Έλπίς μου ὁ Πατήρ, καταφυγή μου ὁ Υἱός, Σκέπη μου τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. Τριὰς Ἁγία, δόξα Σοι.

Δεῦτε ἀπὸ θέας Γυναῖκες εὐαγγελίστριαι, καὶ τῇ Σιὼν εἴπατε· Δέχου παρ΄ ἡμῶν Χαρᾶς Εὐαγγέλια, Τῆς Ἀναστάσεως Χριστοῦ. Τέρπου, χόρευε, καὶ ἀγάλλου Ἱερουσαλήμ, τὸν Βασιλέα Χριστόν, θεασαμένη ἐκ τοῦ μνήματος, ὡς Νυμφίον προερχόμενον.


Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2013

Ρουμάνοι νεομάρτυρες & ομολογητές επί κομουνισμού (2)

«Δεν υπήρξε βασανιστήριο, σωματικό ή ψυχολογικό, που να μη χρησιμοποιήθηκε σ' εκείνο το μέρος». 

Μετά την ανάρτηση του α΄ μέρους του συγκλονιστικών περιπτώσεων σύγχρονων Ρουμάνων ορθόδοξων μαρτύρων & ομολογητών, που βασανίστηκαν ή και θανατώθηκαν φρικτά από το αθεϊστικό καθεστώς Τσαουσέσκου (ο Θεός να τον συγχωρέσει, καθώς και τον Τσουρκάνου & όλους τους δήμιους + βασανιστές), συνεχίζουμε να ανακαλύπτουμε, δόξα τω Θεώ, στο Διαδίκτυο κι άλλες περιπτώσεις, που καλοί αδελφοί ανεβάζουν κατά καιρούς. Έτσι, το β΄ μέρος ήταν απαραίτητο.
Διαβάστε το συγκλονιστικό α΄ μέρος εδώ.



Ο άγιος των κομμουνιστικών φυλακών
Ο φιλόσοφος-μάρτυρας Κωνσταντίν Οπρισάν

Ο νέος μάρτυρας του Ιησού Κωνσταντίν Οπρισάν έζησε σε αυτή τη κοιλάδα του κλαυθμώνος 37 χρόνια. Γεννήθηκε το 1921 στο Ονέστι – Μπακάου. Ήταν προικισμένος με ένα μεγάλο φιλοσοφικό και ποιητικό ταλέντο και μαθήτευσε στο Φράιμπουργκ κοντά στο μεγαλύτερο φιλόσοφο του 20ου αιώνα Μάρτιν Χάιντεγκερ. Συνελήφθη στο Κλούζ το 1948 μαζί με το άνθος της ρουμανικής νεολαίας, επειδή αγαπούσε το Χριστό και επιθυμούσε η πατρίδα του να είναι χριστιανική.
Άφησε την καριέρα του, τα νιάτα του, τη γυναίκα του, την οικογένεια και ό,τι σημαίνει εγκόσμια χαρά, για να ενδυθεί την αιώνια δόξα του σταυρού στις κουμμουνιστικές φυλακές.
Εκοιμήθει εν Χριστώ στις 26 Ιουλίου 1958 στα μπουντρούμια της Ζιλάβα.
Το όνομα του είναι σύμβολο της χριστιανικής και ανθρώπινης αξιοπρέπειας για τη γενιά του, γι' αυτό ο εχθρός της σωτηρίας ["Νεκρός": δηλ. ο διάβολος] τον πολέμησε δυνατά θέλοντας να χαθούν όσο πιο πολλές ψυχές. Στο Πιτέστι, στη Γκέρλα, στη Ζιλάβα, ο Κωνσταντίν Οπρισάν υπέφερε φρικτά βασανιστήρια, αληθινές σελίδες του ρουμανικού μαρτυρολογίου.



Μαρτυρίες για τον Κωνσταντίν Οπρισάν

Οταν μαλώναμε (στο κελί) εκείνος προσευχόνταν. Η προσευχή του ήταν αποτελεσματική. Εμείς ντρεπόμασταν επειδή ξέραμε ότι προσεύχονταν. Δεν προσευχόνταν με δυνατή φωνή,αλλά το έβλεπες στο αλλοιωμένο πρόσωπό του. Εμεις καταλαβαίναμε ότι προσεύχεται και σταματούσαμε τον καυγά. Ήταν σε άθλια κατάσταση επειδή τον είχαν βασανίσει στο Πιτέστι 3 χρόνια. Τον χτυπούσαν στο στήθος και στην πλάτη, του ειχαν καταστρέψει τα πνευμόνια. Αλλά εκείνος προσεύχονταν όλη μέρα. Ποτέ δεν είπε κάτι κακό για τους βασανιστές του, μόνο μιλούσε για το Χριστό (π.Γκεόργκε Κάλτσιου-Ντουμιτρεάσα)

...ο Κωνσταντίν άρχισε να κάνει απόχρεμψη υγρών από τα πνευμόνια. Έμεινα με την πλάτη κολλημένος στην πόρτα. Ο άνθρωπος πνιγόνταν. Πρέπει να έβγαλε τουλάχιστον ένα λίτρο φλέγμα και αίμα από τα πνευμόνια. Ήμουν έτοιμος να κάνω εμετό. Μόλις το κατάλαβε μου είπε «συγχώρα με». Εγώ ντράπηκα επειδή ήμουν φοιτητής της ιατρικής. Από τότε τον φρόντιζα όσο μπορούσα (π.Γκεοργκε Καλτσιου-Ντουμιτρεάσα).


Από το αναλυτικό άρθρο π. Γ. Κάλτσιου ή Η κατά Χριστόν τρέλα, που καλώ οπωσδήποτε να διαβάσετε. Έχει λεζάντα: «Ο π. Γεώργιος Κάλτσιου στην "Αναμόρφωση" της φυλακή του Πιτέστι κόβει τις φλέβες του, για να δώσει αίμα και να ζήσει ο Οπρισιάνου». Υποθέτω ότι το γεγονός αφορά στον άγιο Κωνσταντίν Οπρισάν.

Δε μιλούσε πολύ. Κάθε μέρα μας μιλούσε μια-δυο ώρες, επειδή δε μπορούσε να μιλήσει πιο πολύ. Κάθε λέξη που έβγαινε από το στόμα του ήταν μια λέξη αγιασμένη - μόνο για το Χριστό, την αγάπη, τη συγχώρεση.
«Ενστικτωδώς όλοι μαζεύτηκαν γύρω από τον Οπρισάν σαν να ήταν η τελευταία σανίδα σωτηρίας που έπρεπε να σωθεί. Ο Τσουρκάνου πλησίασε τον Οπρισάν θέλοντας να τον διαλύσει. Πλησιάζοντάς τον τα δόντια του έτριζαν. Ο Οπρισάν τον κοίταζε χωρίς να ανοιγοκλείσει τα μάτια του. Από το μυαλό μου σαν αστραπή πέρασαν τα λόγια του Αρχάγγελου Μιχαήλ [Ιούδα 9
(εκεί ο άγιος απόστολος Ιούδας ο Θαδδαίος τονίζει πως ο αρχάγγελος Μιχαήλ, στη διαμάχη του με το σατανά για το σώμα του Μωυσή, δεν τον έβρισε, αλλά είπε "ο Κύριος να σε μαλώσει")].
Ο Τσουρκάνου έκανε σήμα στους συνεργάτες του, οι οποίοι πλησίασαν. Έπειτα είπε στον Οπρισάν: «Ξάπλωσε». Πολλοί έσκυψαν το κεφάλι τους, άλλοι έκλεισαν τα μάτια. Ο Πουσκάσου και ο Λιβίνσκι πέρασαν από τη μια και την άλλη πλευρά του Οπρισάν. Ο Τσουρκάνου στηρίχθηκε στους ώμους του αι αφέθηκε με όλο το βάρος στο θώρακα του, μέχρι που έβγαλε όλο τον αέρα και μετά στο λαιμό του. Το θύμα φαινόταν να πεθαίνει από ασφυξία. Αυτό συνεχίστηκε μέχρι που άρχισε να τρέχει αίμα από τη άκρη του στόματός του, που έβγαινε από τα πνευμόνια. Έπειτα ο Τσουρκάνου τον πάτησε άλλη μια φορά δυνατά στο στήθος και με τα δυο πόδια και με δαιμονική ικανοποίηση του είπε: «Σήκω! Έτσι θα πεθάνεις σιγά – σιγά, σταγόνα – σταγόνα». (Virgil Maxim “Im pentru crucea purtata”).

...Τον κοίταξα. Το πρόσωπό του ήταν εντελώς εξαντλημένο. Τα μάτια του ήταν ανοιχτά αλλά έβλεπα πάνω τους κάτι σαν ομίχλη. Γύρισε τα μάτια του προς τα επάνω. Ήμουν τόσο τρομαγμένος που θα πέθαινε και ήμουν μόνος με εκείνον στο κελί. Έβαλα το χέρι μου επάνω του και είπα: «Κωνσταντίν,μην πεθάνεις,μην πεθάνεις. Έλα πίσω, έλα πίσω».
Ούρλιαξα. Επέστρεψε. Τα μάτια του τώρα ήταν καθαρά. Δεν ξέρω τι έγινε με τη ψυχή του αλλά στο πρόσωπό του είχε αποτυπωθεί ο τρόμος. Αισθάνθηκα ότι ήταν έτοιμος να μπει στον άλλο κόσμο και ότι εγώ τον γύρισα πίσω στο κελί. Έκλαιγε πολύ. Το πρόσωπό του είχε γίνει σαν ενός παιδιού. Ενός νεογέννητου παιδιού, που μόλις είχε βγει από την κοιλιά της μαμάς του.
Ο Κωνσταντίν Οπρισάν έκλαιγε επειδή τον είχα αναγκάσει να γυρίσει πίσω. Μετά από λίγα λεπτά πέθανε.(π. Γκεόργκε Κάλτσιου-Ντουμιτρεάσα).


Κωνσταντίν Οπρισάν

Είχε σπουδάσει φιλοσοφία.
Στα 1946-1947, ήταν ο καλύτερος γνώστης της φιλοσοφίας των υπαρξιακών φιλοσόφων. Ήταν καλύτερος και από τους καθηγητές του. Ήταν φοβερά έξυπνος, μια διάνοια, ενώ παράλληλα ήταν ηθικός και πολύ πιστός. Άλλωστε ήταν πρόεδρος των αδελφοτήτων του σταυρού (σ.σ. αδελφότητες ορθοδόξων φοιτητών).

...Τον Κωνσταντίν Οπρισάν τον βασάνισαν σαν το Χριστό, εβδομάδες ολόκληρες, υποχρεώνοντας (με φριχτά βασανιστήρια, σ.σ) όλους όσους συνεργάστηκαν μαζί του στις ορθόδοξες αδελφότητες και οι οποίοι τον θαύμαζαν απεριόριστα, να τον χτυπήσουν, να τον φτύσουν, να τον βασανίσουν και να πουν γι' αυτόν ψέματα.
Μια φορά που μας είχαν βγάλει έξω, βγάζοντας το πουκάμισό του είδα ότι η πλάτη του ήταν γεμάτη ρίγες, σαν μια ζέβρα, σαν να τον είχαν γδάρει, κάψει ή μαστιγώσει, ο Θεός ξέρει (Εουτζέν Ματζιρέσκου - Moara Dracilor, Edit Fronde).


Σχόλιο Προσκυνητή: Τι ψυχές! Τι χριστιανοί! Τωρα στέκονται στον Ουρανο και προσεύχονται για εμας τους χλιαρούς .Προσεύχονται να τους ακολουθήσουμε αν χρειαστεί, έστω, για αρχή, να μην αφήσουμε την προσευχή και να μη δίνουμε τόση σημασία στα εγκόσμια για να δέχθούμε το Χριστό χωρίς τον οποίο δε μπορούμε να κάνουμε τίποτα.
Για το Χριστό υβριστηκαν, ταπεινώθηκαν, χτυπήθηκαν κτηνωδώς, υπέφεραν από το κρύο, την πείνα, την υγρασία, την προδοσία, αντιστεκόμενοι σ'αυτούς που αναμόχλευσαν κάθε γωνιά της ψυχής τους στην προσπάθεια τους να διώξουν από εκεί το Χριστό με τη βία. Ευτυχώς δεν τα κατάφερναν πάντα!
Άγιοι Νέοι Μάρτυρες του Χριστού, πρεσβεύσατε υπερ ημών! 

Δες εδώ, & προς στο τέλος αυτού του αφιερώματος, τη συγκλονιστική βιογραφία του ποιητή αγίου Βαλέριου Γκαφέκνου (1921-1952), αντίστοιχης προσωπικότητας με τον άγ. Κωνσταντίν (& εδώ αγγλικά ειδικό αφιέρωμα: VALERIU GAFENCU - The Saint of the Prisons and Prisoners). Και πιο κάτω, σ' αυτό το post, για το Γεώργιο Ζιμπόιου. Είναι εξαιρετικά σημαντικό ότι πρόκειται για αγιασμένους λαϊκούς, όχι ιερείς ή μοναχούς.


Ο άγιος νεομάρτυρας Βαλέριος Γκαφένκου, δάσκαλος της ορθόδοξης αγάπης μέσα στη φυλακή

Ο σατανικός αρχιβασανιστής Εουτζέν Τσουρκάνου


Eugen Țurcanu înainte de începerea Experimentului Pitești
Τελικά ο Τσουρκάνου μετά απο λίγα χρόνια συνελήφθη από τους κομμουνιστές επειδή ήξερε πολλά για τα κτηνώδη βασανιστήρια των φυλακών του Πιτέστι. Λέγεται ότι όταν τον βασάνιζαν ούρλιαζε ζητώντας συγνώμη από τα θύματά του.
Καταγόνταν από το Ρανταούτσι (Β.Α.Ρουμανία). Ο γείτονάς του Τεόντορ Μιτρίτς διηγείται πως το 1940 προσπαθούσε να του μυήσει τα χριστιανικά ιδανικά και να τον κάνει μέλος της χριστιανικής κίνησης των Legionari. (Μία χριστιανική-πατριωτική ομάδα στην οποία ανήκαν όλοι οι μεγάλοι πνευματικοί άνθρωποι αλλά και μοναχοί ιερείς και φοιτητές την εποχή εκείνη,οι οποίοι όλοι συνελήφθησαν και οι πιο πολλοί άφησαν την τελευταία τους πνοή στις κομμουνιστικές φυλακές).
Το 1945, όταν ο Μιτρίτς επέστρεψε από την Γερμανία βρήκε τον 20χρονο τότε Τσουρκάνου ριζικά αλλαγμένο. Κάποιος θείος του τον είχε μυήσει στην κομμουνιστική ιδεολογία. Το 1948 ο Μιτρίτς συνάντησε στην φυλακή τον Τσουρκάνου και έμεινε έκπληκτος απο αυτά που άκουσε από το στόμα του. Τότε ο Μιτρίτς είπε στους συγκρατούμενούς του: 
«Δεν ξέρω ποιός τον άλλαξε τόσο βαθιά, αλλά έχει υποστεί μία πλύση εγκεφάλου και πάνω του έχουν δράσει σατανικές δυνάμεις. Έχει ποτιστεί από την κομμουνιστική ιδεολογία μέχρι τον νωτιαιο μυελό. Προσέξτε μην πέσετε στα χέρια του. Έχει γίνει ένα θηρίο».
Το 1948 για ένα περίπου εξάμηνο είχε εξαφανιστεί. Ούτε η οικογένειά του γνώριζε που βρίσκεται.Ήταν η περίοδος της «σατανοποίησής» του. Στις σατανικές μεθόδους βασανιστηρίων που χρησιμοποίησε δεν λάθεψε. Αυτό σημαίνει ότι είχε κάνει εντατικά μαθήματα.Μην ξεχνάμε ότι την εποχή εκείνη ο σταλινισμός ήταν σε άνθηση.Στην Σ.Ένωση υπήρχαν πολλοί "Τσουρκάνοι" για να τον μυήσουν.
Τελικά οι κομμουνιστές τον εκτέλεσαν με μία σφαίρα στο κεφάλι.

Ο Θεός να τον συγχωρήσει.

Ο ΑΓΙΟΣ ΓΕΡΩΝ ΔΑΝΙΗΛ TUDOR




Ο πατέρας Δανιήλ Sandu Tudor Alexandru Τεοντορέσκου γεννήθηκε στις 22 Δεκέμβρη του 1896, από οικογένεια δικηγόρων. Μετά άρχισε να δουλεύει ως δημοσιογράφος διάλεξε το ψευδώνυμο Sandu Tudor. Κατόπιν έγινε μοναχός AΓΑΘΩΝ και στη συνέχεια μεγαλόσχημος μοναχός Δανιήλ.
Σπούδασε Θεολογία, Φιλοσοφία, και Τέχνες, αλλά χωρίς να απόκτηση πτυχίο. Ήταν και ερασιτέχνης πιλότος αεροπλάνου, δάσκαλος, ποιητής, δημοσιογράφος.
Το 1929, μετά την ανάγνωση ενός άρθρου από μια γυναίκα γαλλίδα δημοσιογράφο που είχε ισχυριστεί ότι επισκέφτηκε το Άγιο Όρος, αποφάσισε να επισκεφθεί και ο ίδιος, και στη συνέχεια να γράψει ένα άρθρο σχετικά με αυτό.
Πήγε με σκοπό να μείνει λίγες μέρες σαν προσκυνητής αλλά κάτι μέσα του τον έκανε μυστηριωδώς βήμα βήμα να θέλει να μείνει περισσότερο. Αντί για λίγες μέρες, πέρασε οκτώ μήνες στο Άγιο Όρος.
Επέστρεψε στη Ρουμανία και το δημοσίευσε στη εφημερίδα του.



Φυλακίστηκε το 1942 για τις αριστερές πολιτικές απόψεις του και απελευθερώθηκε το 1944. Μετά από ένα αεροπορικό δυστύχημα από το οποίο ως εκ θαύματος επέζησε πούλησε όλα τα υπάρχοντά του και αποφάσισε να γίνει μοναχός.Ήρθε στην μονή ANTIM στο Βουκουρέστι το 1945. Εκεί άρχισε μια ομάδα που ονομάστηκε "Rugul Aprins".
Ήταν μια ομάδα μελέτης που διοργάνωνε συνέδρια και ασκούσε την Προσευχή της Καρδιάς . Λόγω αυτού του γεγονότος φυλακίστηκε από τους κομμουνιστές για τρία χρόνια. Το 1952 αφέθηκε ελεύθερος και έγινε ιερομόναχος και στη συνέχεια μεγαλόσχημος. Αποσύρθηκε στη σκήτη Rarau στα Καρπάθια.
Συνελήφθη και πάλι το 1958 και καταδικάστηκε σε 25 χρόνια φυλακή για «συνωμοσία κατά της κοινωνικής τάξης και συγγράμματα δημόσια και σχολιασμό κατά του καθεστώτος". Τα εν λόγω συγγράμματα ήταν στην πραγματικότητα τα συγγράμματα των Πατέρων της Εκκλησίας.
Δεν ξέρουμε πώς πράγματι πέθανε ο Πατέρας Δανιήλ. Για τελευταία φορά τον είδαν το 1960, σοβαρά άρρωστο στη φυλακή Aiud. Η ληξιαρχική πράξη θανάτου έγραφε ότι ο Πατέρας Δανιήλ πέθανε στις 17 Νοεμβρίου του 1962, από εγκεφαλική αιμορραγία.

Ο Πατέρας Μπράγκα, ο οποίος ήταν επίσης μέλος της Rugul Aprins, δήλωσε ότι "ο Πατέρας Δανιήλ πέθανε σε ένα κτίριο φυλακών με ακραίες συνθήκες στο Aiud μετά από τέσσερα χρόνια ύστερα από βασανιστήρια και ξυλοδαρμούς. Ήταν ένας από τους ελάχιστους κρατούμενους που του φορούσαν αλυσίδες για την όλη τη διάρκεια της ποινής. "

Βασανιστήρια πολιτικών κρατουμένων (ανάμεσά τους και πλήθος χριστιανών που είχαν συλληφθεί για την πίστη τους) από τους δεσμοφύλακες του αθεϊστικού καθεστώτος της Ρουμανίας

Θέλω επίσης να δημοσιεύσετε την ακόλουθη ιστορία:
Ο Πατέρας Augustin από την Μονή μας δίνει μια σημαντική μαρτυρία για την αγιότητα του αυτός που θα μπορούσε να ονομαστεί ο Δίκαιος Δανιήλ ο Ομολογητής:

«Ένα χειμώνα, τον πατέρας Δανιήλ τον έβαλαν σε ένα κελί που ονομαζόταν το λευκό κελί ή το ψυγείο κελί.
Λόγω ότι η θερμοκρασία ήταν -30 º Κελσίου. Ήταν ένα κελί χωρίς παράθυρα, με τα περιττώματα και τα ούρα παντού, επειδή εκεί ήταν σίγουρο γραφτό ότι θα πεθάνει -. πρακτικά είχαν καταδικαστεί σε θάνατο, λόγω του κρύου.
Είχαν λίγα ρούχα και όπου φυλάσσονται εκεί με πολύ, πολύ λίγη τροφή.


 

"Και ο γέροντας τοποθετήθηκε εκεί μαζί με ένα γιατρό, ένα πολύ καλό φίλο του. Αφού και οι δύο μπήκαν στο κελί από τρεις φύλακες, ο Πατέρας Δανιήλ αμέσως σήκωσε τα χέρια του σε σημείο σταυρού, και με το πρόσωπό του σε όλα αυτά τα βρώμικα πράγματα, είπε στο γιατρό: "Έλα πίσω από μένα!" Ο γιατρός με την πλάτη του στο πίσω μέρος του Γέροντος στην ίδια θέση έκανε το σημείο του Τιμίου Σταυρού Τότε ο γέροντας του είπε:. "Γιατρέ, δεν λέμε τίποτα περισσότερο από: Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησον με, τον αμαρτωλό".

"Και ο γιατρός είπε αργότερα ότι όταν ο Πατέρας Δανιήλ άρχισε να προσεύχεται, ένα εκτυφλωτικό φως μπήκε στο κελί και από εκείνη τη στιγμή έχασε την έννοια του χρόνου.

"Μετά από λίγες μέρες, κάποιοι φύλακες μπήκαν στο κελί, να α τον πάρουν ανακάλυψαν ότι επέζησε μέσα εκεί για 8 ημέρες χωρίς νερό, χωρίς τροφή, χωρίς ύπνο ή οτιδήποτε για να φορέσει, στους -30 ° Κελσίου.

"Όταν η βασανιστές μπήκαν στο κελί και άγγιξαν τον Πατέρα Δανιήλ, ήταν θερμότερος από ότι, όταν τον είχαν φέρει στο κελί, και τα πάντα γύρω του είχαν λιώσει».


(Απόσπασμα από το ντοκιμαντέρ Rafael Udrişte, η TVR, 11 Οκτωβρίου 2008).
Πηγή: Αυτό μεταφράστηκε συνοπτικά από: Razbointrucuvant και Razbointrucuvant από τον Marius Nitu.



Η εικόνα των αγίων νεομαρτύρων & ομολογητών του Αϊούντ, εκεί όπου φυλακίστηκε ο άγιος Δανιήλ (ομολογητής = άνθρωπος που βασανίστηκε για το Χριστό, αλλά επιβίωσε, γι' αυτό δεν ονομάζεται μάρτυρας). Μπροστά στην εικόνα, θήκες με ιερά λείψανα, που κατάφερε να συλλέξει σταδιακά ο άγιος Γέροντας (επίσης κρατούμενος) Ιουστίνος Πίρβου [φωτο από εδώ].

Ο Δημήτριος Μπορντεάνου και η προσωπική του Ανάσταση στη φυλακή Γκέρλα. Ο Γεώργιος Ζιμπόιου

Vatopaidi
 



Δημήτριος Μπορντεάνου

Τον Φεβρουάριο 1954 με βγάλανε από τη Ζάρκα (παλιά φυλακή) και με πήγαν στο δωμάτιο 1 του Τμήματος. Στο δωμάτιο 1 έζησα το πιο φρικτό, το πιο φοβερό και το πιο αδιανόητο ψυχικό βάσανο. Επίσης, εκεί κατάλαβα τι είναι η πίστη στο Θεό.
Στο Πιτέστι, στην πιο σκληρή δοκιμασία (αναμορφωτήριο),
εγώ δεν αρνήθηκα το Θεό, απλά δήλωσα δημόσια ότι δεν προσεύχομαι πια. Από εδώ, όμως, ακολούθησαν οι συνέπειες και γι’ αυτό,  όταν μεταφέρθηκα στη φυλακή Γκέρλα, με έπιασε ο φόβος του θανάτου. Θεληματικά αρνήθηκα τη Θεία Χάρη και τότε, ίσως και ο Θεός με εγκατέλειψε και παρέμεινα μόνος μου και κενός στη μεγάλη δοκιμασία. Οι Άγιοι Πατέρες λένε ότι η προσευχή είναι η κατάσταση επικοινωνίας μεταξύ του Πλάστη και του πλάσματος. Εγώ στερήθηκα της προσευχής, και στην ψυχή μου, στερούμενη της παρουσίας και της δύναμης του Θεού, εισήλθε το πνεύμα του σατανά. Κατάληψη που τη βίωνα με απερίγραπτη βιαιότητα.
Περπατώντας στο δωμάτιο, ένας νέος, διαφορετικός από όλους τους άλλους, τράβηξε το βλέμμα μου. Είχε τη μορφή ενός ανατολίτη ασκητή που εξέπεμπε καλοσύνη. Κάποια στιγμή με έπιασε να τον κοιτάω. Αναγκάστηκα να ακουμπήσω στο τοίχο για να μην χάσω την ισορροπία μου. Μου φαινότανε ότι μία δύναμη, ξένη από τη δική μου βούληση, αντιτασσόταν στο βλέμμα του νέου. Το πνεύμα του σατανά που με κατείχε, ίσως δεν μπορούσε να βαστάξει το βλέμμα του Γεωργίου Ζιμπόϊου – αυτό ήταν το όνομα του νέου.




Γεώργιος Ζιμπόϊου

Την άλλη μέρα το πρωί με πλησίασε και με προσκάλεσε να καθίσω στο δικό του ξύλινο κρεβάτι, να μιλήσουμε. Η πρώτη λέξη που μου απεύθυνε ήταν: «Αδελφέ, είσαι άρρωστος. Όμως μη φοβάσαι και να μου έχεις εμπιστοσύνη. Άνοιξε την ψυχή σου και πες μου τι έχεις στην καρδιά σου, ίσως μπορέσω να σε βοηθήσω σε κάτι».
Με λίγα λόγια του είπα όλα όσα μου βάραιναν την συνείδηση. Με ρώτησε αν προσεύχομαι πια. «Προσεύχομαι, αλλά δεν αισθάνομαι τίποτα, η καρδιά μου είναι πέτρινη», ήταν η απάντησή μου. «Από τότε που ξανάρχισες να προσεύχεσαι, ζήτησες συγγνώμη από τον Θεό;». Στην αρνητική μου απάντηση, συνέχισε: «Έκλαψες;». Πάλι, όχι. «Θα ήθελα να ξέρω και εγώ πως προσεύχεσαι». Μετά που του είπα την προσευχή που έλεγα, μου είπε ότι προσεύχομαι καλά. «Αισθάνομαι όμως ότι ο Θεός με εγκατέλειψε». «Μην προσβάλλεις τον Θεό, δεν σε εγκατέλειψε Αυτός. Εσύ Τον πρόσβαλες», παρατήρησε. Από τότε με προσκαλούσε κάθε μέρα να μιλάμε. Καταλαβαίνοντας πόσο μεγάλη πνευματική δύναμη είχε, τον ικέτεψα να προσεύχεται και για μένα. «Εγώ θα προσεύχομαι, μου απάντησε, αλλά χρειάζεται ένας προσωπικός κόπος… Μόνο όταν θα προσευχηθείς με δάκρυα και μετανοήσεις, ο Θεός θα ακούσει τη φωνή σου και θα σε συγχωρέσει»
["Νεκρός": κάθε ορθόδοξος χριστιανός, κάπως καταρτισμένος, ξέρει πως ο Θεός δεν απαιτεί σαν τύραννος να Του ζητήσεις συγγνώμη, αλλά τα δάκρυα αυτά επιστρέφουν τη δική σου καρδιά προς Αυτόν - αυτή η πρώτη αληθινή (και όχι επιφανειακή) πνευματική επιστροφή είναι το πρώτο βήμα για την κάθαρση της καρδιάς σου και την προσέγγιση προς το Θεό, ΑΝ το θέλεις βέβαια].
Όσο περισσότερο πλήθαιναν οι συζητήσεις μεταξύ μας, τόσο περισσότερο τα βάσανά μου γίνονταν πιο αφόρητα.
Σ’ αυτή την ψυχική κατάσταση είχα τον εξής λογισμό: αν όλος ο κόσμος ήταν δικός μου, τι θα τον έκανα, αν δεν είχα πια την ειρήνη που είχα πριν σταματήσω να προσεύχομαι; Ή όπως λέει το Αγιογραφικό: «Τι γαρ ωφελείται άνθρωπος εάν τον κόσμον όλον κερδήση την δε ψυχήν αυτού ζημιωθή» (Ματθ. 16,26).

Κόντευε το Πάσχα και οι δικές μου σωματικές και ψυχικές δυνάμεις είχανε εξαντληθεί. Το Μέγα Σάββατο, όταν χτύπησε το σιωπητήριο, ξάπλωσα στο ξύλινο κρεβάτι. Προς τα μεσάνυχτα κάτι με παρότρυνε να κατεβώ και να περπατήσω στο δωμάτιο. Πλησίασα το παράθυρο και εκείνη τη στιγμή άκουσα τις καμπάνες της εκκλησίας της Γκέρλας  να χτυπάνε, ειδοποιώντας για την Ακολουθία της Αναστάσεως. Έπεσα στα γόνατα μπροστά στο παράθυρο και με τα χέρια σε σχήμα σταυρού, σε στάση προσευχής, έκραξα από τα βάθη της ψυχής μου:

«Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ομολογώ ότι έσφαλα ενώπιόν Σου, αλλά Εσύ, Κύριε, ξέρεις  ότι έφτασα στο τέλος της υπομονής  και του πόνου. Δεν μπορώ άλλο! Κάνε με μένα ότι θέλεις Εσύ! Εγώ έφυγα από Σένα, Κύριε, αλλά σε Εσένα προσεύχομαι με όλο το είναι μου: αν είναι δυνατόν, συγχώρεσέ με και ανάστησε την ψυχή μου, γιατί εγώ πιστεύω απεριόριστα στην Ανάστασή Σου!»
Εκείνη την στιγμή, καθώς ήμουν γονατιστός, με τα χέρια σε σχήμα σταυρού και κοιτούσα από το καγκελωτό παράθυρο, όλο το είναι μου συγκλονίστηκε και από τα μάτια μου άρχισαν να τρέχουν τα δάκρυα ποτάμι. Κλαίγοντας, μόνο αυτό μπόρεσα πια να πω: «Κύριε, ελέησέ με!». Δεν πρόλαβα να τελειώσω αυτές τις λέξεις και το σώμα μου άρχισε να τρέμει και να σπαρταρά όπως κάνουν οι δαιμονισμένοι και αισθάνθηκα πως, από την ψυχή και το σώμα μου βγήκε και με εγκατέλειψε μία ξένη δύναμη. Ήταν το πνεύμα του σατανά που με βασάνιζε και με κυρίευε τέσσερα χρόνια.
Έπεσα με το κεφάλι κάτω στο τσιμέντο, λιπόθυμος, με το πουκάμισο μουσκεμένο από τον ιδρώτα και τα δάκρυα δεν έπαυαν να τρέχουν σαν ποτάμι. Ήταν τα δάκρυα της μετάνοιας που ο Θεός δέχτηκε, συγχωρώντας την προσβολή που Του έκανα.  Σε τέσσερα χρόνια βασάνων δεν έχυσα ένα δάκρυ, όμως τώρα η ψυχή μου λουζόταν στο λουτρό της μετάνοιας και του θαύματος του Θεού.
Μετά από λίγο σηκώθηκα, μην ξέροντας πια που βρίσκομαι. Αισθανόμουν άλλος άνθρωπος και ήμουν  τόσο ελαφρύς, σαν να έπλεα σε άλλες σφαίρες. Την ημέρα της Αναστάσεώς Του, ο Θεός θεράπευσε και ανέστησε και εμένα. Γονάτισα πάλι και, με το πρόσωπο κάτω στη γη έκραξα από όλο το είναι μου: «Κύριε, είσαι τόσο καλός και ελεήμων με τους αμαρτωλούς, ώστε δεν ξέρω πως θα μπορούσα να Σε ευχαριστήσω!». Και τότε ήρθαν στο νου μου οι λέξεις του Ιησού, όταν θεράπευσε τον δαιμονισμένο: «Ίδε υγιής γέγονας μηκέτι αμάρτανε ίνα μη χείρον τι σοι γένηται» (Ιωάν. 5,14).
Και η καρδιά μου αισθάνθηκε μια χαρά που δεν μπορεί να την καταλάβει παρά μόνο αυτός που την έζησε. Αν μέχρι τότε ήμουν στην κόλαση, εκείνη τη στιγμή αισθανόμουν ότι η μακαριότητα του Παραδείσου δεν ήταν μακριά από την ψυχή μου.
Σηκώθηκα από το πάτωμα. Σαν από όνειρο, μπροστά μου στεκόταν ο Ζιμπόϊου. Τον ασπάστηκα, λέγοντάς του με όλη μου την καρδιά: «Χριστός ανέστη!». «Αληθώς ανέστη!», μου απάντησε γεμάτος στοργή. Κλάψαμε και οι δύο. Σε όλη μου τη ζωή δεν αισθάνθηκα κανέναν τόσο κοντά όσο αισθανόμουν εκείνη τη στιγμή τον Ζιμπόϊου. Ζούσαμε και οι δυο τη χαρά της ανάστασής μου. Ήθελα να τον ευχαριστήσω για τη βοήθεια, αλλά αυτός αρκέστηκε να πει:

«Τα δάκρυά σου έγιναν δεκτά από τον Θεό και το έλεός του σε θεράπευσε. Από τότε που κατέβηκες από το κρεβάτι, είδα τα πάντα. Ούτε εγώ κοιμόμουν. Χαίρομαι με όλη μου την καρδιά για σένα».
Ξημέρωσε και οι άνθρωποι που ήταν στο δωμάτιο ξύπνησαν. Εμένα, το φως της Αναστάσεως με περιέβαλε με τις ακτίνες του. Έγινα άλλος άνθρωπος σύμφωνα με το Αγιογραφικό: «Νεκρός ην και ανέζησεν και απολωλός ην και ευρέθη» (Λουκ. 15,24).


Πηγή: Fericiti cei prigoniti -martiri ai temniţelor româneşti-, ed. îngrijită de Matei Marin, Editura Bonifaciu, Βουκουρέστι 2008, σ. 102 (στα ρουμανικά).

Πρωτομάρτυρας Κορνήλιος Νίτσα - Το πρώτο θύμα του Τσουρκάνου


Το μαρτύριο του νεομάρτυρα Κορνηλίου Νίτσα

Ήταν τέλη του φεβρουαρίου 1950. Κάποια μέρα φέρανε μέσα στο δωμάτιο έναν νέο φοιτητή με παιδικό πρόσωπο. Πρέπει να ήταν 19-20 χρόνων. Το όνομά του: Νίτσα Κορνήλιος.
Μπήκε κατ΄ευθείαν μαζί μας στο πύρ της «αναμόρφωσης», δηλαδή σε φοβερά βάσανα. Όλη την νύχτα μάς έκαναν τρομερά βάσανα, ο ίδιος ο Τσουρκάνου και η ομάδα του, που είχε περισσότερο από τριάντα τραμπούκους. Το πάτωμα ήταν βρεγμένο με αίμα, τα ρούχα των βασανισμένων το ίδιο. Ο Τσουρκάνου βγήκε από το δωμάτιο, αλλά μετά από ένα ή δύο λεπτά ξαναπέρασε μέσα σαν σίφουνας:
- Ρέ, προσέχετε! Έχουμε έλεγχο. Όταν φωνάξω «όρθιοι!», όλοι να σηκωθείτε!
Η πόρτα άνοιξε διάπλατα καί στο δωμάτιο μπήκαν δύο λαϊκοί καί δύο με στρατιωτική στολή. Τον πρώτο λαϊκό, που στεκότανε μπροστά, τον αναγνώρισα αμέσως βλέποντας το πρόσωπό του. Ήταν ο Ιωσήφ Κισινεύσκι, εβραϊκής καταγωγής.
- Ε, πώς είναι; ρώτησε κοροϊδευτικά ο Ιωσήφ Κισινεύσκι.
Εκείνη την στιγμή ο νέος φοιτητής που μόλις ήρθε την προηγούμενη μέρα, πετάχτηκε από την θέση του που ήταν δίπλα από το ξύλινο κρεβάτι καί είπε:
- Είμαι ο κρατούμενος Νίτσα Κορνήλιος. Πώς να είναι; Εσείς δέν βλέπετε; Μάς βασανίζουν!




Μόλις τότε τόλμησα να κοιτάξω τα πρόσωπα τών βασανισμένων. Ήταν παραμορφωμένοι στην κυριολεξία. Πρόσωπα πρισμένα, μάτια φουσκωμένα καί μαύρα από τα κτυπήματα. Σε μερικούς τους έτρεχε ακόμα αίμα από το στόμα. Ήταν ένα φοβερό θέαμα.
- Τι, παραπονιέσαι ότι σας βασανίζουν; Αυτό δέν είναι τίποτε! Σάς φέρανε εδώ να σάς σκοτώσουν! Να μας πείτε ευχαριστώ γιά τις ανθρώπινες συνθήκες που σας προσφέρουμε! Λέγοντας αυτά, γύρισαν όλοι όπισθεν καί βγήκανε βιαστηκά από το δωμάτιο.
Μείναμε όλοι κατάπληκτοι ακούγοντας την απάντηση. Δέν είχαμε πιά σε ποιόν να κάνουμε παράπονα. Αισθανόμασταν ότι είμαστε χαμένοι.
Ο Τσουρκάνου έκλεισε ήρεμα την πόρτα πίσω από τους ελεγκτές. Μετά, κοιτάζοντας άγρια τον Νίτσα Κορνήλιο, άρχισε να τον βρίζει, λέγοντας τις πιό άσχημες βρισιές που γνώριζε.
- Γδύσου αμέσως!
Έτσι ο καημένος Νίτσα έβγαλε τα ρούχα του και έμεινε εντελώς γυμνός. Δύο από τα ρομπότ τού Τσουρκάνου του δέσανε πίσω τα χέρια. Ανάμεσα στα χέρια βάλανε ένα ξύλο χονδρό γιά να αντέξει καί οι δύο τον σήκωσαν στο ύψος του πάνω ξύλινου κρεβατιού, μέχρι που έμεινε κρεμασμένος έτσι, στην πιο οδυνηρή θέση. Μετά ο Τουρκάνου πήρε ένα ρόπαλο (περίπου σάν το χέρι μου) και άρχισε να κτυπάει τον Νίτσα. Τον κτυπούσε στο πρόσωπο με αυξανομένη αγριότητα. Σε κάθε κτύπημα, το κεφάλι του πεταγότανε δεξιά ή αριστερά. Είχαμε την εντύπωση ότι ο λαιμός, που φαινότανε ότι δεν έχει σάρκα πλέον, θα σπάσει καί το κεφάλι θα πεταχτεί μακριά, κατακυλώντας.
Άκουσα πως, σε ένα πιό δυνατό κτύπημα, τα κόκαλα του προσώπου του σπάσανε. Διέκρινα έναν κρότο σβηστό καί βουβό, σάν να είχε σπάσει η φλούδα ενός λεπτού καρυδιού. Σε ένα άλλο κτύπημα, περισσότερα δόντια πεταχτήκανε από το στόμα του. Τα μάτια του ματώσανε, φουσκομένα, έτοιμα να βγούνε από τα βαθουλώματά τους, έχοντας τον φόβο και τον τρόμο τυπωμένους πάνω τους. Άρχισε να κάνει εμετό θρόμβους αίματος, ενώ μία στάγονα αίματος έτρεχε από το αυτί του.
Δεν μπορώ να καταλάβω πόσο κράτησαν τα βάσανα αυτού του μάρτυρα, γιατί κάθε στιγμή φαινότανε μία αιωνιότητα. Κάποια στιγμή άφησε το κεφάλι του κάτω, δίνοντας σήμα θανάτου. Όμως καί έτσι, ο Τσουρκάνου κτύπησε ακόμα μερικές φορές το κεφάλι που κρεμότανε χωρίς ζωή. Το νεκρό σώμα, με εκείνο το τρυφερό παιδικό πρόσωπο, φοβερά συντετριμμένο, αίμα ανακατεμένο με σάρκα, βρισκόταν τώρα στην μέση του δωματιού. Αμέσως φέρανε μία κουβέρτα, τύλιξαν το πτώμα και το βγάλανε στο διάδρομο. Από εκεί το απομάκρυναν οι επόπτες. (Μάλλον το πέταξαν σε ένα κοινό λάκκο. Έτσι συνήθιζαν…).

Πηγές:

Κείμενο: Γεώργιος Αντρέικα - Μαρτυρίες, Μαρτυρίες….
Εικονογράφηση: 1.  Icoana Noilor Martiri ai pământului Românesc, Editura Bonifaciu, Bacău 2009.
2. Fericiti cei prigoniti -martiri ai temniţelor româneşti-, ed. îngrijită de Matei Marin, Editura Bonifaciu, Bucuresti 2008.


Ο πατήρ Ιλαρίων, ο Ομολογητής

 

Οι άγιοι νεομάρτυρες Ιλαρίων, Δανιήλ Tudor & Βαλέριος Γκαφένκου

Από εδώ

Γεννήθηκε την 21η Μαρτίου 1903, σε ένα χωριό του νομού Χουνεντοάρα της Ρουμανίας. Ο πατέρας του ήταν ιερέας. Το 1926 απεφοίτησε από την Θεολογική Σχολή του Σιμπίου. Την 29η Ιουλίου 1927 χειροτονήθηκε ιερέας. Στις 30 Οκτωβρίου 1939 υποστήριξε την διδακτορική του διατριβή, με θέμα «Η μετάνοια, θεολογική και ψυχολογική προσέγγιση (η οποία, με την βοήθεια του Θεού, θα μεταφραστεί και στα νέα ελληνικά). Επίσης, έχει γράψει το βιβλίο Προς το Θαβώρ, το οποίο είναι, σύμφωνα με τον Γέροντα Ιουστίν Πίρβου, το καλύτερο έργο της μέχρι τώρα ρουμανικής Ορθοδοξίας, μία τέλεια ερμηνεία της Φιλοκαλίας. Μιλώντας περί της υψηλής πνευματικότητας του πατρός Ιλαρίωνος, ο μεγαλύτερος Ρουμάνος ορθόδοξος θεολόγος του εικοστού αιώνα, ο πατήρ Δημήτριος Στανιλοάε, έλεγε: ο πατηρ Ιλαρίων μ΄ έχει ξεπεράσει.
Ήταν καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Αράντ από το 1938 μέχρι το 1948. Στις 25 Σεπτεμβρίου 1958 φυλακίστηκε και καταδικάστηκε, μαζί με άλλους 6 ιερείς από το Αράντ, σε 20 χρόνια ποινής. Ήταν κρατούμενος στη Γέρλα και μετά στο Αϊούντ, όπου πέθανε στις 18 Σεπτεμβρίου 1961. Ήταν ενταφιασμένος, χωρίς σταυρό, σ΄ ένα άγνωστο κοινό τάφο, μαζί με τους άλλους μάρτυρες του ρουμάνικου έθνους στο Αϊούντ.

Χριστούγεννα στη φυλακή
Από την αυτοβιογραφία του συγγραφέα Ιωάννη Ιανολίδε

Vatopaidi 
Σημ. του αρχικού blog: Συνεχίζουμε το αφιέρωμά μας στους σύγχρονους Ρουμάνους μάρτυρες, ομολογητές της πίστεώς μας, για να δείτε πώς μερικοί από αυτούς γιόρταζαν τα Χριστούγεννα!!!

Πιτέστι – 1949
 
Πεινασμένοι, παγωμένοι, ρακένδυτοι, περίτρομοι οι κρατούμενοι από το Πιτέστι μοιάζαμε με κάποια φαντάσματα. Τελείως απομονωμένοι από τον κόσμο, συνωστισμένοι σε μικρά κρατητήρια. Μόλις που μας είχαν απομείνει οι τελευταίες σωματικές και ψυχικές μας δυνάμεις. Κοιμόμασταν ανά δύο σ΄ ένα σιδερένιο, στενό κρεβάτι, με άχυρένιο στρώμα, πνιγμένο στη σκόνη, και νιώθαμε το σίδερο και το κρύο. Την Παραμονή εξομολογήθηκα αφού έλαβα το σήμα-μήνυμα που μου έστειλε στο σωλήνα του καλοριφέρ ένας ιερέας που ήταν σε άλλο κρατητήριο. Αυτός είπε την ευχή της αφέσεως για την αγία εξομολόγηση. Ο καθένας μαζευόταν μέσα στον εαυτό του μπροστά στον Θεό και έβλεπε την ξεσχισμένη από τους πειρασμούς γυμνότητα του σαν σ’ ένα καθρέφτη. Οι λογισμοί είναι έντονοι και ισχυροί στη φυλακή, όπου κάθεσαι 16 ώρες την ήμερα καταδικασμένος στην απραξία, χωρίς να έχεις τί να συζητήσεις με τους γείτονες. Εδώ οι ψυχές ψηλαφίζονταν μεταξύ τους.
Όταν όλοι κοιμήθηκαν, εγώ παρέμεινα άγρυπνος στην άκρη του κρεβατιού, με τα βλέφαρα κλειστά, με σηκωμένο το κεφάλι, προσευχόμενος με τους παλμούς της καρδιάς μου. Προσπαθούσα να ανακαλύψω τον Ιησού και Τον καλούσα με τη νοερά προσευχή. Είχα ξεχάσει την πείνα, την παγωνιά, την τρομάρα. Ο χρόνος διαστελλόταν, γινόταν αργός, αμέτρητος και ήρεμος. 
Η ψυχή μου δραπέτευε από τη φυλακή. Προσπαθούσα να εγκαταλείψω όλα και να παραμένω μόνο με τον Θεό. Πλημμύρισα από βαθειά χαρά και οι ουρανοί ανοίγονταν θαυμάσια. Αργότερα αποφάσισα να μεταλάβω. Είχαν ήδη ειπωθεί από τον ιερέα και οι ευχές για τη Θεία Μετάληψη. Έψαξα σε μια πτυχή του σακακιού μου κι έβγαλα από ένα μικρό σακουλάκι ένα μικρό μαργαρίτη του Σώματος του Χριστού, που τον φύλαγα σαν τον πιο πολύτιμο θησαυρό. Τα Άγια Δώρα είχαν μπει στη φυλακή με επικίνδυνους τρόπους, μέσω ενός μονάχου, που είχε συλληφθεί πριν από περίπου δύο χρόνια και τα είχε εμπιστευτεί στους κρατουμένους που ήθελαν να μεταλάβουν.
Θέλοντας, λοιπόν, να πάρω το ψίχουλο της Θείας Κοινωνίας, δεν ξέρω πως έγινε και μου έπεσε κάτω. Άρχισα να το ψάχνω με αγωνία, αλλά δεν το βρήκα. Τότε αποφάσισα να γλείψω με τη γλώσσα ένα κομμάτι πατώματος όπου θεωρούσα ότι είχε πέσει, όμως δεν το αισθάνθηκα. Ωστόσο πίστεψα ότι η Θεία Μετάληψη είχε γίνει. Ηρέμησα και γύρισα προσευχόμενος στην άκρη του κρεβατιού.
Ο συνάδελφος του κρεβατιού μου άρχισε να κουνιέται. Κατάλαβα ότι δεν κοιμόταν. Πλησίασε στο αυτί μου και μου είπε:
-Έχω μεγάλη εμπιστοσύνη σε σένα. Είσαι άνθρωπος του Θεού. Εγώ είμαι ουνίτης, αλλά αυτό δεν έχει καμιά σημασία τώρα. Ο αδελφός μου πέθανε σε μια μάχη των αγροτών με την Αστυνομία. Ξέρετε γιατί με έφεραν σ΄ αυτό το κρατητήριο; Ξέρετε από που έρχομαι; Γνωρίζετε τί γίνεται εδώ στο Πιτέστι;
-Αγαπητέ μου, του απάντησα, έχω 7 χρόνια στη φυλακή. Δεν ξέρω τί εννοείς!
-Έχω σταλεί εδώ να σας κατασκοπεύω, ν΄ ακούω όλα τα λόγια σας και να τα αναφέρω με πιστότητα. Δε γνωρίζετε πόσο πολύ σας μισούν οι άνθρωποι της εξουσίας. Θέλουν να σας καταστρέψουν. Θεωρείστε ένας πολύ επικίνδυνος άνθρωπος. Μαζί με τον Γκαφένκου αποτελείτε τη μυστική αντίδραση μέσα σ΄ αυτή τη φυλακή. Θέλουν να σας τσακίσουν. Δε θέλουν να σας σκοτώσουν, αλλά να σας κάνουν να περιγελάτε τον Χριστό στον οποίο πιστεύετε. Απ’ αυτή την άποψη για μένα ήταν καλύτερα, διότι δεν ήξεραν ότι κι εγώ πιστεύω στον Θεό. Με βασάνισαν, όμως, για έξι εβδομάδες, μέρα νύχτα, σε μια μορφή ομαδικής τρέλας, μέχρι να χάσω τους γομφίους από το στόμα, να βγάλω αίμα από τα πνευμόνια και να αποβάλλω όλο το παρελθόν μου. Έχω κοροϊδέψει το πιστεύω του ρουμανικού έθνους, έχω ρεζιλέψει τους γονείς μου, έχω ραντίσει με λάσπη τον αδελφό μου και, για τον εαυτό μου, έχω πει τα πιο φρικαλέα και αξιομίσητα λόγια που βρήκα, για να εξευτελιστώ. Μόνο έτσι έκανες το χατήρι τους. Μ΄ έχουν «αναμορφώσει», με έκαναν πατσαβούρα, σκουλήκι, κι εν τούτοις παρέμεινε αλώβητο μέσα μου το βήμα της πίστεως. Όχι λόγω του ηρωϊσμού της πίστεως μου. Δεν έχω, όμως, περιγελάσει τον Θεό, διότι παρέλειψαν να μου επιβάλλουν αυτή τη δοκιμασία. Εκείνοι που ήταν γνωστοί σαν μυστικοπράκτορες, βασανίσθηκαν ακριβώς για την πίστη και γλύτωσαν μόνο εκείνοι που πέθαναν. Εκεί δεν επιτρέπεται ο θάνατος, αλλά μόνο η θηριώδης ζωή, να ζεις δηλαδή σαν δολοφόνος, να είσαι έκτρωμα της κοινωνίας, δεύτερος Ιούδας…

Σταμάτησε μια στιγμή για να πάρει μια ανάσα και μετά συνέχισε:
-Ναι, Ιούδας·  διότι μόνο στον Ιούδα μπορούσε να υπάρχει τόσο πολύ μίσος, όσο εξαπολύεται εδώ ενάντια σε ότι είναι ιερό στους ανθρώπους! Αυτό ετοιμάζεται και για σας. Θα σας πάνε σε δωμάτιο του νοσοκομείου και θα βασανιστείτε. Αν πείτε κάτι για μένα, είμαι χαμένος. Θα μπω ξανά στα βάσανα. Μπορεί και να σκοτώσουν τον Χριστό που είναι μέσα μου. Είναι μια τρέλα, αλλά ο Χριστός δεν μπορεί να σκοτωθεί, κι ας είναι πολλά τα θύματα του Θηρίου, που έχει εξαπολυθεί εδώ μέσα. Σας έχω εμπιστοσύνη, γι΄ αυτό σας τα λέω, διότι τα έζησα και δεν μπορώ να σιωπώ όμως τρέμω γι’ αυτό που κάνω. Το κάνω όμως επειδή πιστεύω όντως στον Θεό. Δε βλέπω καμιά απολύτρωση, αλλά αυτή πρέπει να υπάρχει, διότι ο κόσμος είναι στα χέρια του Θεού. Είμαι ευχαριστημένος που σας γνώρισα. Δεν πίστευα να υπάρχει τόση πίστη σ΄ αυτό τον κόσμο. Και ο αδελφός μου πίστευε και πέθανε πολεμώντας!
Καθώς μιλούσε, αισθανόμουν μέσα μου τη δύναμη της προσευχής και τη φρίκη της τρομάρας. Υποψιαζόμουν βέβαια κάτι, αλλά όχι αυτά που άκουγα τώρα. Με διαπερνούσαν κρύα και θερμά ρίγη. Προσηλωνόμουν ακόμη περισσότερο στην προσευχή. Τον κοίταξα με πολλή αγάπη και του είπα:
-Σ’ ευχαριστώ. Ρισκάρεις τη ζωή σου για μένα. Είσαι ένας αληθινός χριστιανός. Μου λες απίστευτα πράγματα, και όμως πιστεύω ότι λες την αλήθεια. Τί να κάνω; Να εμπιστευτούμε τη ζωή μας στον Κύριο!

Αυτός μου φίλησε το χέρι κι εγώ το τράβηξα:
-Τί κάνεις; του είπα. Δεν πρέπει! Είμαι ένας αδύνατος και αμαρτωλός άνθρωπος. Φοβάμαι! Δεν ξέρω αν ήμουν ικανός για τον ηρωισμό σου, τον όποιο και απέδειξες. Θα έπρεπε εγώ να σου φιλήσω τα ακόμη πονεμένα χέρια σου. Συγχώρησέ με, αδελφέ!
Και οι δύο δακρύσαμε. Είπαμε μαζί μια προσευχή και ξαπλώσαμε κάτω από τη βρόμικη και σχισμένη κουβέρτα. Είχα έναν ήσυχο ύπνο. Μου φαινόταν ότι ήμουν αέρινος και το σώμα μου σαν να πετούσε και έψαλλε μέσα σ΄ ένα ωραίο φως. Χωρίς κανέναν κόπο, πόνο η λύπη, μετεωριζόμουν. Είχα ξεχάσει τη φυλακή, τον τρόμο, τον κόσμο. Το σώμα μου ήταν σαν ένα πούπουλο, η ψυχή μου σαν ένα όνειρο. Ο νους σταματούσε και δοκίμαζε την ομορφιά που δεν τελείωνε πιά.

Το Πιτέστι

Όταν χτύπησε η πρωϊνή καμπάνα για τους κρατουμένους, παρέμεινε στην ψυχή μου η ατμόσφαιρα του ονείρου. Το αδύνατο σώμα μου αντιμετώπιζε καλά την πείνα και το κρύο, και ένα αόρατο προκάλυμμα σκέπαζε την ψυχή μου από την τρομάρα που μου αποκαλύφθηκε εκείνη τη νύχτα.
Ακολούθησε το καθημερινό τυπικό στο 8 τετραγωνικών μέτρων κρατητήριο, που είχε κλειστά παντζούρια στα παράθυρα και μέσα ήταν οκτώ κρατούμενοι, ένα δοχείο για νερό και ένα άλλο για προσωπικές ανάγκες. Με υπομονή περνούσε ο καθένας, με τη σειρά του σ΄αυτά τα δοχεία. Μεταξύ μας υπήρχε σεμνότητα και αλληλοσεβασμός· γι’ αυτό το λόγο αυτό το τυπικό εφαρμοζόταν με μεγάλη ηθική ντροπή και ισχυρή αυτοκυριαρχία. Κοιτούσαμε βαθειά ο ένας τον άλλον μέχρι τα βάθη της ψυχής μας. Κάθε κίνηση υπαγορευόταν από τη στενή τάξη του κρατητηρίου και τα λόγια μας ελέγοντο ψιθυριστά.
Ακόμη δεν είχε μεταφερθεί το χλιαρό και το άνοστο τσάϊ, όταν ανοίχθηκε η πόρτα και μπήκε ο Γκεωργέσκου, ο δεσμοφύλακας που με είχε δεχθεί στο Πιτέστι το καλοκαίρι του 1949. Τώρα ήταν Χριστούγεννα. Ο Γκεωργέσκου ήταν ένας απλός και λίγο αλλοπαρμένος άνθρωπος, ο όποιος με υποπτευόταν, επειδή ήξερε ότι είμαι μυστικός. Μετά, όμως, είχε αλλάξει: είχε τρελαθεί, λυσσομανούσε, ξυλοκοπούσε τους ανθρώπους σαν τρελός. Εμένα με απέφευγε. Ένιωθα ότι ακόμη υπάρχει κάτι καλό σ΄ αυτό τον άνθρωπο που είχε γίνει θηρίο. Λοιπόν, άνοιξε την πόρτα και μου είπε:
-Αγόρι μου, δεν μπορώ να σε βοηθήσω! Βρήκες τον μπελά σου! Εγώ ξέρω και το γάλα που θήλασες από τη μητέρα σου. Από εδώ κανένας δε γλυτώνει πιά. Θα σας βγάλω το μυαλό άπό το κεφάλι σας, θα το κόψω σε κομμάτια και θα το βάλω καθαρό πίσω, όχι έτσι βρόμικο, όπως είναι τώρα. Με μένα να μην παίζεις! Έχω πέντε παιδάκια και γι΄ αυτά σας σκοτώνω όλους!
Εγώ τον κοιτούσα, προσπαθώντας να είμαι ήρεμος και ν΄ανακαλύψω τις προθέσεις που έκρυβε κάτω από όλα αυτά τα άσχημα και αποτρόπαια λόγια.
-Αγόρι μου, συνέχισε αυτός με πιο πολύ θάρρος, να βγάλεις το σταυρουδάκι, την εικόνα και το φυλλάδιο από τη Γραφή! Ξέρω ακριβώς που είναι το κάθε ένα. Εσύ ο ίδιος να μου τα δώσεις!
Εγώ ακόμη αμφιταλαντευόμουν, αργούσα, αλλά αυτός μου είπε:
-Έλα, ξεκούμπωσε το παντελόνι και βγάλε την εικόνα! Ο σταυρός είναι στο δεξί μανίκι του πουλόβερ και η Γραφή είναι στο στρώμα. Δώσ΄ τα γρήγορα, μην το σκέπτεσαι! Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Βρήκατε τον μπελά σας και είστε ξεγραμμένοι!
Ο άνθρωπος είχε κάνει ότι ήταν δυνατό για να μη με ξυλοκοπήσει, διότι με άλλους δεν είχε τόση υπομονή, αλλά τους ράβδιζε, τους στούμπιζε το κορμί με ότι είχε. Υπάκουσα. Του έδωσα τη Γραφή - ένα φυλλάδιο από την Παλαιά Διαθήκη, που μου απέμεινε από την αγία Γραφή του Βαλέριου [αγ. Βαλέριου Γκαφένκου] - του έδωσα και την εικόνα και όταν του έδωσα και τον σταυρό, του είπα:

-Κύριε, Γκεωργέσκου, προσέξτε να μην πολεμήσετε με τον Τίμιο Σταυρό, διότι είναι πέρα από τις δυνάμεις μας!
Ο Γκεωργέσκου γούρλωσε τα μάτια του. Κατάλαβε περισσότερα από ότι του είχα πει εγώ. Μάλλον τα λόγια μου φαίνονταν σαν κατάρα, καί, μέσα από την ψυχή του ούρλιαξε, ορμώντας ταυτόχρονα να με χτυπήσει αλύπητα.
-Αγόρι μου, κατάλαβες, αγόρι μου…! 
Ο καημένος ο άνθρωπος φοβόταν την κατάρα και αντιδρούσε σαν τρελός. Με λίγα ξυλοκοπήματα μ΄ έριξε κάτω, πήδηξε με τις μπότες επάνω μου, με μαστίγωσε μ΄ ένα λοστό και ούρλιαζε σαν ένας απελπισμένος. Όλα είχαν γίνει τόσο ξαφνικά, ώστε δεν κατάλαβα τί συμβαίνει. Ήμουν σαστισμένος, αλλά δε με πονούσε τίποτε. Έτρεχε το αίμα, αλλά δεν ήξερα από πού. Αισθάνθηκα όι κάτι σχίζεται μέσα μου, αλλά όχι τί ακριβώς. Μετά, αφού κουράστηκε, ο Γκεωργέσκου έφυγε γρυλλίζοντας. Ήρθε ο νοσοκόμος να με επιδέσει. Με πονούσε και γόγγυζα, αλλά κι αυτός με χτύπησε με την παλάμη, στα μάτια.
Ύστερα από μικρό διάστημα, τον Ιωάννη, το συνάδελφο που μου είχε αποκαλυφτεί εκείνη τη νύχτα, τον βγάλανε άπό το κρατητήριο και κατάλαβα ότι τον πήγαιναν να δώσει αναφορά για μένα. ΈΕνα φρικαλέο φαράγγι ανοιγόταν μπροστά μου και με μεγάλο κόπο μπορούσα να πώ την προσευχή. Συχνά ο νους μου ηταν ανήμπορος να πει τα λόγια, αλλά η καρδιά, με το ρυθμό των χτύπων της, μου έδινε το συναίσθημα κοινωνίας με τον Θεό.

Προειδοποίησα τους συναδέλφους του κρατητηρίου ότι βρισκόμαστε σε μεγάλο κίνδυνο. Από μια πλευρά πίστευα ότι θα με προστατεύσει η πίστη μου, από την άλλη έψαχνα μέσα μου τη δύναμη να αντιδράσω. Ένιωθα ότι παγώνει το αίμα μου στις φλέβες και πως με πλημμυρίζει ο φόβος.
Έτσι πέρασαν μερικές ώρες, έως ότου στο διάδρομο εξαπολύθηκε ένας μεγάλος θόρυβος: κραυγές, χτυπήματα, πάλι κραυγές, πάλι χτυπήματα. Το σκάνδαλο διήρκεσε περίπου τρεις ώρες και ήμασταν πολύ τρομαγμένοι. Η σούπα δεν ήρθε στα πεινασμένα μας στομάχια.
Ακολούθησε ένα διάλειμμα. Μετά ειδοποιηθήκαμε να ετοιμαστούμε για επιθεώρηση. Τα αυτιά και όλες οι αισθήσεις μας ήταν προσεκτικές. Αφουγκραζόμασταν ακριβώς πως ανοίγονται οι πόρτες από το ισόγειο, τον πρώτο όροφο, το δεύτερο, μακριά, πιο κοντά και τελικά σε μας.
Το λουκέτο έπεσε πάνω στα μυαλά και στις καρδιές μας. Εμφανίστηκε γουρλωτός ο Γκεωργέσκου και εξαφανίστηκε αμέσως. Μετά ο διευθυντής, που κοιτούσε απελπισμένος, και τελικά μια ομάδα τριών πολιτικών, από την οποία προχώρησε ένας άντρας περίπου εξήντα ετών, μ΄ένα αυστηρό πρόσωπο, με βλέμμα αετίσιο. Έδειχνε ήρεμος, βέβαιος για τον εαυτό του και αλαζονικός. Μπήκε στο κρατητήριο και μας διαπέρασε με τη ματιά του φιδιού. Οι άλλοι δύο επόπτες στέκονταν πίσω του, σαν δύο προστατευτικές σκιές. Εκείνοι έμοιαζαν με δύο θηρία, ενώ αυτός ήταν σαρκωμένο το κακό, η κρύα, σαδιστική κακία, πού μετέφερε επάνω της μεγατόνους μίσους χιλίων χρόνων.
Παρόλο που ήμουν καταβεβλημένος κάτω στο πάτωμα, ο επόπτης έδειχνε να μην παρατηρούσε τίποτε. Κατάλαβα εκείνη τη στιγμή ότι πρέπει να κάνω ένα τελευταίο διάβημα, διότι είναι η μοναδική λύτρωση από τον επικείμενο θάνατο μου. Οπότε είπα:
-Κύριε επόπτα, παρακαλώ να με ακούσετε.
Ο επόπτης κοίταξε το διευθυντή, ο διευθυντής έκανε ενα μορφασμό και μετά μου είπε:
-Ανάφερε, τί θέλεις!
-Εδώ γίνονται σοβαρά πράγματα, οι άνθρωποι βασανίζονται και σκοτώνονται. Κοιτάξτε, παρακαλώ, το πρόσωπό μου!
Σαν απάντηση, ο επόπτης με ράπισε τόσο δυνατά και ξαφνικά, ώστε τρίκλισα στα πόδια μου. Μετά ρώτησε το διευθυντή:
-Πώς βρέθηκε αυτός ο άνθρωπος μπροστά μου;
-Να ζήσετε, ψέλλισε ο διευθυντής, θα διακριβώσω τί έγινε!
-Εδώ να τηρούνται οι γραπτοί και άγραφοι νόμοι και κανονισμοί. Κατάλαβες, κύριε διευθυντά;
-Κατάλαβα, να ζήσετε! Απάντησε ο διευθυντής, σε μια στάση τρόμου μπροστά του.
Ύστερα έφυγαν. Τους άκουσα να μιλούν στο διάδρομο, πριν ν΄ ανοιχτεί η πόρτα του διπλανού κρατητηρίου. Έγώ έτρεμα. Δεν είχα καταφέρει τίποτε και ήξερα όδτι θα ακολουθήσουν τα πιο σοβαρά. Ένας φίλος από το κρατητήριο αναφώνησε:
-Λυπάμαι που δεν είχα το θάρρος να τον πνίξω!
-Δεν μπορούμε να αμυνόμαστε, είπε άλλος. Να ετοιμαστούμε για δύσκολες μέρες, διότι δε θα δύσει ο ήλιος και θα μας σκορπίσουν όλους από έδώ. Θα θεωρήσουν όδτι έχουμε οργανωθεί ή  μάλλον ότι αποπειραθήκαμε να σκοτώσουμε τον επόπτη!
Στο νου μου βυθίζονταν οι ιδέες σαν κάποια θλιβερά καρφιά και έβλεπα μόνο βάσανα, αίμα, φυλακές και θάνατο, αλλά δεν ξέρω πως και από που, η ψυχή μου ηρέμησε. Να γίνει το θέλημα του Κυρίου, είπα μέσα μου.
Ακολούθησε μια καταθλιπτική σιωπή, έως ότου άνοιξε η πόρτα και κάποιος σπρώχθηκε μέσα με κτυπήματα και βωμολοχίες:
-Κερατά, την άλλη φορά θα πεθάνεις στο μπουντρούμι!


Έτσι εμφανίστηκε ο Ιωάννης, ο συνάδελφος που μου είχε μιλήσει χθες τη νύχτα για τα βάσανα στο δωμάτιο 4 του νοσοκομείου. Η σκηνοθεσία ήταν ακαλαίσθητη και κανένας δεν την πίστεψε. Ο Ιωάννης περίμενε να βραδιάσει και μου είπε τα εξής:
-Με πήγαν στην επιτροπή της «αναμόρφωσης» που είχα κάνει την αυτοκαταγγελία. Έπρεπε ν΄ αποδείξω την ειλικρίνεια μου. Μου δόθηκαν κάποια χαρτιά για να γράψω ότι άκουσα και είδα εδώ. Έπρεπε να με φέρουν πάλι μετά από μια ώρα, αλλά έγιναν σημαντικά, απρόοπτα γεγονότα και με κράτησαν εκεί μέχρι αργά. Καθώς έγραφα, ακούστηκε ένας δυνατός θόρυβος. Μεταφέρθηκα στο δωμάτιο 4 του νοσοκομείου. Στο διάδρομο είδα μετά έναν επόπτη κυκλωμένον από δυνατή φρουρά. Κοιτούσαν μέσω της τρύπας του δωματίου τί γίνεται εκεί μέσα.
Σ΄ έναν τοίχο ήταν κρεμασμένος με ζώνες, σε δύο καρφιά, ένας νέος που είχε βασανιστεί μαζί με μένα, διότι είχε αρνηθεί κάθε συνεργασία με την «αναμόρφωση». Ο Τσουρκάνου τον είχε ξυλοκοπήσει ένα ολόκληρο μερόνυχτο. Του έλεγε:
-Ρε, κερατά, σαν τον Χριστό της μητέρας σου θα σε σταυρώσω, αλλά εσύ δεν είσαι Θεός, όπως εκείνος, για να αναστηθείς… απ’ Αυτόν προέρχονται όλες οι αηδίες που γίνονταν από τους Λεγεωνάριους, από αυταπάρνηση. Καλά, θα είστε σαν Αυτόν… όχι, δε θα είσαι σαν Αυτόν θα είσαι σαν ένα μηδενικό του κόσμου! Ρε, δε θα σε αφήσουμε, μέχρι να πεις με το δικό σου στόμα ότι ο Χριστός ήταν ένας απατεώνας που εξαπάτησε τον κόσμο! Και όχι μόνο αυτό, αλλά θα πρέπει να σταυρώσεις ο ίδιος τους φίλους σου, για να βγάλεις τον Χριστό από το κεφάλι τους! Τέρμα με τη θυσία (του Χρίστου)! Εδώ σας κάνουμε ανθρώπους, ρε, όχι «κερατάδες» ή μυστικούς (πράκτορες)!
Τώρα ο Τσουρκάνου κοιτούσε θριαμβευτικά προς τον τοίχο. Με ήρεμη φωνή είπε:
-Σήμερα είναι Χριστούγεννα. Καλά. Να τα γιορτάσουμε ευπρεπώς! Εσύ, γδύσου! διέταξε σ΄ ένα νεαρό.
Εκείνος, τρέμοντας, γδύθηκε. Όλο το σώμα του ήταν μελανιασμένο και ματωμένο.
Εσύ είσαι η Αειπάρθενος…, είπε ο Τσουρκάνου. Κάτσε σε θέση τοκετού! Δεν έχεις γεννήσει μέχρι τώρα, αλλά θα το κάνεις κι αυτό!
Ο νεαρός ξάπλωσε στο πάτωμα….
Οι παρόντες έβγαλαν σπαρακτικές φωνές που έμοιαζαν με ουρλιαχτά σκύλων, όταν τους χτυπούν. Η κακή πράξη επιτελέσθηκε. Ο Τσουρκάνου συνέχισε:
(Ο συγγραφέας αφηγείται εδώ λεπτομερειακά ένα αποτρόπαιο περιστατικό για ένα σοβαρό νου. Όλο το μυστήριο της Ενσάρκωσης του Κυρίου Ιησού περιγελάστηκε σύμφωνα μ' ένα δαιμονικό σενάριο, εκπονημένο από τον Τσουρκάνου, στο οποίο το όργιο και η κοπροφαγία εξευτέλισαν μέχρι τρέλας τους «κερατάδες», με σκοπό να βγάλουν μόνιμα τον Θεό από το νου και την καρδιά τους. Παρόλο που ο Ιωάννης Ιανολίδε, ο συγγραφέας αυτού του βιβλίου, διευκρινίζει ότι περιέγραψε αυτές τις βλασφημίες ακριβώς για να ξυπνήσει τους ανθρώπους και να τους συνετίσει, ότι ο ίδιος ο διάβολος κρύβεται πίσω άπό τις ουμανιστικές ιδεολογίες -είτε λέγονται κομμουνιστικές, είτε δημοκρατικές- όμως λόγω της ευλάβειας προς την Παναγία και το μυστήριο της Ενσάρκωσης του Σωτήρος Χρίστου, αναγράφουμε εδώ μόνο λίγες λέξεις, από τις όποιες ο αναγνώστης μπορεί να διαισθανθεί μόνος του τί έγινε
["Νεκρός": το επεισόδιο περιγράφεται και εδώ, στο κεφ. "Κοπροφαγία", από το Δημήτριο Μπορντεάνου. Ίσως όμως να πρόκειται για εφαρμογή του ίδιου ομαδικού βασανιστηρίου σε άλλη περίσταση. Από εκεί και η φωτο.]).



Το χριστουγεννιάτικο σόου του Τσουρκάνου, σε συνδυασμό με άλλες σκηνές από μαρτύρια στο Πιτέστι

Χρειάζονται ακόμη και αγνοί άγγελοι, βόδια και μουλάρια για να είναι η σκηνή πανομοιότυπη. Όλοι μέχρι το δέρμα γυμνοί. Θα γίνει ένα όργιο, που δεν ξανάγινε ποτέ. Εγώ ο Θεός, διατάζω σαν παντοδύναμος! Να φύγει ο Θεός άπό το νωτιαίο μυελό σας και από τα σάπια σας μυαλά! Μετά όλοι να περάσετε με τη σειρά να κοινωνήσετε!… Αν δε σας φτάνει, η τουαλέτα είναι γεμάτη! Προσοχή, ο Θεός είναι παρών, όλα να γίνουν σύμφωνα με το θέλημα μου και όλοι να μου ψάλλετε Ωσαννά. Αρχίστε! διέταξε ο Τσουρκάνου.
Και άρχισε μια τρελή τελετουργία, που κατευθυνόταν από τη φαντασία του Τσουρκάνου, και φαινόταν ατέλειωτη. Όταν οργίαζε το μακάβριο παιχνίδι, κάποιος φώναξε:
-Κύριε, κύριε… πέθανε…
-Ποιος πέθανε, ρε;
-Ο εσταυρωμένος Χριστός! και έδειξε προς τον τοίχο που ήταν σταυρωμένος ο νεαρός.
Για μια στιγμή έγινε ησυχία. Ο Τσουρκάνου πλησίασε τον εσταυρωμένο, τον γρονθοκόπησε στο συκώτι και στην κοιλιά, αλλά εκείνος δεν αναστήθηκε πια, δεν κουνήθηκε.
-Γλυτώσαμε απ΄ αυτή τη σκιά, που σκέπασε τον ήλιο των ανθρώπων! είπε ο Τσουρκάνου.
Τον κατέβασαν από τον τοίχο, τον τράβηξαν στην πόρτα, τον χτύπησαν και ο Τσουρκάνου είπε:
-Σταμάτησε η καρδιά του. Πάρτε τον, κύριε επιλοχία! Ρε, εσύ, πάρε το νεκρό, όπως σου λέει ο κύριος λοχίας!
Εκείνος τον έπιασε άπό το ένα πόδι και τον έσερνε στο διάδρομο. Όταν έφτασε στις σκάλες, πήδηξε άπό την κορυφή του εσωτερικού διαδρόμου κάτω και πέθανε. Το πτώμα του έπεσε στο υπόγειο του δεσμωτηρίου. Ο δεσμοφύλακας χτύπησε το συναγερμό. Οι πόρτες αμπαρώθηκαν αμέσως. Εμφανίσθηκε ο επόπτης μαζί με τη φρουρά του. Κάλεσε και τον γιατρό. Περικύκλωσαν το νεκρό και ο επόπτης, χτυπώντας τον με το πόδι, είπε:
-Γράψε, γιατρέ, σύφιλις σε τρίτη φάση!
Ύστερα είπε στο διευθυντή:
-Οι οδηγίες του κόμματος και της κυβέρνησης είναι να γίνονται όλα με τέλεια νομιμότητα και ανθρωπιά. Να μην ακούσω ότι εδώ γίνεται καμιά κατάχρηση εξουσίας, διότι θα μπείτε όλοι στη φυλακή!
Μιλούσε δυνατά, για ν΄ ακούγεται από τους κρατουμένους που στήλωσαν τα αυτιά τους να καταλάβουν τί γίνεται στο διάδρομο. Μετά, που τελείωσαν με τους δύο νεκρούς, έγινε η αυστηρή επιτήρηση. Άρχισαν μάλιστα από το δωμάτιο 4 του νοσοκομείου. Ο Τσουρκάνου μας έβαλε σε δύο σειρές. Η εξέταση έγινε τέλεια. Κανένας δεν ανέφερε τίποτε, κανένας δε διαμαρτυρήθηκε.
-Τότε κατάλαβα, κατέληξε ο Ιωάννης, δηλαδή ο ουνίτης συνάδελφος, ότι είχαμε αδειάσει από κάθε προσωπική θέληση, δεν μπορούσαμε ούτε να πεθάνουμε, ούτε να προφυλαχθούμε. Αντιδρούσαμε αυτόματα στην προσταγή, νιώθαμε τις διαταγές σαν να αιωρούνται στην ατμόσφαιρα. Πιστεύω ότι μέσα μας έγινε μια αλλαγή. Έχουμε την εντύπωση ότι αυτές οι στυγερές προσταγές ανήκουν σε μας, έρχονται από μέσα μας. Αρχίζει να μας αρέσει. Μάθαμε να σκεφτόμαστε σαν αυτούς, να ψευδόμαστε σαν αυτούς, να σκοτώνουμε σαν αυτούς. Πολλοί θεωρούν ακόμη ότι έχουν επωμισθεί να εκπληρώσουν μια μεγάλη επαναστατική αποστολή. Η στιγμή της εσωτερικής πτώσης είναι όταν παρατήσεις ότι είναι αγαθό και ιερό μέσα σου. Από τότε γίνεσαι θηρίο, κτήνος και έχεις την απόλαυση να κάνεις και άλλους να υποφέρουν. Μπορεί να είναι μια υπερηφάνεια της αθλιότητας, η οποία λειτουργεί πέρα άπό τα βάσανα. Εν τούτοις, ο φόβος είναι μια φοβερή βία που εξαπολύεται εκεί. Ένα ακατάσχετο μίσος φυσάει επάνω μας. Δεν πίστευα ποτέ ότι οι Εβραίοι μισούν τους χριστιανούς. Εκείνος ο επόπτης ήταν Εβραίος. Τώρα καταλαβαίνω τί μου έλεγε ο αδελφός μου….
Ο Ιωάννης σταμάτησε, με κοίταξε βαθειά και μου είπε:
-Αυτό σας περιμένει: η σταύρωση. Θα γίνετε ένας δεύτερος Ιούδας. Ο Χριστός πρέπει να αντικατασταθεί με τον Ιούδα στη σκέψη του κάθε χριστιανού.
Η παρέμβαση του αυτή μου έκοψε την ανάσα. Μου έλεγε απίστευτα πράγματα και μου ήλθε η ιδέα να τον θεωρήσω προκλητικό, αλλά ήμουν βέβαιος για την ειλικρίνεια με την οποία μου αποκαλυπτόταν. Είχα δει πολλά και είχα αντέξει διάφορα στα μέχρι τότε χρόνια της φυλάκισης μου, αλλά τώρα αυτά που άκουγα ξεπερνούσαν τα όρια κάθε φαντασίας και αηδίας.
Η κατάσταση ήταν πολύ οδυνηρή και είχε σχέση και μ΄εμένα προσωπικά. Ο ίδιος με προειδοποιούσε. Είχα ήδη βασανιστεί, πάλι, τα Χριστούγεννα του 1948, αλλά αυτά που άκουγα βούλιαξαν κάθε ελπίδα απολύτρωσης.
Παρ΄όλη την τρομάρα που διέσχιζε το είναι μου, συνέχιζα να προσεύχομαι. Δεν έβλεπα καμιά ανθρώπινη λύτρωση. Έτσι άφηνα τον εαυτό μου απολύτως στο θέλημα του Θεού. Καταλάβαινα ότι από τις συνθήκες αυτές μπορείς να βγεις μόνο θηρίο.
Ρώτησα κάποιους φίλους και έμαθα ότι είχαν βασανιστεί τόσο πολύ, ώστε τους ανάγκασαν οι δεσμοφύλακες να αμαρτήσουν σαρκικά μεταξύ τους. Εκείνοι οι άνθρωποι ήταν ήρωες, είχαν δυνατές ψυχές, λαμπερό νου, και όμως αναμορφώθηκαν σε προδότες, θηρία, ηλίθιους, και σχεδόν σε κτήνη. Αισθανόμουν ότι θόλωνε ο νους μου και καλούσα αδιαλείπτως τον Ιησού, να μου δώσει φως και ειρήνη.
Εφ΄όσον μέσω του δωματίου 4 δε γίνεται να περάσεις χωρίς να γίνεις θηρίο, τότε δεν πρέπει να φτάσω εκεί, έλεγα μέσα μου. Άραγε επιτρέπεται η αυτοκτονία; Εκείνοι που βασανίστηκαν δεν μπορούν ούτε ν΄ αυτοκτονήσουν. Τί μπορώ να κάνω;
Σε τέτοιες συνθήκες πρέπει να προκαλούνται σταθερά σκάνδαλα με κάθε τρόπο. Μόνο όταν ριψοκινδυνεύεις για τα πάντα, μπορεί να κερδηθεί η μάχη. Είμαστε σε απελπιστική παρακολούθηση και άρα πρέπει να συμπεριφερόμαστε σύμφωνα με τον κανονισμό! Έπρεπε όμως να νικηθεί ο φόβος μέσω μιας προοπτικής, έστω και τρομακτικής. Καλύτερα να μας αιματοκυλήσουν παρά να μας πνίξουν τις ψυχές, να μας διαφθείρουν τις συνειδήσεις. Αλλά δεν ήταν πιθανή καμιά ομαδική ενέργεια σ΄αυτή την καταραμένη φυλακή. Πάλι σκέφτηκα την αυτοκτονία. Αλλά η αυτοκτονία του ενός δε γλυτώνει τους άλλους.
Είδα την κόλαση. Είδα τον σατανά. Ανέβαινε το αίμα στους κροτάφους μου. Με περνούσαν κρύα ή ζεστά ρίγη. Μόνο που η καρδιά μου συνέχιζε να λέει την προσευχή. Ήμουν όλο και πιο κοντά στον Χριστό. Τον άγαπούσα πολύ και εμπιστευόμουν τη ζωή μου σ΄ Αυτόν. Ευχαρίστησα απλά τον Ιωάννη για την εμπιστοσύνη που μου έδειχνε.
Έκλαιγα ήρεμα, όταν αισθάνθηκα ότι ένα θερμό κύμα εισέρχεται από το στήθος στο κεφάλι μου. Ένιωθα ότι σχίζομαι, πνίγομαι και πεθαίνω. Είχα την αίσθηση της απόλυσης απ΄ αυτή τη ζωή και παραλίγο να ήμουν ευτυχής. Πηκτό αίμα έβγαινε από το στόμα και τη μύτη μου. Ήταν η πρώτη αιμόπτυση.
Σηκώθηκαν όλοι οι συνάδελφοι του κρατητηρίου. Κάποιος χτύπησε την πόρτα και ειδοποίησε τί γίνεται. Ήλθε ο ίδιος ο επόπτης. Ήμουν σ΄ένα βάλτο αίματος. Ένιωθα μια μεγάλη αγαλλίαση στο σώμα και στην ψυχή. Είχα συγχωρέσει όλους, λυπόμουν όλους, ακόμη και τον επόπτη, διότι έβλεπα τις θλίψεις που θα έχει στη ζωή του. Περίμενα να ξεψυχήσω και ήμουν ήρεμος. Ο επόπτης με κοίταξε με τα ίδια παγερά μάτια:
-Διευθυντά, είπε αυτός, διατάζω να τριπλασιάσεις τις μερίδες φαγητού, να τους αφήσεις να βγουν στην αυλή, να τους δώσεις βιβλία και να έχουν το δικαίωμα μιας επίσκεψης το μήνα. Αμέσως να περάσουν όλοι οι κρατούμενοι ένα τσεκάπ. Και αυτόν να τον πάτε αμέσως στο νοσοκομείο της πόλεως· μετά να τον στείλετε στο Τίργου Όκνα, όπου έχουμε όλες τις κατάλληλες συνθήκες για τη θεραπεία της φυματίωσης!
-Να ζήσετε, έτσι θα κάνω! απάντησε ο διευθυντής.
Εμένα με πήγαν στο Τίργου Όκνα, αλλά στο Πιτέστι δεν άλλαξε καθόλου ο κανονισμός της Εξολόθρευσης.

Πηγές:

Κείμενο: Ιωάννη Ιανολίδε, Συνταρακτικά περιστατικά φυλακισμένων Ρουμάνων Ομολογητών και Μαρτύρων του 20ου αιώνα, Εκδόσεις Ορθόδοξος Κυψέλη, Έκδοσις Α΄, Θεσσαλονίκη 2009, σελ. 244-260.
Εικονογράφηση: 1.  Icoana Noilor Martiri ai pământului Românesc, Editura Bonifaciu, Bacău 2009.
2. Fericiti cei prigoniti -martiri ai temniţelor româneşti-, ed. îngrijită de Matei Marin, Editura Bonifaciu, Bucuresti 2008.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου