Έλπίς μου ὁ Πατήρ, καταφυγή μου ὁ Υἱός, Σκέπη μου τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. Τριὰς Ἁγία, δόξα Σοι.

Δεῦτε ἀπὸ θέας Γυναῖκες εὐαγγελίστριαι, καὶ τῇ Σιὼν εἴπατε· Δέχου παρ΄ ἡμῶν Χαρᾶς Εὐαγγέλια, Τῆς Ἀναστάσεως Χριστοῦ. Τέρπου, χόρευε, καὶ ἀγάλλου Ἱερουσαλήμ, τὸν Βασιλέα Χριστόν, θεασαμένη ἐκ τοῦ μνήματος, ὡς Νυμφίον προερχόμενον.


Κυριακή 8 Αυγούστου 2021

Εντολή εκκένωσης...



Μοῦ ζήτησαν νὰ φύγω μὲ νοήματα καὶ οὐρλιαχτά,
ν’ ἀφήσω τὸ σπιτικό μου στῆς φωτιᾶς τὸ πέρασμα.

Πρέπει νὰ τρέξω μακρυά, νὰ τρέξω, νὰ σωθῶ·
οἱ ἔχοντες εὐθύνη μὲ ὑπεύθυνα μηνύματα
μέ προειδοποίησαν, πῶς ἂν δείξω δισταγμό,
ἀποποιοῦνται κάθε εὐθύνης.

Λοιπόν, νὰ τρέξω, νὰ σωθῶ·
μὰ πῶς τὸ σπιτικό μου
στῆς φωτιᾶς τὸ πέρασμα
νὰ τὸ ἐγκαταλείψω.


 

Στέκομαι στὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ μου καὶ κοιτῶ τὰ σπλάχνα του,
τὰ σκοτεινά του τὰ δωμάτια ἐκεῖνα ποὺ ἤδη πνίγονται ἀπὸ καπνούς.

Τὸ παίρνω πιὰ ἀπόφαση.
Εἰσέρχομαι, εἰσοδεύω.
Ἴσως προλάβω τελικά, νὰ πάρω τὰ ἀπαραίτητα,
ἐκεῖνα τὰ ἀναγκαῖα, ἴσως καὶ τὰ πολύτιμα.

Μὰ ποιά τὰ ἀπαραίτητα καὶ ποιά τὰ ἀναγκαῖα γιὰ νὰ ζεῖς;
Καὶ τελικά, πολύτιμα ποιά εἶναι;

Χρόνο πολὺ δὲν ἔχω, πρέπει ἀπὸ κάπου ν’ ἀρχίσω νὰ μαζεύω…
ἀπ’ τὸ τραπέζι τὴν εὐωδία τοῦ ψωμιοῦ,
κι ἀπ’ τὸ ντουλάπι τὴ ζεστασιὰ τοῦ ρούχου·
ἀπ’ τὸ γραφεῖο τὶς λέξεις τῶν χαρτιῶν,
κι ἀπ’ τὸ ράφι τὰ λόγια τῶν βιβλίων·
ἀπ’ τὴ γωνιὰ τὰ δάκρυα τοῦ πένθους,
κι ἀπ’ τὸ σαλόνι τὰ τραγούδια τῆς γιορτῆς·
ἀπ’ τὸν καθρέφτη τῆς γυναίκας μου τὴν ὄψη ,
κι ἀπὸ τὸ δάπεδο τὸν μόχθο τῆς ψυχής της·
ἀπ’ τὸ κρεβάτι τὸ νόημα τοῦ ν’ ἀγαπᾶς,
κι ἀπὸ τὴν κούνια τὸ κλάμα ἑνὸς μωροῦ·
ἀπ’ τὸ διάδρομο τὸ τρέξιμο τῶν γιῶν μου,
κι ἀπ’ τὴν καρέκλα τοῦ πατρός μου τὴ σκιά·
ἀπ’ τὸ παράθυρο τὸ φῶς τῆς νέας μέρας,
κι ἀπ’ τὴν αὐλή τοῦ φθινοπώρου τὴ βροχή·
ἀπ’ τὸ καντήλι τὸ σβηστὸ τὴ φλόγα ποὺ δὲν καίει,
κι ἀπ’ τῆς εἰκόνας τὴ μορφὴ τὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ.

Στέκομαι φορτωμένος στὸ κέντρο τοῦ σπιτιοῦ μου.
Πρέπει νά φύγω, τὸ ξέρω·
νὰ τρέξω, δὲν ἔχω ἄλλη ἐπιλογή· νὰ σωθῶ, μὰ πῶς;

Οἱ ρίζες μου ἔχουν χωθεῖ σ’ αὐτὴ τὴ γῆ·
κι ὁ κορμός μου στὸν τόπο αὐτὸ αὐξήθηκε·
κι ἡ φυλλωσιά μου τὸ μέρος αὐτὸ γνωρίζει·
καὶ τὰ πουλιὰ ποὺ κελαηδοῦν στοὺς κλώνους μου,
-οἱ μνήμες καὶ τὰ ὄνειρα, οἱ πόνοι κι οἱ χαρές μου-
ἐδῶ ἔχουν τὶς φωλιές τους.

Μοῦ ζήτησαν νὰ φύγω, νὰ τρέξω, νὰ σωθῶ·
μὰ ἐγὼ στέκομαι ἐδῶ μέσα στὸ σπίτικό μου,
ὡς ἕνα δένδρο γέρικο δίπλα στὰ ἄλλα δένδρα
ποὺ τά ‘καψε ἡ φωτιά.

Νὰ τρέξω λοιπὸν… μὰ πῶς;


π. Μιλτιάδης Ζέρβας

 

https://agios-dimitrios.blogspot.com/2021/08/blog-post_51.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου