Έλπίς μου ὁ Πατήρ, καταφυγή μου ὁ Υἱός, Σκέπη μου τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. Τριὰς Ἁγία, δόξα Σοι.

Δεῦτε ἀπὸ θέας Γυναῖκες εὐαγγελίστριαι, καὶ τῇ Σιὼν εἴπατε· Δέχου παρ΄ ἡμῶν Χαρᾶς Εὐαγγέλια, Τῆς Ἀναστάσεως Χριστοῦ. Τέρπου, χόρευε, καὶ ἀγάλλου Ἱερουσαλήμ, τὸν Βασιλέα Χριστόν, θεασαμένη ἐκ τοῦ μνήματος, ὡς Νυμφίον προερχόμενον.


Πέμπτη 22 Αυγούστου 2013

Αλέξιος του Ελνάτ ο δια Χριστόν σαλός (Μέρος Β')


Αλέξιος του Ελνάτ ο δια Χριστόν σαλός (Μέρος Β')
Ὁ ὅσιος πολλὲς φορὲς ἐπισκεπτόταν τὰ χωριὰ Σελεζένεβο καὶ Παρφένεβο, ὅπου σ᾿ ἕνα ἀπὸ τὰ σπίτια εἶχε ἕνα τσουβάλι βιβλία καὶ πήγαινε, διάβαζε πίνοντας τὸ τσάϊ του. Μιὰ φορὰ ὅμως μπῆκε στὸ σπίτι καὶ κάθησε πάνω ἀπὸ τὴ σόμπα σιωπηλός. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ τὸν φιλοξενοῦσαν εἶχαν συνηθίσει τὴν παράξενη συμπεριφορά του καὶ περίμεναν κ᾽ ἐκεῖνοι σιωπηλοί. Λίγη ὥρα ἀργότερα ὁ Ἀλέξιος βγῆκε ἔξω καὶ κάθισε στὸ κεφαλόσκαλο, καὶ ἔτσι, ὅπως καθόταν, κατέβηκε τὶς σκάλες καθιστός. Ἔπειτα σκαρφάλωσε πάνω σ᾿ ἕνα κάρρο στὴν αὐλὴ καὶ ξάπλωσε ἀρχίζοντας νὰ βογγάῃ σιωπηλά.

Δυὸ ἑβδομάδες ἀργότερα ἡ κυρία τοῦ σπιτιοῦ, παίρνοντας μία μεγάλη σιδερένια κατσαρόλα βραστὸ νερό ἀπὸ τὴ σόμπα, τὴν ἔχυσε πάνω της καὶ κάηκε τόσο πολὺ ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ βαδίσῃ. Βγῆκε ἔξω στὴ βεράντα, κάθησε στὰ σκαλοπάτια, τὰ κατέβηκε καθιστή, καὶ στὴ συνέχεια τὴν ἔβαλαν πάνω στὸ κάρρο ὅπου ἔπρεπε νὰ περιμένῃ δύο ὧρες μέχρι ποὺ κατάφεραν νὰ τὴ μεταφέρουν στὸ νοσοκομεῖο.

Ἐπίτροπος τῆς ἐκκλησίας τοῦ χωριοῦ Ἔλνατ ἦταν ὁ Παῦλος Ἰβάνοβιτς, ἕνας εὐσεβὴς καὶ δίκαιος ἄνθρωπος. Κάποια μέρα ὁ Ἀλέξιος μπῆκε στὸ ναὸ ἐνῷ γινόταν ἡ ἀκολουθία, φορώντας καπέλλο κι ἔχοντας ἕνα τσιγάρο στὸ στόμα. Ἔκανε βόλτες μέσα στὸ ναὸ μὲ τὰ χέρια του πίσω ἀπὸ τὴν πλάτη, προξενώντας τὴν δυσαρέσκεια ὅλων τῶν πιστῶν. Δὲν πέρασε πολὺς καιρὸς καὶ οἱ ἀρχὲς διέταξαν τὸ κλείσιμο τοῦ ναοῦ ζητώντας τὰ κλειδιὰ ἀπὸ τὸν ἐπίτροπο Παῦλο, γιὰ νὰ δείξουν ὅτι οἱ πιστοὶ ἐθελούσια συμπράττουν στὸ κλείσιμο τῆς ἐκκλησίας. Ὁ Παῦλος ἀρνήθηκε νὰ παραδώσῃ τὴν ἐκκλησία στοὺς ἄθεους.

Φυλακίστηκε καὶ πέθανε στὴ φυλακή, ἐπειδὴ ἡ κλονισμένη του ὑγεία δὲν τοῦ ἐπέτρεψε νὰ ἀντέξῃ τὴν ἀνάκρισι. Μετὰ τὴ σύλληψι τοῦ ἐπιτρόπου ἔκλεισαν τὴν ἐκκλησία καὶ ἐργάτες μὲ καπέλλα καὶ τσιγάρα βάδιζαν ἀναιδῶς μέσα στὸ ναό, ὁ ὁποῖος μετατράπηκε σὲ λέσχη διασκεδάσεως.

Πολλοὶ ἦταν αὐτοὶ ποὺ γελοῦσαν ἢ κυνηγοῦσαν τὸν Ἀλέξιο, βλέποντας τὴν περίεργη συμπεριφορά του.

Πολλοὶ νέοι τὸν πείραζαν, περπατώντας δίπλα του, ἀλλὰ ὁ Ἀλέξιος δὲν ἔδινε σημασία. Βάδιζε πάντοτε φορώντας ἕνα μακρὺ πουκάμισο μέχρι τὰ γόνατα. Ὅταν τοῦ ἔδιναν ροῦχα, ἐκεῖνος ἀμέσως τὰ μοίραζε.

Πολλὲς φορὲς οἱ ἀρχὲς τὸν εἶχαν συλλάβει, στέλνοντάς τον σὲ ψυχιατρικὴ κλινική, ἀλλὰ ἐκεῖ οἱ γιατροὶ δὲν μποροῦσαν νὰ διαγνώσουν κάποια ψυχικὴ πάθησι, κ᾽ ἔτσι τὸν ἄφηναν ἐλεύθερο.

Ὁ ὅσιος ἔλεγε συχνὰ στὴν Ἄννα Μπεζεμίροβνα, ὅταν ἀκόμη ἦταν μικρή, τὴν ἑξῆς φράσι• «δῶσε μου μισὸ λίτρο». –Μὰ τί λέει ὁ Ἀλέξιος; ἀναρωτιόταν ἡ μικρή. Μέχρι ποὺ παντρεύτηκε καὶ [τότε] ἄκουγε συχνὰ ἀπὸ τὸν μέθυσο ἄντρα της τὴν ἴδια φράσι.

Τὸ 1931 ὁ πεθερὸς τοῦ ἀνεψιοῦ τοῦ Ἀλεξίου, ὁ Νικόλαος Βασίλιεβιτς, ἐξωρίστηκε. Ἐπειδὴ ἦταν ἥδη ἠλικιωμένος, ἡ οἰκογένειά του δὲν εἶχε καμμιὰ ἐλπίδα νὰ τὸν ξαναδῇ ζωντανό. Μιὰ μέρα ὁ Ἀλέξιος πῆγε στὸ σπίτι τοῦ ἀνεψιοῦ του, τοῦ Δημητρίου Μιχαΐλοβιτς, στὸ ὁποῖο ἦταν μόνο ἡ σύζυγός του Ἄννα Νικολάεβνα, κ᾽ ἐπειδὴ δὲν ἤθελε νὰ εἶνε ἄπραγος, βρῆκε κάτι ν᾿ ἀπασχολῆται• κ᾽ ἐνῷ ἦταν ἀπορροφημένος στὴ δουλειά του, σήκωσε τὸ κεφάλι κ᾽ εἶπε· –Δὲν θὰ ἔρθῃ ὁ Νικόλαος στὸ σπίτι; –Ποιός Νικόλαος; ρώτησε ἡ Ἄννα. –Ὁ πατέρας σου. Ἐκείνη χτύπησε τὰ χέρια της ὅλο χαρὰ καὶ ρώτησε μὲ τὴ σειρά της –«Τί ἐννοεῖς, θεῖε Ἀλέξιε; ὑπάρχει περίπτωσι νὰ εἶνε τώρα στὸ δρόμο καὶ νὰ ἐπιστρέφῃ; –Ἴσως… ἴσως, ἀπάντησε ἐκεῖνος. Τὴν ἑπόμενη μέρα ὁ Νικόλαος ἐπέστρεψε σπίτι.

Ὅταν ἡ Ἄννα Νικολάεβνα γέννησε τὸ γυιό της, τοῦ ἔδωσε τὸ ὄνομα Νικόλαος, ἐπειδὴ εἶχε γεννηθῆ λίγες μέρες πρὶν τὴν ἑορτὴ τοῦ ἁγίου Νικολάου. Πρότειναν στὸν Ἀλέξιο νὰ εἶνε ὁ νονὸς τοῦ παιδιοῦ κ᾽ ἐκεῖνος δέχτηκε. Στὴ βάπτισι ὅλοι πῆγαν μὲ τὸ κάρρο ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Ἀλέξιο πού, ὅπως συνήθιζε, πῆγε περπατώντας. Δύο μέρες μετὰ τὴ βάπτισι, μαζεύτηκαν στὸ σπίτι τοῦ παιδιοῦ νὰ γιορτάσουν τὴν ὀνομαστική του ἑορτή. Ἐκείνη τὴν ἡμέρα ὁ Ἀλέξιος ἐμφανίστηκε στὸ σπίτι, μπῆκε μέσα ἀθόρυβα καὶ χωρὶς νὰ πῇ λέξι ξάπλωσε στὸ πάτωμα καὶ σταύρωσε τὰ χέρια του στὸ στῆθος, σὰν νὰ ἦταν νεκρός. Οἱ συγγενεῖς κοίταζαν τὸν Ἀλέξιο μὲ ἀπορία. Τὸ γεγονὸς ξεχάστηκε ἀπὸ τοὺς γονεῖς, ἀλλὰ τὸ ξαναθυμήθηκαν 42 χρόνια ἀργότερα, ὅταν ὁ Νικόλαος βρέθηκε νεκρὸς στὸ δημοτικὸ κῆπο τοῦ Κίνεσμα καὶ κείτονταν στὸ ἔδαφος μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα στὸ στῆθος.

Τὸ μαρτύριό του

Πλησίαζε ἡ ἐπέτειος τῶν 20 ἐτῶν ἀπὸ τὴν πτῶσι τοῦ Ῥωσικοῦ κράτους καὶ οἱ συλλήψεις συνεχίζονταν. Ὁ Ἀλέξιος γνώριζε, ὅτι αὐτὴ τὴ φορὰ δὲν θὰ διαφύγῃ τὴ σύλληψι καὶ τὸ θάνατο. Θέλησε λοιπὸν ν᾿ ἀποχαιρετίσῃ τοὺς συγγενεῖς του κ᾽ ἔτσι ξεκίνησε γιὰ τὸ πατρικό του, στὸ ὁποῖο τώρα ἔμενε ὁ ἀνιψιός του Δημήτρης μὲ τὴν οἰκογένειά του. Ἦταν Μάιος τοῦ 1937. Εἶχε μαζέψει ὅλα του τὰ ὑπάρχοντα σ᾿ ἕνα σάκκο, τὸν ὁποῖο ὅταν τὸν ἀντίκρυσε ἡ Ἄννα Νικολάεβνα τὸν ρώτησε· –Ἦρθες λοιπόν, Ἀλέξιε, νὰ μείνῃς γιὰ πάντα μαζί μας; Ὁ Ἀλέξιος δὲν ἀπάντησε, ἀλλὰ ἀρχίζοντας νὰ βγάζῃ ἕνα - ἕνα τὰ πράγματα ἀπὸ τὸ σάκκο σκεφτόταν τί θὰ ἔδινε στὸν καθένα. Ἡ οἰκογένειά του διαισθάνθηκε ὅτι κάτι παράξενο θὰ συμβῇ, ὅταν ὁ Ἀλέξιος, καθισμένος δίπλα στὴ σόμπα, ἄρχισε νὰ τραγουδᾶ ἕνα τραγούδι γιὰ τὴ φυλακή. Ἡ Ἄννα τὸν ρώτησε ἂν πρόκειται νὰ τοὺς συλλάβουν ξανά. Ἀφοῦ γευμάτισαν ὅλοι μαζί, ὁ Ἀλέξιος τοὺς εἶπε, κάνοντας μιὰ ὑπόκλισι· –Δημήτρη Μιχαΐλοβιτς, θὰ σᾶς τὰ ξεπληρώσω ὅλα, θὰ σᾶς τὰ ξεπληρώσω ὅλα. Θὰ ᾿ρθῆτε νὰ μὲ θάψετε, ἔτσι δὲν εἶνε; Ἐγὼ θὰ πεθάνω πρῶτος καὶ θὰ ᾿ρθῆτε νὰ μὲ θάψετε.

Τὸ πρωὶ τῆς ἑπομένης ἡμέρας ὁ Ἀλέξιος τοὺς ἀποχαιρέτησε καὶ κατευθύνθηκε πρὸς τὸ Παρφένοβο, ὅπου οἱ ἀρχὲς περίμεναν νὰ τὸν συλλάβουν.

Ἐκεῖνα τὰ χρόνια οἱ φυλακὲς ἦταν γεμᾶτες ἀπὸ ἱερεῖς, μοναχούς, ἀσκητάς, πιστοὺς ἄντρες καὶ γυναῖκες, ἀκόμη καὶ παιδιά. Ἀνάμεσά τους ὅμως ἦταν καὶ κομμουνισταί, ποὺ εἶχαν καταλῃστέψει τὸ κράτος, ἄγριοι κακοποιοὶ καὶ φονιᾶδες. Ὅλοι αὐτοὶ βρίσκονταν ἀνακατεμένοι στὰ ἴδια κελλιά. Ὁ Ἀλέξιος, παρ᾿ ὅλο ποὺ ἦταν μαζὶ μὲ ἐγκληματίες, δὲν παρέλειπε νὰ προσεύχεται νύχτα καὶ μέρα. Κανείς δὲν γνώριζε πότε κοιμᾶται ἢ ἂν ἔτρωγε, διότι ὅλα τὰ ἔδινε στοὺς συγκρατουμένους του.

Ἐπειδὴ δὲν εὕρισκαν κάποια κατηγορία ἐναντίον του, χρησιμοποίησαν βασανιστήρια κ᾽ ἔτσι τὸν ἔβαλαν νὰ σταθῇ ξυπόλητος πάνω σὲ μιὰ σόμπα ποὺ ἔκαιγε.

Σύντομα στὴ φυλακὴ διαδόθηκε ἡ φήμη, ὅτι ἀνάμεσά τους ὑπάρχει ἕνας ἅγιος, κ᾽ ἔτσι ὁ ὑπεύθυνος τῆς φυλακῆς τὸν πλησίασε μιὰ μέρα καὶ τὸν ρώτησε· –Ὅλοι σὲ ἀποκαλοῦν ἅγιο. Τί ἔχεις νὰ πῇς γι᾿ αὐτό;

–Τί εἴδους ἅγιος εἶμαι ἐγώ; εἶμαι ἕνας ἁμαρτωλὸς καὶ ἁπλὸς ἄνθρωπος.
–Σωστά, ἀπάντησε ὁ ὑπεύθυνος, ἐμεῖς δὲν βάζουμε ἁγίους στὴ φυλακή, κάτι θὰ ἔκανες γιὰ νά ᾿σαι ἐδῶ. Γιατί λοιπὸν σὲ ἔφεραν ἐδῶ;
–Ἐπειδὴ αὐτὸ εἶνε ἀρεστὸ στὸ Θεό, ἀπάντησε μὲ πραότητα ὁ Ἀλέξιος.

Λίγα λεπτὰ σιγῆς ἀκολούθησαν ὅταν ὁ Ἀλέξιος εἶπε·

–Γιατί μιλᾶς τώρα σ᾿ ἐμένα, ἐνῷ αὐτὴ τὴ στιγμὴ στὸ σπίτι σου ὑπάρχει μιὰ μεγάλη συμφορά;

Ὁ ὑπεύθυνος τῶν φυλακῶν ξαφνιάστηκε, ἀλλὰ δὲν πῆγε ἀμέσως στὸ σπίτι του. Ὅταν ἐπέστρεψε, βρῆκε τὴ γυναῖκα του κρεμασμένη. Ἀπὸ κείνη τὴ στιγμὴ προσπάθησε πολλὲς φορὲς νὰ ἐλευθερώσῃ τὸν Ἀλέξιο, ἀλλὰ δὲν ἦταν θέλημα Θεοῦ.

Μετὰ ἀπὸ πολλὰ βασανιστήρια ὁ Ἀλέξιος κοιμήθηκε ἐν Κυρίῳ στὸ ἀναρρωτήριο τῶν φυλακῶν. Μετὰ ἀπὸ 13 μέρες τὸ σῶμα του παραδόθηκε στοὺς συγγενεῖς του νὰ τὸ θάψουν. Θάφτηκε στὸ παλιὸ κοιμητήριο τοῦ Κίνεσμα καὶ στὶς 12/25 Σεπτεμβρίου τοῦ 1985 τὸ ἄφθαρτο λείψανο τοῦ ὁσίου Ἀλεξίου μεταφέρθηκε στὴν ἐκκλησία τῆς πόλεως Ζάρκι. Τὸν Αὔγουστο τοῦ 1993 κατατάχτηκε στὸ ἁγιολόγιο τῆς ἐπισκοπῆς τοῦ Ἰβάνοβο καὶ τὸν Αὔγουστο τοῦ 2.000 ἔγινε ἡ ἁγιοκατάταξί του στοὺς νεομάρτυρες καὶ ὁμολογητὰς τῆς Ῥωσικῆς Ἐκκλησίας.
Τὸ ἱερό του λείψανο βρίσκεται τώρα στὸ ἅγιο βῆμα τῆς ἱ. μονῆς τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου στὴν πόλι Ἰβάνοβο, ὅπου ἐπιτελεῖ πολλὰ θαύματα καὶ ἰάσεις.

[ἀπὸ τὸ περιοδικὸ «Orthodox Word», τ. 286 Σεπτ.-Ὀκτ./2012 τοῦ ἀρχιμανδρίτου Δαμασκηνοῦ Orlovsky μετάφρασις• ἱ. μονὴ Ἁγίου Αὐγουστίνου Φλωρίνης]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου