2 Έπειτα τους έστειλε για να διακηρύττουν τη βασιλεία του Θεού και να γιατρεύουν τους αρρώστους.
3 Τους είπε λοιπόν: «Μην κουβαλάτε τίποτε στο δρόμο, ούτε ράβδο ούτε σακίδιο ούτε ψωμί ούτε χρήματα ούτε να έχετε από δύο πουκάμισα.
4 Και σε όποιο σπίτι μπείτε, εκεί να μένετε και από εκεί να αναχωρείτε.
5 Και σε όσες περιπτώσεις δε σας δεχτούν, καθώς εγκαταλείπετε την πόλη εκείνη τινάξτε ακόμα και τη σκόνη από τα πόδια σας για μαρτυρική απόδειξη εναντίον τους».
6 Έκαναν λοιπόν εξορμήσεις και περιόδευαν ένα ένα τα χωριά διαδίδοντας το καλό μήνυμα και θεραπεύοντας παντού.
7 Άκουσε και ο Ηρώδης όλα όσα έκανε ο Ιησούς και βρισκόταν σε μεγάλη απορία, γιατί μερικοί έλεγαν ότι ο Ιωάννης έχει αναστηθεί από τους νεκρούς·
8 άλλοι έλεγαν ότι εμφανίστηκε ο Ηλίας κι άλλοι ότι αναστήθηκε κάποιος από τους αρχαίους προφήτες.
9 Και είπε ο Ηρώδης: «Τον Ιωάννη, εγώ, τον αποκεφάλισα. Ποιος, λοιπόν, είναι αυτός, για τον οποίο ακούω τέτοια πράγματα;». Και ζητούσε να τον δει.
10 Όταν οι απόστολοι επέστρεψαν, διηγήθηκαν στον Ιησού όσα έκαναν. Τους πήρε τότε ιδιαιτέρως μαζί του και αποτραβήχτηκε σε κάποια ερημική τοποθεσία, που ανήκει σε μια πόλη που ονομάζεται Βηθσαϊδά.
11 Το έμαθαν όμως τα πλήθη και τον ακολούθησαν. Κι αυτός, αφού τους δέχτηκε, άρχισε να τους μιλάει για τη βασιλεία του Θεού και όσους είχαν ανάγκη από θεραπεία τους θεράπευε.
12 Στο μεταξύ η μέρα άρχισε να φτάνει στο τέλος της. Τον πλησίασαν λοιπόν οι δώδεκα και του είπαν: «Απέλυσε τον κόσμο, για να πάνε και να βρουν κατάλυμα και φαγώσιμα στα γύρω χωριά και στις αγροικίες, γιατί εδώ που βρισκόμαστε είναι ερημιά».
13 Τότε ο Ιησούς τους είπε: «Δώστε τους εσείς να φάνε». Κι απάντησαν εκείνοι: «Εμείς δεν έχουμε τίποτε περισσότερο από πέντε ψωμιά και δυο ψάρια, εκτός πια κι αν πάμε ν' αγοράσουμε τρόφιμα για όλο αυτόν τον κόσμο!».
14 Γιατί ήταν γύρω στους πέντε χιλιάδες άντρες. Είπε τότε στους μαθητές του: «Βάλτε τους να καθίσουν καταγής για φαγητό κατά ομάδες των πενήντα ατόμων».
15 Έτσι κι έκαναν λοιπόν και τους έβαλαν όλους να καθίσουν για φαγητό.
16 Πήρε τότε ο Ιησούς τα πέντε ψωμιά και τα δύο ψάρια κι αφού ανασήκωσε το βλέμμα του στον ουρανό, τα ευλόγησε. Έπειτα τα έκοψε σε κομμάτια και άρχισε να τα δίνει στους μαθητές του για να τα προσφέρουν στον κόσμο.
17 Έφαγαν λοιπόν όλοι και χόρτασαν, και σήκωσαν τα κομμάτια που τους περίσσεψαν, δώδεκα κοφίνια γεμάτα!
18 Μια άλλη φορά, καθώς ο Ιησούς προσευχόταν μόνος του, μαζεύτηκαν κοντά του οι μαθητές κι εκείνος τους ρώτησε:
19 «Ποιος λέει ο κόσμος ότι είμαι;». Και οι μαθητές αποκρίθηκαν: «Ο Ιωάννης ο Βαφτιστής, άλλοι πάλι, ο Ηλίας, κι άλλοι ότι αναστήθηκε ένας από τους αρχαίους προφήτες».
20 Τότε τους ρώτησε: «Αλλά εσείς; Ποιος λέτε πως είμαι;». Αποκρίθηκε ο Πέτρος και είπε: «Ο Χριστός του Θεού».
21 Κι εκείνος αφού τους έκανε αυστηρές συστάσεις, τους πρόσταξε να μην το πουν αυτό σε κανέναν,
22 διευκρινίζοντας πως ο Γιος του Ανθρώπου πρέπει να πάθει πολλά και να αποδοκιμαστεί από τους πρεσβυτέρους και από τους αρχιερείς και από τους νομοδιδασκάλους και να θανατωθεί και την τρίτη μέρα να αναστηθεί.
ξξ ξξξξξ
23 Κι έλεγε σε όλους: «Όποιος θέλει να με ακολουθεί, ας απαρνηθεί τον εαυτό του και ας σηκώνει καθημερινά το σταυρό του και ας με ακολουθεί.24 Γιατί όποιος θέλει να σώσει τη ζωή του θα τη χάσει, και όποιος χάσει τη ζωή του για χάρη μου, αυτός θα τη σώσει.
25 Τι ωφελείται επομένως ο άνθρωπος έστω κι αν κερδίσει όλο τον κόσμο αλλά χαθεί ο ίδιος ή ζημιωθεί;
26 Γιατί όποιος ντραπεί για μένα και τη διδαχή μου, γι' αυτόν θα ντραπεί και ο Γιος του Ανθρώπου όταν έρθει με τη δόξα τη δική του, του πατέρα και των αγίων αγγέλων.
27 Και σας βεβαιώνω, πως πραγματικά υπάρχουν μερικοί απ' αυτούς που στέκονται εδώ, οι οποίοι δε θα γευτούν θάνατο ώσπου να δουν τη βασιλεία του Θεού».
28 Είχαν περάσει οχτώ περίπου μέρες αφότου είπε τα λόγια αυτά, όταν πήρε μαζί του τον Πέτρο, τον Ιωάννη και τον Ιάκωβο και ανέβηκε στο βουνό για να προσευχηθεί.
29 Και την ώρα που προσευχόταν η όψη του προσώπου του άλλαξε και τα ρούχα του έγιναν λευκά αστραποβόλα.
30 Και ξαφνικά είδαν να συνομιλούν μαζί του δυο άντρες. Κι αυτοί ήταν ο Μωυσής και ο Ηλίας,
31 που φανερώθηκαν περιβλημένοι με δόξα και μιλούσαν για το θάνατό του, που επρόκειτο να πραγματοποιηθεί στην Ιερουσαλήμ.
32 Και παρόλο που τον Πέτρο κι εκείνους που ήταν μαζί του τους βάραινε η νύστα, εντούτοις ξαγρύπνησαν και είδαν τη δόξα του και τους δύο άντρες που στέκονταν μαζί του.
33 Έτσι, λοιπόν, την ώρα που εκείνοι αποχωρίζονταν απ' αυτόν, είπε ο Πέτρος στον Ιησού: «Δάσκαλε, καλά είναι να μείνουμε εδώ και να στήσουμε τρεις σκηνές, μια για σένα, μια για τον Μωυσή και μια για τον Ηλία», χωρίς να συνειδητοποιήσει τι λέει!
34 Κι ενώ τα έλεγε αυτά, ήρθε και τους σκέπασε μια νεφέλη και φοβήθηκαν μόλις εκείνοι μπήκαν μέσα στη νεφέλη.
35 Τότε ακούστηκε μια φωνή από τη νεφέλη, που έλεγε: «Αυτός είναι ο Γιος μου ο αγαπητός. Αυτόν ν' ακούτε»!
36 Και μόλις ακούστηκε η φωνή, ο Ιησούς βρέθηκε μόνος. Κι αυτοί δε μίλησαν, και τις μέρες εκείνες δε διηγήθηκαν σε κανέναν τίποτε απ' όσα είχαν δει.
37 Όταν λοιπόν την άλλη μέρα κατέβηκαν από το βουνό, τους συνάντησε πολύς κόσμος.
38 Εμφανίστηκε τότε κάποιος μέσα από το πλήθος και είπε φωναχτά: «Δάσκαλε, σε ικετεύω ρίξε μια ματιά στο γιο μου, που είναι το μοναχοπαίδι μου,
39 γιατί τον κυριεύει κάποιο πνεύμα και τον κάνει ξαφνικά να φωνάζει και να σπαρταράει βγάζοντας αφρούς και πολύ δύσκολα τον εγκαταλείπει, με αποτέλεσμα να τον εξαντλεί τελείως.
40 Και τους μαθητές σου τους ικέτεψα να το βγάλουν αλλά δεν μπόρεσαν».
41 Αποκρίθηκε τότε ο Ιησούς και είπε: «Άπιστη γενιά και διαστραμμένη! Ως πότε θα βρίσκομαι ανάμεσά σας και θα σας υπομένω; Φέρε εδώ το γιο σου».
42 Και καθώς ακόμα αυτός προχωρούσε για να πλησιάσει τον Ιησού, τον έριξε κάτω το δαιμόνιο κάνοντάς τον να σπαρταράει ολόκληρος. Τότε ο Ιησούς επιτίμησε το δαιμονικό πνεύμα και γιάτρεψε το παιδί και τον παρέδωσε στον πατέρα του.
43 Κι όλοι έμεναν κατάπληκτοι μπρος στο μεγαλείο του Θεού!
44 Έτσι, ενώ όλοι θαύμαζαν για όλα όσα έκανε ο Ιησούς, εκείνος είπε στους μαθητές του: «Εντυπώστε στην ακοή σας τα λόγια τούτα: Ο Γιος του Ανθρώπου θα παραδοθεί εξάπαντος σε χέρια ανθρώπων».
45 Εκείνοι όμως δεν μπορούσαν να μπουν στο νόημα των λόγων αυτών, καθώς ήταν συγκαλυμμένο γι' αυτούς για να μην το καταλάβουν. Μα και να τον ρωτήσουν για το νόημα των λόγων αυτών δεν τολμούσαν.
46 Στο μεταξύ μπήκε μέσα τους η σκέψη για το ποιος απ' αυτούς είναι ο ανώτερος.
47 Ο Ιησούς όμως, που είδε το στοχασμό της καρδιάς τους, πήρε ένα παιδί, το έβαλε να σταθεί κοντά του
48 και τους είπε: «Όποιος δεχτεί το παιδί αυτό στο όνομά μου, εμένα δέχεται. Και όποιος δεχτεί εμένα, δέχεται εκείνον που με απέστειλε. Όποιος, επομένως, είναι ο πιο ασήμαντος ανάμεσα σε όλους σας, αυτός είναι ο ανώτερος».
49 Μίλησε τότε ο Ιωάννης και είπε: «Δάσκαλε, είδαμε κάποιον να βγάζει δαιμόνια στ' όνομά σου, και τον εμποδίσαμε, γιατί δε μας ακολουθεί».
50 Και ο Ιησούς του αποκρίθηκε: «Μην τον εμποδίζετε, γιατί όποιος δεν είναι εναντίον μας, είναι με το μέρος μας».
51 Κι όταν πια κόντευαν να συμπληρωθούν οι μέρες για την ανάληψή του, έθεσε σαν αμετάκλητο σκοπό του να πάει στην Ιερουσαλήμ.
52 Έτσι, έστειλε αγγελιαφόρους πριν πάει ο ίδιος, οι οποίοι πήγαν και μπήκαν σ' ένα χωριό των Σαμαρειτών, για να κάνουν τις προετοιμασίες για τον ερχομό του.
53 Δεν τον δέχτηκαν όμως οι Σαμαρείτες, επειδή ο σκοπός του ήταν να πάει στην Ιερουσαλήμ.
54 Όταν το είδαν αυτό ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, οι μαθητές του, του είπαν: «Κύριε, θέλεις να ζητήσουμε να κατέβει φωτιά από τον ουρανό και να τους αφανίσει, όπως έκανε ο Ηλίας;».
55 Στράφηκε τότε ο Ιησούς και τους επέπληξε λέγοντας: «Δεν ξέρετε τι είδους πνεύμα πρέπει να σας διακρίνει εσάς.
56 Ο Γιος του Ανθρώπου δεν ήρθε για να εξολοθρέψει ανθρώπινες ψυχές αλλά για να σώσει».
Και ξεκίνησαν για άλλο χωριό.
57 Καθώς βάδιζαν λοιπόν στο δρόμο, του είπε κάποιος: «Θα σε ακολουθήσω, Κύριε, όπου κι αν πας».
58 Κι ο Ιησούς του αποκρίθηκε: «Οι αλεπούδες έχουν καταφύγια και τα πουλιά τ' ουρανού φωλιές. Αλλ' ο Γιος του Ανθρώπου δεν έχει πού να γείρει το κεφάλι του».
59 Είπε επίσης σ' έναν άλλον: «Ακολούθα με».
Κι εκείνος απάντησε: «Κύριε, επίτρεψε μου να πάω και να θάψω πρώτα τον πατέρα μου».
60 Αλλ' ο Ιησούς του είπε: «Άσε τους νεκρούς να θάψουν τους δικούς τους νεκρούς και πήγαινε εσύ και κήρυττε τη βασιλεία του Θεού».
61 Κι ένας άλλος πάλι, διαφορετικός αυτός, του είπε: «Θα σε ακολουθήσω, Κύριε, αλλά επίτρεψέ με πρώτα να αποχαιρετήσω τους δικούς μου».
62 Σ' αυτόν, ο Ιησούς είπε: «Κανένας, που βάζει το χέρι του στο αλέτρι και κοιτάζει κατόπιν πίσω, δεν είναι κατάλληλα προετοιμασμένος για τη βασιλεία του Θεού».
Kατά Λουκά 9
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου