ, τὸν Βασιλέα Χριστόν, θεασαμένη ἐκ τοῦ μνήματος, ὡς Νυμφίον προερχόμενον.


Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2013

«Θάρρος κόρη μου. Η πίστη σου σε έσωσε. Πήγαινε και έχε ειρήνη».

 
40 Στο μεταξύ, όταν ο Ιησούς επέστρεψε, τον υποδέχτηκε ο λαός, γιατί όλοι τον καρτερούσαν.
41 Ήρθε τότε κάποιος, που λεγόταν Ιάειρος και ο οποίος ήταν άρχοντας της συναγωγής, κι έπεσε στα πόδια του Ιησού και τον παρακαλούσε να επισκεφτεί το σπίτι του,
42 γιατί είχε μια μοναχοκόρη, ηλικίας δώδεκα χρόνων περίπου, κι αυτή πέθαινε. Και καθώς αυτός προχωρούσε, τον συμπίεζαν τα πλήθη.

43 Και μια γυναίκα, που είχε αιμορραγία δώδεκα χρόνια, και η οποία είχε ξοδέψει όλο το βιος της στους γιατρούς, χωρίς να κατορθώσει να βρει τη γιατρειά της από κανέναν,
44 πλησίασε από πίσω και άγγιξε την άκρη του ρούχου του, κι αμέσως η αιμορραγία της σταμάτησε!
45 Τότε ο Ιησούς είπε: Ποιος είναι αυτός που με άγγιξε;». Κι επειδή όλοι αρνιόνταν, του είπε ο Πέτρος, καθώς κι εκείνοι που ήταν μαζί του: «Δάσκαλε, οι όχλοι σε συμπιέζουν και σε θλίβουν, και ρωτάς: Ποιος είναι αυτός που με άγγιξε;».
46 Αλλ' ο Ιησούς είπε: «Κάποιος με άγγιξε, γιατί το ένιωσα εγώ που βγήκε δύναμη από μένα».
47 Τότε η γυναίκα, σαν είδε ότι δεν έμεινε απαρατήρητη, παρουσιάστηκε τρέμοντας κι αφού έπεσε στα πόδια του, του είπε μπροστά σε όλο το λαό για ποιο λόγο τον άγγιξε και ότι γιατρεύτηκε μεμιάς.
48 Κι εκείνος της είπε: «Θάρρος κόρη μου. Η πίστη σου σε έσωσε. Πήγαινε και έχε ειρήνη».

49 Κι ενώ αυτός συνέχιζε ακόμα να μιλάει, έρχεται κάποιος από το σπίτι του αρχισυνάγωγου και του λέει: «Η κόρη σου πέθανε. Μην ενοχλείς πια το Δάσκαλο».
50 Ο Ιησούς όμως, όταν το άκουσε, του είπε: «Μη φοβάσαι, μόνο πίστευε, και θα σωθεί».
51 Κι όταν έφτασε στο σπίτι, δεν άφησε κανέναν να μπει μέσα παρά μονάχα τον Πέτρο, τον Ιωάννη και τον Ιάκωβο, καθώς και τον πατέρα του κοριτσιού και τη μητέρα.
52 Κι όλοι έκλαιγαν και οδύρονταν γι' αυτήν, αλλ' ο Ιησούς είπε: «Μην κλαίτε, δεν πέθανε, απλώς κοιμάται».
53 Μα εκείνοι γελούσαν περιφρονητικά σε βάρος του, γιατί το ήξεραν πως πέθανε.
54 Τότε ο Ιησούς, αφού τους έβγαλε όλους έξω, έπιασε το χέρι της και είπε με δυνατή φωνή: «Κοριτσάκι, σήκω»!
55 Κι επέστρεψε το πνεύμα της και σηκώθηκε αμέσως! Κατόπιν διέταξε να της δώσουν να φάει.
56 Κι έμειναν κατάπληκτοι οι γονείς της. Ο Ιησούς τους παράγγειλε ακόμα να μην πουν το γεγονός σε κανέναν.

Κατά Λουκά 8  (Λόγος)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου