Έλπίς μου ὁ Πατήρ, καταφυγή μου ὁ Υἱός, Σκέπη μου τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. Τριὰς Ἁγία, δόξα Σοι.

Δεῦτε ἀπὸ θέας Γυναῖκες εὐαγγελίστριαι, καὶ τῇ Σιὼν εἴπατε· Δέχου παρ΄ ἡμῶν Χαρᾶς Εὐαγγέλια, Τῆς Ἀναστάσεως Χριστοῦ. Τέρπου, χόρευε, καὶ ἀγάλλου Ἱερουσαλήμ, τὸν Βασιλέα Χριστόν, θεασαμένη ἐκ τοῦ μνήματος, ὡς Νυμφίον προερχόμενον.


Τετάρτη 6 Μαρτίου 2013

Η κατάσταση της ψυχής μετά τον θάνατο του σώματος



Το θέμα θα αναλυθεί εν συντομία σε δύο ενότητες.
Στην πρώτη, θα εξετάσουμε ποια είναι τα συστατικά του ανθρώπου, θα πούμε κάποια πράγματα περί της ψυχής, και θα δούμε τι σημαίνει θάνατος.
Στην δεύτερη ενότητα, θα εξετάσουμε περί του θανάτου ότι δεν σημαίνει «εξαφάνιση», ότι η ψυχή έχει πλήρη συνειδητότητα, και θα εξετάσουμε ορισμένα χωρία που χρησιμοποιούν οι αιρετικοί θνητοψυχίτες.
α) Τα συστατικά του ανθρώπου.

Ο άνθρωπος αποτελείται από δύο συστατικά. Από το υλικό στοιχείο που είναι το σώμα και από το πνευματικό που είναι η ψυχή (η οποία λέγεται ορισμένες φορές και πνεύμα).
Στην Δογματική της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χ. Ανδρούτσουδιαβάζουμε επιγραμματικά· «…τα λοιπά ζώα εποιήθησαν κατά την ψυχήν και κατά το σώμα εκ των γήινων στοιχείων δια του δημιουργικού κελεύσματος του Θεού, τον άνθρωπον δημιουργεί ο Θεός πλάττων το μεν σώμα εκ του χοός, εμφυσών δε την πνοή της ζωής, την ψυχήν, και καταρτίζων αυτόν έμψυχον» (σελ. 129). Είναι δύο ξεχωριστά συστατικά τα οποία συνυπάρχουν. Η ένωση αυτών, κάνουν τον άνθρωπο. 

Ο Ιερός Χρυσόστομος αναφέρει· «ο γαρ άνθρωπος ουκ εστί ψυχή μόνον, αλλά ψυχή και σώμα» (PG 50, 434C). Ούτε το σώμα από μόνο του, ούτε η ψυχή από μόνη της κάνουν τον άνθρωπο. Για αυτό και το δόγμα της Ανάστασης του σώματος του ανθρώπου είναι από τα μεγαλύτερα της Χριστιανοσύνης.

Ο καθηγητής Μ. Μπέγζος, αναφέρει· «Τόσο στην Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη), όσο και στους Πατέρες της Εκκλησίας τονίζεται όχι μόνο η ψυχοσωματική ενότητα του ανθρώπου, αλλά επί πλέον η καταξίωση της σωματικής οντότητας της ανθρώπινης υπόστασης» (Φαινομενολογία της θρησκείας, σελ. 320). Ο ίδιος, στο ίδιο έργο αναφέρει· «Με την ανάσταση των νεκρών συμβαίνει η επανένωση της ψυχής με το σώμα, πραγματώνεται η μετάβαση από τη σχάση του θανάτου στη σχέση της ζωής. Στην ανάσταση συνδέονται εκ νέου η ψυχή με το σώμα, που είχαν χωριστεί στην τελευτή του ανθρώπου».
β) Περί της ψυχής.

Η ψυχή δεν είναι φύσει αθάνατη, αλλά είναι κατά χάρη αθάνατη, επειδή το θέλησε ο Θεός. Μόνο ο Θεός είναι φύσει αθάνατος. «όστις μόνος έχει την αθανασίαν» (Α’ Τιμοθέου, στ 16). Αυτή είναι μια από τις πιο κτυπητές διαφορές με τον Πλατωνισμό που πρέσβευε την εκ φύσεως αθανασία των ψυχών.

Ο Μ. Μπέγζος αναφέρει· «Ιουδαϊσμός και Χριστιανισμός εκτιμούν το σώμα μαζί με την ψυχή, γι’ αυτό υπερβαίνουν τη θεωρία της έμφυτης αθανασίας της ψυχής και πρεσβεύουν μιαν άλλη άποψη: την ανάσταση των νεκρών» (σελ. 320). Η άλλη μεγάλη διαφορά με τον Πλατωνισμό, είναι ότι στον Χριστιανισμό και το σώμα και η ψυχή έχουν ίση αξία, ενώ στον Πλατωνισμό μόνο η ψυχή. Γράφει πάλι ο κος Μπέγζος· «Τι είναι ο άνθρωπος; Η Βυζαντινή θεολογία υιοθετεί τον ελληνικό φιλοσοφικό όρο «συναμφότερον», αλλά για να διατυπώσει την ψυχοσωματική ενότητα του ανθρώπου.
Ο Γρηγόριος Παλαμάς ορίζει ως εξής· «μη αν ψυχήν μόνην, μήτε σώμα μόνον λέγεσθαι άνθρωπον, αλλά το συναμφότερον». Στην πλατωνική παράδοση σημειώνεται ρητή και κατηγορηματική άρνηση του «συναμφότερον» ψυχής και σώματος στον ορισμό του ανθρώπου: «η ψυχή εστίν άνθρωπος» (Αλκιβιάδης 130 C). Στην παλαμική σκέψη χρησιμοποιείται το «συναμφότερον» ακριβώς για να υπογραμμισθεί η ψυχοσωματική ενότητα» (σελ. 249). Κατά την δημιουργία του ανθρώπου «επλασεν ο θεός τον ανθρωπον χουν από της γης και ενεφυσησεν εις το πρόσωπον αυτού πνοην ζωής και εγενετο ο άνθρωπος εις ψυχήν ζωσαν» (Γένεση, β 7).
Ο Θεόφιλος Αντιοχείας περί το 180 μ Χ, αναφέρει· «Ούτε ουν φύσει θνητός εγένετο ούτε αθάνατος». «Ούτε ουν αθάνατον αυτόν εποίησεν ούτε μην θνητόν, αλλά, καθώς επάνω προειρήκαμεν, δεκτικόν αμφοτέρων» (ΒΕΠ 5,39).  Δηλαδή, ο άνθρωπος δεν φτιάχτηκε ούτε από την φύση του θνητός, ούτε αθάνατος. Και ο «καλός» και ο «κακός», έχουν κατά χάρη αθανασία ψυχής. Ο ίδιος Πατέρας αναφέρει· «ο δικαιοπραγών εκφύγη τας ΑΙΩΝΙΟΥΣ κολάσεις και καταξιωθή της ΑΙΩΝΙΟΥ ζωής παρά του Θεού». Ο Θεός, κατά την δημιουργία δεν έδωσε μόνο ζωή-ψυχή στον άνθρωπο όπως έδωσε και στα υπόλοιπα ζώα. Του έδωσε κατά χάρη αιώνια και αθάνατη ψυχή, για να μπορέσει ο άνθρωπος να είναι κατ εικόνα του Θεού αλλά και για είναι ικανός να μπει στην πορεία προς το καθ’ ομοίωση.
Ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος αναφέρει· «Διότι δεν είπε για τους αρχαγγέλους Μιχαήλ και Γαβριήλ, «ας τους δημιουργήσουμε κατ’ εικόνα και ομοίωση δική μας», αλλά μόνο για την νοερή ουσία του ανθρώπου, δηλαδή για την αθάνατη ψυχή του». (Ομιλία ιε, 22, αγ. Μακαρίου ΕΠΕ 7). Δεν ήταν απλά πνοή αυτό που ενεφύσησε ο Θεός (ανθρωπομορφική έκφραση), αλλά έδωσε στον άνθρωπο το Άγιο Πνεύμα, το οποίο δεν έγινε ψυχή, αλλά έκτισε την ψυχή. Και τούτο, για να κάνει τον άνθρωπο ικανό να πορευθεί στην ομοίωση του Θεού, κάτι που δεν συμβαίνει με κανένα άλλο ζώο, παρόλο που αυτά ονομάζονται στην Αγία Γραφή «έμψυχα» (Γένεση, α 20. 21.24).
Ο Μ. Βασίλειος, στην 8η ομιλία του«Εις την εξαήμερο», αναφέρει την διαφορά της «ψυχής» των ζώων και της ψυχής του ανθρώπου. Για τα ζώα αναφέρει· «Επειδή κατά την Γραφήν παντός ζώου η ψυχή το αίμα αυτού εστί (Λευιτικό, 17,11), το δε αίμα όταν συμπυκνωθεί γίνεται σάρξ, η δε σάρξ όταν φθαρεί διαλύεται εις γην, άρα η ψυχή των κτηνών είναι κάτι το γήινον».
Σε αντιδιαστολή με την ψυχή του ανθρώπου που δεν είναι όπως των ζώων, οΘεόφιλος Αντιοχείας σχολιάζει,  «Και έπλασεν ο Θεός τον άνθρωπον χουν από της γης, και ενεφύσυσεν εις το πρόσωπον αυτού πνοή ζωής, και εγένετο ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν. Όθεν και αθάνατος η ψυχή ωνόμασται παρά τοις πλείοσι» (Προς Αυτόλυκον Β, ΒΕΠ 5,34).
Έτσι, «επιστρέψη το χώμα εις την γην, καθώς ήτο, και το πνεύμα επιστρέψη εις τον Θεόν, όστις έδωκεν αυτό» (Εκκλησιαστής ιβ 7).
 
γ) Τι σημαίνει «θάνατος»;

Ο θάνατος δεν είναι ούτε εξαφάνιση ούτε ανυπαρξία, ούτε ύπνος της ψυχής, αλλά διαχωρισμός- αποχωρισμός. Αποχωρισμός της ψυχής από το σώμα (όταν ομιλούμε περί του βιολογικού θανάτου) και αποχωρισμός της ψυχής από τον Θεό (όταν ομιλούμε για τον αιώνιο θάνατο). Σε καμία περίπτωση δεν μιλάμε για εξαφάνιση και ανυπαρξία. Ο Θεός είπε ότι «από δε του ξύλου του γινωσκειν καλόν και πονηρον ου φαγεσθε απ’ αυτού  η δ’ αν ημέρα φαγητε απ αυτού θανατω αποθανεισθε» (Γένεση, β 17). Όταν το έφαγαν όμως δεν βλέπουμε να πεθαίνουν, ούτε να εξαφανίζονται ως υπάρξεις. Βλέπουμε όμως ότι αποχωρίστηκαν από τον Θεό. Πέθαναν πνευματικά. Η παράβαση διέκοψε την πορεία προς το καθ’ ομοίωση. Αυτήν την έννοια έχει ο θάνατος.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, στην επιστολή του προς την Ξένην την μοναχή, αναφέρει· «Όπως δηλαδή ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα είναι θάνατος του σώματος, έτσι κι ο χωρισμός του Θεού από την ψυχή, είναι θάνατος της ψυχής. Κι ο πραγματικός θάνατος είναι αυτός, ο θάνατος της ψυχής. Αυτόν το θάνατο εννοούσε με την εντολή Του στον Παράδεισο ο Θεός, όταν έλεγε στον Αδάμ: «Την ημέρα που θα φας από το απαγορευμένο δένδρο, θα δοκιμάσεις το θάνατο» (Γεν. 2, 17).Τότε με την παράβαση θανατώθηκε η ψυχή του Αδάμ, καθώς χωρίστηκε από το Θεό, ενώ κατά το σώμα εξακολούθησε να ζει μέχρι την ηλικία των εννιακοσίων τριάντα ετών(Γεν. 5, 5)» (Φιλοκαλία Νηπτικών, Α. Γαλίτης, Δ’ τόμος).
Ο άγιος Ειρηναίος της Λυών, επίσης, χαρακτηρίζει τον θάνατο ως χωρισμό από τον Θεό. «Όσοι αφίστανται κατά την γνώμη αυτών του Θεού, τούτοις τον απ αυτού χωρισμόν επάγει. Χωρισμός δε του Θεού, θάνατος. Και χωρισμός φωτός, σκότος. Και χωρισμός Θεού, αποβολή πάντων των παρ αυτού αγαθών» (ΒΕΠ 5, 167).
Η ψυχή, ουδέποτε έχασε την αθανασία που της δόθηκε ως δώρο από τον Θεό.
δ) Αγιογραφικά στοιχεία περί του ότι «θάνατος» δεν σημαίνει «εξαφάνιση».

Ο Αβραάμ, ο Ισαάκ, ο Ιακώβ, «προσετέθησαν» στον λαό τους ή στο γένος τους (Γένεση κε 8, λε 29, μθ 33, Αριθμοί κ 24, κζ 13, λα 12). Αν η ψυχή διαλύονταν μαζί με το σώμα τους, τότε δεν θα υπήρχε κάτι για να «προστεθεί».
Όταν ο προφήτης Ηλίας ανέστησε το παιδί της χήρας στα Σαρεπτά της Σιδώνος, επέστρεψε η ψυχή του παιδιού (Α’ Βασιλέων, ιζ 21-22). Δεν μπορεί να επιστρέφει κάτι που εξαφανίζεται. Ο ίδιος, σε στιγμή αδυναμίας, ζητά από τον Θεό να πάρει την ψυχή του επειδή τον κυνηγούσε η Ιεζάβελ (Α’ Βασιλέων, ιθ 4).

Ο απ Παύλος, ο διδάσκαλος των εθνών, αναφέρει ότι όταν πεθάνει το σώμα, ο εσωτερικός άνθρωπος συνεχίζει να ζει και να υπάρχει. Οι Χριστιανοί γνωρίζουμε ότι αν καταλυθεί η επίγεια σκηνή μας (το σώμα), έχουμε άλλη σκηνή αχειροποίητη στον ουρανό. Σε αυτήν την σκηνή κάποιος μένει, είτε όταν μιλάμε για την επίγεια, είτε για την επουράνια. Αυτός ο «κάποιος», είναι ο εσωτερικός μας άνθρωπος (η προσωπικότητά μας) που συνεχίζει να υπάρχει, ακόμα και μετά την κοίμησή μας.
«Οιδαμεν γαρ ότι εάν η επίγειος ημών οικία του σκήνους καταλυθη, οικοδομην εκ θεού έχομεν οικίαν αχειροποίητον αιώνιον εν τοις ουρανοις» (Β Κορινθίους, ε 1).
Αν η κατά χάρη αθάνατη ψυχή, έπαυε να υπάρχει μετά την κοίμηση του σώματος, τότε ο πρωτομάρτυρας Στέφανος δεν θα έλεγε κατά την κοίμησή του «Κύριε Ιησού, δέξου το πνεύμα μου» (Πράξεις, ζ 59).
 
Αν η κατά χάρη αθάνατη ψυχή, έπαυε να υπάρχει, ο Κύριος δεν θα έλεγε στον ληστή· «αμην λεγω σοι σημερον μετ εμου εση εν τω παραδεισω» (Λουκάς, κγ 43).
Κατά τον Αρχηγό της Ζωής ένα χωρίο καταπέλτης· «Εγώ ειμί η ανάστασις και η ζωή. Ο πιστεύων εις εμε καν αποθάνη ζήσεται» (Ιωάννης ια, 25). Επίσης, αναφέρει ότι αν κάποιος δεν πιστεύει ότι εκείνοι που έχουν πεθάνει, ζουν, πλανιέται πολύ. «ουκ εστιν ο θεός νεκρών αλλά ζώντων. Υμείς ουν πολύ πλανασθε» (Μάρκος, ιβ 27).
ε) Η ψυχή όχι απλά υπάρχει μετά τον βιολογικό θάνατο σε κατάσταση ύπνου, αλλά έχει πλήρη συνειδητότητα.

Χωρία που δείχνουν την συνειδητότητα της ψυχής μετά τον θάνατο του σώματος:
Ο Ιησούς Χριστός, μετά τον θάνατό Του, πορεύθηκε στον Άδη όπου κήρυξε στα πνεύματα που είχαν απειθήσει στις μέρες του Νώε. Που σημαίνει ότι έχουν συνείδηση, μπορούν να ακούσουν, και κρίση να πιστεύσουν ή να απιστήσουν. «θανατωθεις μεν σαρκι ζωοποιηθεις δε Πνεύματι. Εν ω και τοις εν φυλακη πνεύμασιν πορευθεις εκήρυξεν,  απειθήσασίν ποτε οτε απεξεδέχετο η του Θεου μακροθυμία εν ημέραις Νωε κατασκευαζομένης κιβωτου» (Ά Πέτρου, γ 18-20).
Στο επόμενο κεφάλαιο, ο απ. Πέτρος αναφέρει το ίδιο για όλους τους νεκρούς γενικά. «εις τουτο γαρ και νεκροις ευηγγελίσθη ινα κριθωσι μεν κατα ανθρώπους σαρκι ζωσι δε κατα θεον πνεύματι» (Ά Πέτρου, δ 6).
Ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος υπαινίσσεται ότι ανάμεσά σε αυτούς ήταν και οι προφήτες που Τον περίμεναν, και τους οποίους συνάντησε (στον Άδη) και τους «ανέστησε» με το να ενωθούν με τον Χριστό που είναι η Ανάσταση και η Ζωή.
«Πως θα μπορέσουμε εμείς να ζήσουμε χωρίς αυτόν, τον οποίο και οι προφήτες, όντας μαθητές του με το Πνεύμα, τον περίμεναν ως δάσκαλον, και για αυτό, αυτός τον οποίο δίκαια περίμεναν, όταν ήρθε τους ανέστησε από τους νεκρούς;» (Προς Μαγνησιείς, ix 3, Αποστολικοί Πατέρες Άπαντα τα έργα, τόμος 4ος).
Οι άδικοι τηρούνται σε κατάσταση κολασμού, μερικής κρίσης, μέχρι να έρθει η Τελική κρίση. «οιδεν Κύριος ευσεβεις εκ πειρασμου ρύεσθαι, αδίκους δε εις ημέραν κρίσεως κολαζομένους τηρειν» (΄Β Πέτρου, β 9).
Το ίδιο αναφέρει και ο άγιος Ιππόλυτος Ρώμης στο έργο του «Κατά Πλάτωνα, περί της του παντός αιτίας», όπου μας εξηγεί περί του Άδη. «Οι δε άδικοι εις αριστερά έλκονται υπό αγγέλων κολαστών, ουκέτι εκουσίως πορευόμενοι, αλλά μετά βίας ως δέσμιοι ελκόμενοι» (ΒΕΠ 6, 227). Οι δίκαιοι «άγονται εις χωρίον φωτεινόν, εν ω οι απ αρχής δίκαιοι πολιτεύονται, ουχ υπ ανάγκης κρατούμενοι, αλλά της των ορωμένων αγαθών θέας αεί απολαύοντες, και την των  εκάστοτε καινών προσδοκία ηδόμενοι…». (ΒΕΠ 6, 227). Αν οι ψυχές βρίσκονταν σε κατάσταση ύπνου, αυτά δεν θα συνέβαιναν.
Έχουμε ενωθεί στην λατρεία του Θεού, με τους αγγέλους και τους αγίους που Τον λατρεύουν στον ουρανό. «αλλά προσεληλύθατε Σιων ορει και πόλει θεού ζώντος, Ιερουσαλήμ επουρανίω, και μυριάσιν αγγέλων, πανηγύρει και εκκλησία πρωτοτόκων απογεγραμμένων εν ουρανοις, και κριτή θεω πάντων, και πνεύμασι δικαίων τετελειωμένων, και διαθήκης νέας μεσίτη Ιησου, και αιματι ραντισμού κρειττον λαλουντι παρά τον Αβελ» (Εβραίους, ιβ 22-24).
Βλέπουμε τα πνεύματα των αγίων και των αγγέλων να συμμετέχουν στην ουράνια θεία λειτουργία, λατρεύοντας τον Θεό. «κυκλόθεν του θρόνου θρόνους εικοσι τέσσαρες, και επι τους θρόνους εικοσι τέσσαρας πρεσβυτέρους…και επτα λαμπάδες πυρος καιόμεναι ενώπιον του θρόνου, α εισιν τα επτα πνεύματα του Θεου…Και εν μέσω του θρόνου και κύκλω του θρόνου τέσσαρα ζωα γέμοντα οφθαλμων εμπροσθεν και οπισθεν…και ανάπαυσιν ουκ εχουσιν ημέρας και νυκτος λέγοντες, Άγιος άγιος άγιος Κύριος ο Θεός ο Παντοκράτωρ, ο Ην και ο Ων και ο ερχόμενος. και όταν δώσουσιν τα ζώα δόξαν και τιμήν και ευχαριστίαν τω καθημένω επι τω θρόνω, τω ζωντι εις τους αιώνας των αιώνων, πεσουνται οι είκοσι τέσσαρες πρεσβύτεροι ενώπιον του καθημένου επι του θρόνου και προσκυνήσουσιν τω ζωντι εις τους αιωνας των αιώνων, και βαλουσιν τους στεφάνους αυτων ενώπιον του θρόνου λέγοντες,  Άξιος ει, ο Κύριος και ο Θεός ημών  λαβειν την δόξαν και την τιμήν και την δύναμιν, οτι Συ εκτισας τα πάντα, και δια το θέλημά σου ησαν και εκτίσθησαν». (Αποκάλυψη, δ 4-11).
«Και άλλος άγγελος ηλθεν και εστάθη επί του θυσιαστηρίου έχων λιβανωτον χρυσουν, και εδόθη αυτω θυμιάματα πολλά ίνα δώσει ταις προσευχαις των αγίων πάντων επί το θυσιαστήριον το χρυσουν το ενώπιον του θρόνου. Και ανέβη ο καπνός των θυμιαμάτων ταις προσευχαις των αγίων εκ χειρός του αγγέλου ενώπιον του Θεού. (Αποκάλυψη, η 3-4)
Ο απ. Παύλος είχε ένα δίλημμα· ή να μείνει και να βοηθήσει στο έργο του Θεού ή να αναχωρήσει και να είναι με τον Χριστό. Αν θα έπαυε να έχει συνείδηση μετά τον θάνατό του, τότε δεν θα μπορούσε να αισθανθεί τον Χριστό, ότι είναι μαζί του.
«συνέχομαι δε εκ των δύο, την επιθυμίαν εχων εις το αναλυσαι και συν Χριστω ειναι, πολλω γαρ μαλλον κρεισσον. Το δε επιμένειν εν τη σαρκι αναγκαιότερον δι’ υμας». (Φιλιππησίους, α 23-24).
Οι μάρτυρες που έρχονται από την Μεγάλη Θλίψη με τις λευκές στολές, είναι ενώπιον του Θεού και τον λατρεύουν·
«Ουτοί εισιν οι ερχόμενοι εκ της θλίψεως της μεγάλης, και επλυναν τας στολας αυτων και ελεύκαναν αυτας εν τω αιματι του Αρνίου. Δια τουτό εισιν ενώπιον του θρόνου του Θεου, και λατρεύουσιν Αυτω ημέρας και νυκτος εν τω ναω αυτου, και ο καθήμενος επι του θρόνου σκηνώσει επ’ αυτούς». (Αποκάλυψη, ζ 14-15).
Στην ιστορία του πλουσίου και του φτωχού Λαζάρου, ο πλούσιος έχει συνείδηση περί των αδελφών του στη γη, όπως επίσης και αναγνωρίζει τον Λάζαρο.
«και εν τω αδη επάρας τους οφθαλμους αυτου, υπάρχων εν βασάνοις, ορα Αβρααμ απο μακρόθεν και Λάζαρον εν τοις κόλποις αυτου» (Λουκάς, ιστ 23).
«Ερωτω σε ουν, πάτερ, ινα πέμψης αυτον εις τον οικον του πατρός μου, εχω γαρ πέντε αδελφούς, όπως διαμαρτύρηται αυτοις, ινα μη και αυτοί ελθωσιν εις τον τόπον τούτον της βασάνου». (Λουκάς, ιστ 27-28).
Οι ψυχές των εσφαγμένων έχουν επίγνωση της καταστάσεως τους. Ζητούν δίκαιη κρίση του Θεού κατά εκείνων που άδικα τους εθανάτωσαν όσο ζούσαν στην γη. Μιλούν με τον Κύριο. «Και οτε ηνοιξεν την πέμπτην σφραγιδα, ειδον υποκάτω του θυσιαστηρίου τας ψυχας των εσφαγμένων δια τον λόγον του Θεου και δια την μαρτυρίαν ην ειχον.  και εκραξαν φωνη μεγάλη λέγοντες, Εως πότε, ο Δεσπότης ο Αγιος και Αληθινός, ου κρίνεις και εκδικεις το αιμα ημων εκ των κατοικούντων επι της γης; Και εδόθη αυτοις εκάστω στολη λευκή, και ερρέθη αυτοις ινα αναπαύσονται ετι χρόνον μικρόν, εως πληρωθωσιν και οι σύνδουλοι αυτων και οι αδελφοι αυτων οι μέλλοντες αποκτέννεσθαι ως και αυτοί». (Αποκάλυψη, στ 9-11).
Ο Ιακώβ, θρηνώντας για τον γιό του Ιωσήφ, επιθυμεί να πάει στον Άδη και εκεί να συνεχίσει τον θρήνο του. «συνηχθησαν δε πάντες οι υιοί αυτού και αι θυγατέρες και ηλθον παρακαλεσαι αυτόν και ουκ ηθελεν παρακαλεισθαι λέγων ότι καταβησομαι προς τον υιον μου πενθων εις αδου και εκλαυσεν αυτόν ο πατήρ αυτού» (Γένεση, λζ 35).
Ο Ιουστίνος ο Μάρτυρας, στην Ά Απολογία, αναφέρει ότι αν μετά τον θάνατο του σώματος επικρατούσε αναισθησία στην ψυχή, αυτό θα ήταν τύχη για τους αδίκους. Δεν συμβαίνει όμως κάτι τέτοιο. «μετά θάνατον εν αισθήσει εισίν αι ψυχαί» (18, 3).
 
στ) Χωρία που χρησιμοποιούν όσοι υποστηρίζουν ότι οι ψυχές είναι σε κατάσταση ύπνου.
Είναι φανερό, μετά από όσα εκθέσαμε, ότι η θεωρία του «ύπνου» της ψυχής μετά τον βιολογικό θάνατο δεν ευσταθεί. Παρόλα αυτά, οι υποστηρικτές της, φέρνουν εδάφια που μιλούν για ύπνο. Όμως, δεν αναφέρονται στην ψυχή. Όσοι το λένε, δεν μπορούν να το αποδείξουν από τα ίδια τα εδάφια.

Ο Χρήστος Ανδρούτσος, στην Δογματική της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, αναφέρει· «Η υπόθεσις λοιπόν ότι η ψυχή αναπτύσσεται ή υπνώττει αναμένουσα την τελικήν αυτής τύχην, αντιβαίνουσα προς ούτω σαφή της Γραφής διδάγματα, είναι γνώμη απόβλητος και σύστατος. Ιδίως δε η θεωρία του ύπνου απεδοκιμάσθη πολλαχόθεν». (Σελ. 416).

Στον προφήτη Δανιήλ, αναφέρεται το σώμα ως κοιμώμενο στην γη. «Και πολλοί των καθευδόντων εν γης χώματι εξεγερθήσονται, ούτοι εις ζωήν αιώνιον και ούτοι εις ονειδισμόν και εις αισχύνη αιώνιον» (ιβ, 2). Αυτοί που κοιμούνται στην γη , δεν είναι οι ψυχές αλλά τα σώματα, καθώς το πνεύμα δεν πάει στην γη. «επιστρέψη το χώμα εις την γην, καθώς ήτο, και το πνεύμα επιστρέψη εις τον Θεόν, όστις έδωκεν αυτό» (Εκκλησιαστής ιβ 7).

Ο ευαγγελιστής Ματθαίος, καθώς περιγράφει τα σημεία που ακολούθησαν μετά τον θάνατο του Κυρίου Ιησού στον σταυρό, αναφέρει· «και τα μνημεια ανεώχθησαν και πολλα σώματα των κεκοιμημένων αγίων ηγέρθησαν» (κζ 52). Ο ύπνος αναφέρεται στο σώμα που αναπαύεται και όχι στην ψυχή.
Άλλωστε, και ο πλούσιος και ο Λάζαρος της ιστορίας που αναφέρει ο Κύριος, είχαν μεν πεθάνει, αλλά διατηρούσαν την συνείδησή τους. Δεν τους βλέπουμε να κοιμούνται. Τα χωρία που φέρνουν οι οπαδοί αυτών των αιρετικών θεωριών που αναφέρονται στον θάνατο ως ύπνο, έχουν να κάνουν με το συστατικό του ανθρώπου που λέγεται «σώμα» και όχι με την ψυχή ή πνεύμα.
Ο Χρήστος Ανδρούτσος, στην Δογματική της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, αναφέρει· «Αι ψυχαί εν τη μέση καταστάσει, εν αντιθέσει προς αρχαίας και νεωτέρας υποθέσεις, είναι άμα μεν ασώματοι, άμα δε έχουσι αυτοσυνειδησίαν και επομένως αισθάνονται, αντιλαμβάνονται και εν γένει ασκούσι πάσας τας ψυχικάς ενεργείας· το δε «κοιμάσθαι», δι’ ου χαρακτηρίζεται ο θάνατος, αναφέρεται ουχί εις την ψυχήν αλλά εις το σώμα» (σελ. 411).

Ο π. Σεραφείμ Ρόουζ, παραθέτει πάρα πολλά στοιχεία για την μετά θάνατον ζωή, στο βιβλίο «Η μετά τον θάνατο ζωή». Ανάμεσα στα πολλά, αναφέρει και τα εξής σχετικά· «Μετά το θάνατο, η ψυχή δεν είναι λιγότερο αλλά περισσότερο ζωντανή και ενσυνείδητη από ότι πριν το θάνατο. Ο αγ. Αμβρόσιος Μεδιολάνων διδάσκει: «Αφού η ζωής της ψυχής εξακολουθεί να υπάρχει μετά τον θάνατο, αυτό σημαίνει ότι εξακολουθεί να υπάρχει ένα αγαθό το οποίο δεν χάνεται με το θάνατο, αλλά αυξάνεται. Η ψυχή δε συγκρατείται από κανένα εμπόδιο που θέτει ο θάνατος, αντιθέτως, είναι πιο ενεργή, αφού είναι ενεργή εντός του δικού της χώρου…» (Σελ. 277).
 
«Ο αββάς Δωρόθεος από την Γάζα, μοναχός Πατέρας του 6ου αιώνα, συνοψίζει τη διδασκαλία των πρώτων Πατέρων της Εκκλησίας σχετικά με αυτό το θέμα: «όπως λένε οι Πατέρες, οι ψυχές των νεκρών θυμούνται τα πάντα, όσα συνέβησαν εδώ, λόγια, έργα και λογισμούς, και δεν μπορούν τίποτα απ’ αυτά να ξεχάσουν τότε. Με εκείνο δε που λέει στον Ψαλμό: εν εκείνη τη ημέρα απολούνται πάντες οι διαλογισμοί αυτού (Ψαλμός 145, 4), εννοεί τους διαλογισμούς του ανθρώπου σε τούτη τη ζωή, δηλαδή για σπίτια, για τόπους, για γονείς, για τα παιδιά και γενικά για κάθε δοσοληψία. Αυτά χάνονται όταν χωρίσει η ψυχή από το σώμα..» (Σελ. 278).
 «Ο μεγάλος Πατέρας του 5ου αιώνα, μοναχός αγ. Ιωάννης Κασσιανός, παραθέτει με αρκετή σαφήνεια την ενεργή κατάσταση της ψυχής μετά το θάνατο του σώματος, σε απάντηση των αιρετικών, των πρώτων χρόνων, οι οποίοι πίστευαν ότι η ψυχή δεν έχει συνείδηση μετά το θάνατο: «Οι ψυχές μετά το χωρισμό τους από τούτο το σώμα εξακολουθούν να ζουν και να διατηρούν την αυτοσυνειδησία τους, όπως αποδεικνύεται από την ευαγγελική παραβολή για τον πλούσιο και τον Λάζαρο (Κατά Λουκάν 16, 22-28). Διατηρούν επίσης όχι μόνο την αυτοσυνειδησία τους αλλά και την προδιάθεσή τους, δηλαδή ελπίδα και φόβο, χαρά και λύπη, και ήδη αρχίζουν να προγεύονται σε κάποιο βαθμό αυτό που περιμένουν να αισθανθούν κατά την Τελική κρίση…». (Σελ. 279).

Επίσης, αναφέρουν:
«οι νεκροί ουκ εισιν γινωσκοντες ουδεν» (Εκκλησιαστής, θ 5).
«ουκ εστιν ποίημα και λογισμός και γνωσις και σοφια εν αδη όπου συ πορευη εκεί»
Η αλήθεια όμως είναι ότι ο Σολομώντας σε αυτό το σημείο εκφράζει την σκέψη που είχε εκείνη την στιγμή στην καρδιά του, χωρίς να σημαίνει ότι αυτό αποτελεί θεία αποκάλυψη. «παν τουτο εδωκα εις καρδιαν μου» (θ 1). («άπαν τούτο εσκέφθην εν τη καρδία μου», κατά την μετάφραση του Βάμβα).
Πρέπει να προσέχουμε ακριβώς στην Γραφή και να εξετάζουμε όταν λέγεται κάτι,
α) αν είναι περιστασιακό και δεν έχει παντοτινή ισχύ (όπως πχ η περιτομή),
β) αν αποτελεί θεία αποκάλυψη ή αν είναι προσωπική γνώμη και εκφράζει την αγωνία κάποιου προσώπου (όπως για παράδειγμα τα παραπάνω λόγια του Σολομώντα),
και γ) από πού προέρχονται τα λόγια (πχ υπάρχουν τα λόγια του όφεως στην Αγία Γραφή που πλάνησαν τους πρωτόπλαστους). Πάντα με γνώμονα όχι τις απόψεις μας, αλλά την ερμηνεία της Εκκλησίας με τους απλανείς αγίους Πατέρες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου