Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Τὸ Κρυφὸ Σχολεῖο», ἔκδοση τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας.
Ἦλθε φαίνεται καὶ ἡ σειρὰ τοῦ «Κρυφοῦ Σχολειοῦ»! Νὰ τὸ ἀπομυθοποιήσωμε καὶ αὐτό. Γιατί, ὅπως εἶναι γνωστό, στὰ «Κρυφὰ Σχολειά», δηλ. στὰ κοινὰ σχολειὰ τῆς Τουρκοκρατίας, γραμματοδιδάσκαλοι γίνονταν πάντοτε ρασοφόροι καὶ μάλιστα ταπεινοὶ μοναχοὶ ποὺ κράτησαν τὴν ἐθνικὴ συνείδηση καὶ διέδιδαν τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα καὶ τὰ ἑλληνικὰ Γράμματα. Σὲ κάποιο πρόχειρο συνήθως χῶρο, στὰ κελλιὰ ἑνὸς μοναστηριοῦ,
μέσα σὲ ἕνα ξωκκλήσι ἢ ἐκκλησιά. Παράλληλα πρὸς τὰ μεγάλα ἐπίσημα σχολεῖα ποὺ κι αὐτὰ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἵδρυσε καὶ διατήρησε, ἐκεῖ ὅπου οἱ συνθῆκες δὲν ἦταν πρόσφορες, στὶς ὀρεινὲς π.χ. καὶ ἀπομακρυσμένες περιοχές, ποὺ ἦταν τὰ δημοτικὰ σχολειὰ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Ἄλλωστε στοὺς περιβόλους τῶν μοναστηριῶν, ὅπου ἄκμασε ἡ βυζαντινὴ τέχνη, συντηρήθηκε ἡ πνευματικὴ παράδοση τοῦ Ἔθνους καὶ λειτουργοῦσαν βιβλιογραφικὰ ἐργαστήρια, ὑπῆρχαν ἐσωτερικὰ σχολειὰ γιὰ τὶς ἀνάγκες τῶν ἴδιων τῶν κοινοβίων. Σὲ πρόσφατη ἐπίσκεψή του στὸ Ἅγιον Ὅρος, σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ καλύτερα σύγχρονα κοινόβιά του, διαπίστωσα ὅτι εἶχε ὀργανωθῆ φροντιστήριο ἑλληνικῶν γραμμάτων, γιὰ νὰ μποροῦν οἱ μοναχοὶ (καὶ οἱ νέοι καὶ οἱ γεροντότεροι) νὰ παρακολουθοῦνε τὸ περιεχόμενο τῶν βυζαντινῶν ὕμνων ποὺ ἀκοῦνε στὸ ναό. Νά, λοιπόν, ἕνα σύγχρονο «Κρυφὸ Σχολειό», ὄχι φανερό, ὄχι ἐπίσημο, ἀλλὰ δημιουργημένο ἀπὸ συγκεκριμένη ἀνάγκη.
Στὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας τὰ μοναστήρια δὲν ἦταν μόνο θρησκευτικὰ καὶ πνευματικὰ κέντρα, ἀλλὰ καὶ φιλανθρωπικὰ ταμεῖα, ἑστίες νοσοκομειακῆς περιθάλψεως ὅποιου προσέφευγε σ’ αὐτὰ κ.λ.π. Οἱ μοναχοὶ ἦταν περίφημοι «βοτανολόγοι». Τὸ «Γεωπονικόν» τοῦ Ἀγαπίου Λάνδου θαυμάζεται καὶ ἀπὸ τοὺς σύγχρονούς μας ἐπιστήμονες. Ἦταν δηλαδὴ τὰ μοναστήρια καταφύγια τοῦ Ἑλληνισμοῦ στὴν περίοδο....
τῆς σκλαβιᾶς. Μέσα στοὺς ναοὺς τους μάθαιναν οἱ ραγιάδες γράμματα, κοντὰ σὲ κάποιο μοναχὸ ἔβαζαν τὰ παιδιά τους νὰ διδαχθοῦν τὸ ἀλφαβητάρι.
τῆς σκλαβιᾶς. Μέσα στοὺς ναοὺς τους μάθαιναν οἱ ραγιάδες γράμματα, κοντὰ σὲ κάποιο μοναχὸ ἔβαζαν τὰ παιδιά τους νὰ διδαχθοῦν τὸ ἀλφαβητάρι.
«Οἱ διδάσκαλοι ἦταν κατὰ κανόνα καλόγηροι…»
Θὰ ἀναφέρωμε καὶ ἄλλο παράδειγμα. Σὲ τουρκοπατημένη σήμερα ἑλληνικὴ περιοχὴ (γιὰ εὐνόητους λόγους δὲν σημειώνομε ποιὰ εἶναι), μετὰ τὸ κλείσιμο τοῦ ἑλληνικοῦ σχολείου, ποὺ λειτουργοῦσε ἐκεῖ, ἀπὸ τὸν κατακτητή, ὁ παπὰς συγκεντρώνει τὰ Ἑλληνόπουλα στὴν ἐκκλησιὰ καὶ τοὺς διδάσκει τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα καὶ παιδεία. Ἀκόμη καὶ ὁ Φάνης Μιχαλόπουλος, ποὺ ἀπὸ θαυμασμὸ στοὺς διαφωτιστές, ὑποτιμάει τὴν προσφορὰ αὐτὴ τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ἀναγνωρίζει ἔμμεσα:
«Ἀλλὰ προτοῦ φθάσουν τὰ Γιάννενα στὸ ἐπιφθόνον αὐτὸ πνευματικὸ σημεῖο, ἰδίως κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Ἀθανασίου Ψαλλίδα καὶ τοῦ Βηλαρᾶ, ἡ παιδεία στὴν ἠπειρωτικὴ πρωτεύουσα πέρασε ἀπὸ κρίσιμες φάσεις. Ὅπως κι ἀλλαχοῦ, ἔτσι καὶ στὰ Γιάννενα ἡ παιδεία ἦταν κτῆμα μερικῶν καλογήρων, ποὺ παρέδιδαν βασιζόμενοι στὸ καταθλιπτικότερο σύστημα. Ἡ κατώτερη ἐκπαίδευση ἢ τὰ κολλυβογράμματα εἶχαν ὡς βάση θεολογικὰ τινὰ βιβλία – τὸ Ψαλτήρι καὶ τὴν Ὀκτάηχο. Οἱ διδάσκαλοι ἦταν κατὰ κανόνα καλόγηροι» (Τὰ Γιάννενα κι ἡ Νεοελληνικὴ Ἀναγέννηση (1648-1820), Ἀθήνα 1930, σελ. 25).
Ὅπως καὶ ἄλλοτε ἔχω παρατηρήσει (βλ. τὸ βιβλίο μου «Βυζάντιο καὶ Ἐκκλησία», ἔκδοση Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 1978), οἱ ἴδιοι οἱ ὀρθόδοξοι ναοὶ τί ἄλλο ἦταν παρὰ «Κρυφὰ Σχολειά», ἀφοῦ ἐκεῖ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα, οἱ ὑπόδουλοι διδάσκονταν ἔμμεσα καὶ τὴν ἑλληνικὴ ἱστορία ἀκούγοντας τὰ πολυπληθῆ κοντάκια, ἀπολυτίκια κ.λ.π. ποῦ συνδέονται μ’ αὐτήν: «Τὴ Ὑπερμάχω Στρατηγῶ τὰ νικητήρια…», τὰ εἰρηνικά, τὴν «ἐκτενῆ» κ.λ.π. Ἡ Ὀρθοδοξία κράτησε τὸ Γένος στὰ δύσκολα χρόνια τῆς δουλείας καὶ τὸ κράτησε μὲ τοὺς ὀλιγογράμματους παπάδες καὶ τὰ «κρυφὰ» σχολειά της.
Ὁ «Δούρειος Ἵππος» γιὰ τὴν κάθαρση
Ἔπρεπε, λοιπόν, νὰ ἀμφισβητηθεῖ ἡ ὕπαρξή τους. Καὶ δυστυχῶς αὐτὸ ἔγινε ἀπὸ τὶς σελίδες τῆς «Ἱστορίας τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», ποὺ ἐκδίδει ἡ «Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν», ἔργου κατὰ τὰ ἄλλα σοβαροῦ, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ περάσει καὶ στὰ σχολικὰ ἐγχειρίδια. Ἔτσι ἡ ὅλη ὑπόθεση ἔφθασε στὴ δημοσιότητα. Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος διαμαρτυρήθηκε στὸν ὑπουργὸ Παιδείας Ἰωάννη Βαρβιτσιώτη κι ἐκεῖνος, πρὸς τιμήν του, ὅπως ἀναφέρεται σὲ ἔγγραφο τῶν Τμημάτων Δημοτικῆς καὶ Μέσης Ἐκπαιδεύσεως τοῦ ΚΕΜΕ πρὸς ἀθηναϊκὴ ἐφημερίδα τῆς 21.5.1978, ἔδωσε ἀμέσως ἐντολή, ἀπὸ τὰ ὑπὸ ἐκτύπωση νέα σχολικὰ βιβλία νὰ ἀπαλειφθεῖ ἡ φράση: «Σύμφωνα μὲ τὰ τελευταία πορίσματα τῆς ἱστορικῆς ἐπιστήμης τὸ Κρυφὸ Σχολειὸ εἶναι ἕνας μύθος καὶ δὲν ὑπῆρξε στὴν πραγματικότητα», ἀπὸ τὴ σελ. 173 τῆς «Ἱστορίας» τῆς Γ’ Λυκείου. Ἀλλὰ αὐτὸ δὲν ἀρκεῖ. Πρέπει νὰ ἀποκατασταθεῖ καὶ ἡ ἀλήθεια γιὰ τὸ «Κρυφὸ Σχολειό». Ἡ ἴδια ἡ «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους» πρέπει νὰ πάρει ὑπ’ ὄψη της σὲ μία προσεχῆ ἐπανέκδοσή της αὐτὸ ποὺ γράφει ὁ Γέν. Γραμματεὺς τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, ποὺ φέρεται καὶ ὡς μέλος τοῦ Ἐποπτικοῦ της Συμβουλίου. Γράφει, λοιπόν, ὁ διακεκριμένος πανεπιστημιακὸς δάσκαλος Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλος στὸ βιβλίο του «Τὸ Εἰκοσιένα καὶ ὁ Σύγχρονος Ἑλληνισμὸς» (Ἀθῆναι 1972, σελ. 57):
«Τὸ 1821 ἀπετέλεσε τὴν ἀπαρχὴν τῆς καθάρσεως τῶν Ἑλλήνων ἀπὸ τὴν δευτέραν ἱστορικὴν των τραγωδίαν, ἡ ὁποία διήρκεσε τετρακόσια χρόνια. Ὁ Δούρειος Ἵππος διὰ τὴν κάθαρσιν αὐτὴν ἦτο ἡ Ὀρθοδοξία, οἱ Κοινότητες, τὸ Κρυφὸ Σχολειὸ καὶ ὁ ἐμπορικὸς στόλος τῶν ὑποδούλων Ἑλλήνων».
Ἀλλά καὶ ὁ ἱστορικός τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ Καθηγητὴς Ἀπ. Ε. Βακαλόπουλος, μέλος κι αὐτὸς τοῦ Ἐποπτικοῦ Συμβουλίου τῆς «Ἱστορίας τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», τὰ ἴδια δέχεται ὅταν γράφει:
«Μέσα στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν κοινοτήτων συντηροῦνται μικρὲς σπίθες ἀπὸ τὴν παιδεία τῶν Ἑλλήνων… Ἡ στάθμη τῆς παιδείας πέφτει ἀπότομα μὲ τὴν πτώση τῆς Κωνσταντινούπολης… Φαίνεται ὅμως ὅτι στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ σὲ ὁρισμένους ἄλλους τόπους λειτουργοῦν «κοινὰ σχολεῖα» μὲ λίγους μαθητές, τῶν ὁποίων οἱ δάσκαλοι πληρώνονται ἀπὸ τοὺς σχετικὰ εὔπορους γονεῖς. Στὰ «κοινὰ σχολεῖα» διδάσκονταν ἀνάγνωση, ἀριθμητικὴ καὶ στοιχεῖα γραμματικῆς. Ὑπῆρχαν ὅμως καὶ μερικοὶ γονεῖς ποὺ ἔδιναν μόνοι τους στὰ παιδιὰ τους τὶς ἀπαραίτητες στοιχειώδεις γνώσεις». (Ἡ Πορεία τοῦ Γένους, Ἀθήνα 1966, σσ. 76-77).
Είναι σαφὲς ὅτι ὁ ἱστορικὸς ἀναφέρεται σὲ ἀνεπίσημα σχολεῖα. Ὁ ἴδιος θεωρεῖ τὸ ἔτος 1593, στὸν 16ο δηλ. αἰώνα, ὁπότε τοποθετεῖται τὸ «Κρυφὸ Σχολειό», «ὁρόσημο» γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τῆς ἑλληνικῆς παιδείας. Καὶ τὸ ὁρόσημο αὐτὸ ὀφείλεται στὴν Ἐκκλησία. Ὁ ἐθνικός μας ἱστορικὸς Κωνσταντῖνος Παπαρρηγόπουλος γράφει σχετικὰ στὴν «Ἱστορία» «τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους»:
«Κατὰ τὸν πρῶτον αἰώνα τῆς δουλείας οἱ πεπαιδευμένοι Ἕλληνες εἰς ὅλον τὸ Ἔθνος ἀνήρχοντο εἰς 230. Τὴν ἔλλειψιν τῆς μορφώσεως τοῦ Ἔθνους ἠσθάνθησαν πάντες ἀλλὰ περισσότερον ὅλων τὸ Πατριαρχεῖον. Ἔνεκα τούτου ὁ Πατριάρχης Ἱερεμίας ὁ μεγαλοπρεπὴς (ὁ Τρανὸς) τὸ ἔτος 1593 συνεκάλεσεν Ἱερὰν Σύνοδον εἰς τὸ μετόχιον τοῦ Παναγίου Τάφου καὶ ἔλαβεν τὴν ἑξῆς ἀπόφασιν: «Ἕκαστον ἐπίσκοπον ἐν τῆ ἑαυτοῦ παροικία φροντίδα καὶ δαπάνην τῶν δυναμένων ποιεῖν, ὥστε δὲ κατὰ δύναμιν τοῖς ἐθέλουσιν διδάσκειν καὶ τοῖς μαθεῖν προαιρουμένοις ἐὰν τῶν ἐπιτηδείων χρείαν ἔχωσιν».
Ἀμφισβητήσεις χωρὶς τεκμήρια
Τὰ περὶ «μύθου» γιὰ τὸ «Κρυφὸ Σχολειὸ» τὰ ὑποστήριξε στὸν Ι’ τόμο τῆς νεώτερης «Ἱστορίας τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους» (1974), ὁ Καθηγητὴς σήμερα τῆς Νεοελληνικῆς Φιλολογίας στὸ Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Ἄλκης Ἀγγέλου. Ὁ μελετητὴς αὐτός, ποὺ εἶναι καὶ μέλος τοῦ Ὁμίλου Μελέτης τοῦ Ἑλληνικοῦ Διαφωτισμοῦ, ἀρνεῖται μὲ ἀπόλυτο καὶ κατηγορηματικὸ τρόπο τὴν ὕπαρξη τοῦ «Κρυφοῦ Σχολειοῦ», χωρὶς ὅμως νὰ πείθει μὲ τὰ γραφόμενά του ἀλλὰ κάνοντας διάφορες ὑποθέσεις, ποὺ δὲν τεκμηριώνει. Ὁ Ἀγγέλου συγκεντρώνει ὅσες ἀρνητικὲς θέσεις ἔχουν κατὰ καιροὺς γραφή, ἀλλὰ δὲν ἀναφέρει τὶς ὑπόλοιπες, ὅπως ἐπιβάλλεται γιὰ ἕνα ἔργο ὄχι «προσωπικό», ἀλλὰ «συλλογικό», καθὼς εἶναι ἡ «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», μιλώντας περὶ «εὐφαντάστων καλοπροαιρέτων ἱστορικῶν τῆς ἐθνικῆς σκοπιμότητος» οἱ ὁποῖοι κατὰ τὴν ἄποψη του παρασύρθηκαν «ἀπὸ τὴν χιονοστιβάδα τοῦ μύθου».
Ἂς δοῦμε, λοιπόν, στὴ συνέχεια τί ἀναφέρουν πάνω στὸ θέμα πολὺ σοβαρὲς ἱστορικὲς πηγὲς καὶ ἔγκυροι συγγραφεῖς. Ὁ Ἀναστάσιος Ν. Γούδας, «διδάκτωρ τῆς ἰατρικῆς, ἱππότης τοῦ τάγματος τοῦ ἁγίου Στανισλάου, μέλος διαφόρων ἐπιστημονικῶν καὶ φιλανθρωπικῶν ἐταιριῶν», στὸν β’ τόμο τοῦ περίφημου ἔργου του «Βίοι παράλληλοι τῶν ἐπὶ τῆς Ἀναγεννήσεως τῆς Ἑλλάδος διαπρεψάντων ἀνδρῶν», ὅπου πραγματεύεται περὶ «Παιδείας» (ἐν Ἀθήναις 1870, σελ. κε’ κ.ἐξ.) γράφει:
«Σμικρὸν κατὰ σμικρὸν ἡ διδασκαλία μετεφέρθη ἀπὸ τῶν σκητῶν καὶ τῶν σπηλαίων εἰς τοὺς νάρθηκας τῶν ἐκκλησιῶν, ἔνθα καὶ σήμερον ἔτι διδάσκουσιν ἐν τισι τῶν ὑπὸ τὴν Τουρκία ἑλληνικῶν χωρῶν. Τὰ δημόσια σχολεῖα τότε ἤσαν παντελῶς κατηργημένα· μόνον ἐν τοῖς Πατριαρχείοις τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ ἐν ἀποκέντρω τινὶ πόλει διετηρήθησαν, ὡς λέγεται, ἀτελεῖς τινὲς σχολαί· ἀνώτερα δὲ ἐκπαιδευτήρια δὲν ἐδύναντο νὰ συστηθῶσι, λέγει ὁ Γιακωβάκης Ρίζος Νερουλὸς «εἰμὴ ὑπὸ τὸν τίτλον ἐπανορθωτικὰ καταστήματα MAISON DE CORRECTION». Οὕτω δὲ μόλις ἐδυνήθησαν οἱ ἄνδρες ἐκεῖνοι νὰ διατηρήσωσιν ἐν τῆ Ἀνατολὴ ἄσβεστον τὸν λύχνον τῆς παιδείας… «Παναγιώτης δὲ ὁ Νικούσης καὶ ὁ διάδοχος αὐτοῦ Ἀλέξανδρος Μαυροκορδάτος, λέγει Γιακωβάκης Ρίζος ὁ Νερουλός, κατώρθουν νὰ λαμβάνωσιν ἄδειαν συστάσεως σχολείων εἰς διαφόρους πόλεις τῆς τὲ Εὐρωπαϊκῆς Τουρκίας καὶ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ ἀπεστόμουν τοὺς κατὰ τόπους διοικητᾶς Τούρκους ὀτὲ μὲν διὰ δώρων, ὀτὲ δὲ διὰ τῆς ἰσχύος τῶν παρὰ τοῖς ὑπουργοῖς τοῦ Σουλτάνου». Ἀλλὰ σχολεῖα διατηρούμενα μόλις διὰ δωροδοκίας καὶ διὰ τῆς ἐμπνεύσεως φόβου, δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ παρέξωσιν εἰς τὸ ἔθνος καὶ μεγάλους ἄνδρας· ἄπορον μάλιστα εἶναι πὼς ἐμορφώθησαν καὶ τινές, ἱκανοὶ νὰ διδάσκωσι τὰ καλὰ γραμματικά, καὶ νὰ διατηρῶσιν οὕτως ἄσβεστον τουλάχιστον τὴν λυχνίαν τῆς παιδείας».
«Τὸ Κρυφὸ Σχολειὸ δὲν εἶναι θρύλος…»
Γιὰ διώξεις μιλάει καὶ ὁ ἱστορικός τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ Εἰκοσιένα Ἀκαδημαϊκὸς Διονύσιος Κόκκινος ἀναφέροντας τὸ «Κρυφὸ Σχολειό»:
«Ὁ παπὰς κάτω ἀπὸ τὰ ράκη τοῦ ράσου του κρατεῖ τὸ ψαλτήρι καὶ πηγαίνει νὰ μάθη τὰ παιδιά, ποὺ τὸν περιμένουν, νὰ διαβάζουν. Ὁμιλεῖ ἀκόμη εἰς τὰ παιδιὰ καὶ διὰ τοὺς μεγάλους ἀνθρώπους ποὺ ἐδόξασαν ἄλλοτε αὐτὸν τὸν τόπον. Διδάσκει τὴν ὀλίγην ἱστορίαν ποὺ γνωρίζει καὶ αὐτός. Τὸ κρυφὸ σχολειὸ δὲν εἶναι θρύλος. Τὸ συνετήρησε παρὰ τὰς διώξεις, παρὰ τὴν ἀξιοθρήνητον ἔλλειψιν παντὸς μέσου, παρὰ τὴν φοβεράν πίεσι τόσων ἀμέσων ἀναγκῶν ποὺ θὰ ἦτο φυσικὸν νὰ ὁδηγήσουν πρὸς τὸν ἐξισλαμισμόν, ὁ βαθύτατος πόθος τοῦ τυραννουμένου ἔθνους νὰ ὑπάρξη». (Ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάστασις, βραβεῖον Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, ε’ ἔκδοση, τὸμ α’, «Μέλισσα» , σελ. 21).
Ὁ Ἀγγέλου παρακάμπτει τελείως τὶς διώξεις καὶ οὔτε λίγο οὔτε πολὺ παρατηρεῖ: «Ἂν τὸ Κρυφὸ Σχολειὸ εἶχε γίνει γιὰ κάποια περίοδο πραγματικότητα σὲ περιορισμένη ἔστω ἔκταση, δὲν συνέτρεχε κανένας λόγος ἡ σχετικὴ μαρτυρία ἢ μαρτυρίες νὰ μείνουν σκόπιμα στὴν ἀφάνεια. Θὰ ἔπρεπε, ἀντίθετα ἕνα τέτοιο τεκμήριο ζωτικότητος τῆς φυλῆς καὶ τῆς ἐθνικῆς συνειδήσεως σύμφωνα μὲ τὴν ἑρμηνεία ποὺ θὰ τοῦ δώσουν κατὰ κανόνα οἱ μεταγενέστεροι, νὰ ἐξαρθῆ μὲ κάθε τρόπο. Ἀφοῦ, λοιπόν, ἡ ἁπλὴ λογική μας ὁδηγεῖ νὰ ἀποκλείσουμε παρόμοιο ἐνδεχόμενο, ἐκεῖνο ποὺ ἀπομένει νὰ δεχθοῦμε εἶναι ὅτι πιθανὸν νὰ βρισκόμαστε σὲ μία ἐξαιρετικὴ – μοναδικὴ ἴσως – συμπτωματικὴ ἐξαφάνιση κάθε σχετικῆς γραπτῆς μαρτυρίας. Τὴν ἔσχατη ὅμως αὐτὴ ὑπόθεση ἔρχεται νὰ ἀναιρέση μία ἄλλη ἀδιαφιλονίκητη λογικὴ παρατήρηση: Γιὰ ποιὸ λόγο ὁ Τοῦρκος νὰ ἐνοχληθῆ ἀπὸ τὴν ὕπαρξη τῶν σχολείων; Τί εἶναι ἐκεῖνο ποῦ θὰ μποροῦσε νὰ τὸν ἀνησυχήση ἀπὸ τὴν ἐνασχόληση ἑνὸς μικροῦ σχετικὰ μέρους τοῦ πληθυσμοῦ μὲ τὰ γράμματα; Ἀσφαλῶς ἡ περιορισμένη ἔκταση ποὺ μποροῦσε νὰ ἔχη τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἡ καλλιέργεια τῶν γραμμάτων δὲν θὰ πρέπει νὰ εἶχε ὡς ἐνδεχόμενο τὴν παραμέληση τῆς καλλιεργείας τῆς γής. Ἄλλωστε τὰ γράμματα ἦταν ἀπαραίτητα γιὰ ἕνα μόνο μέρος τοῦ πληθυσμοῦ γιὰ ὅσους δηλαδὴ ἀσχολοῦνταν μὲ τὸ ἐμπόριο, μὲ τὸ ὁποῖο δὲν ἀσχολεῖτο συστηματικὰ ὁ δυνάστης ἢ γιὰ ὅσους εἶχαν σχέση μὲ τὸν κλῆρο».
«Ἀπόκρυφον ἔργον συνετελεῖτο…»
Ἀσφαλώς ἕνας δυνάστης, σὰν κι αὐτὸν θὰ ἦταν τέλεια ἰδανικός, ὅμως οἱ μαρτυρίες κάθε ἄλλο παρὰ ἀθῶο τὸν ἐμφανίζουν. Ἀπὸ τὴ μία μεριὰ ἔδινε προνόμια κι ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὅπου μποροῦσε, προέβαινε σὲ ἐξισλαμισμοὺς τοῦ πληθυσμοῦ. Πῶς θὰ ἄφηνε στὴν περιπτωση αὐτὴ νὰ λειτουργήσουν ὁμαλὰ τὰ σχολεῖα; Ὁ γνωστὸς ἱστοριοδίφης Τάσος Γριτσόπουλος γράφει πάνω σ’ αὐτό:
«Πρέπει ἀναμφισβητήτως νὰ τονισθῆ ὅτι παρὰ τὸ δοθὲν προνόμιον καὶ παρὰ τὰς πολιτικᾶς ἀρετᾶς τοῦ Πορθητοῦ, θηριώδης παρέμεινε καὶ ἀμετάβλητος ἡ ἀσιατικὴ φυσιογνωμία αὐτοῦ τοῦ ἰδίου καὶ τῶν διαδόχων του. Παρὰ τὸ ἀνενόχλητον τοῦ Πατριάρχου ὁ Πατριάρχης οὐχὶ σπανίως κατεβιβάσθη ἀπὸ τὸν θρόνον καὶ ὠδηγηθῆ εἰς τὸν θάνατον παρὰ δὲ τὰς χορηγηθείσας θρησκευτικᾶς ἐλευθερίας ὑπῆρχον δεσμεύσεις καὶ ἐπὶ τῶν ἁπλουστέρων ζητημάτων, αὖται δὲ συνήθως ἤροντο διὰ τῆς καταβολῆς χρημάτων. Γεμάτη ἀπὸ ἀντιφάσεις ἐξεδηλώνετο ἡ τουρκικὴ πολιτικὴ ἔναντι τῶν χριστιανῶν, πάντοτε ὅμως ρυθμιστὴς τῶν σχέσεων ἦτο ἡ σκοπιμότης καὶ χρυσοὺς κανὼν ἡ ἐξαγορά, ποτὲ ἡ ἀρετὴ καὶ τὸ δίκαιον».
Ὁ ἴδιος μελετητὴς ἔχει ἀσχοληθῆ ἰδιαίτερα μὲ τὴν παιδεία στὰ χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας καὶ ἔχει ἀφιερώσει στὸ «Κρυφὸ Σχολειὸ» μελέτημα ποὺ εἶδε τὸ φως τὸ 1962 στὸν δ’ τόμο τοῦ ἐπιστημονικοῦ φιλολογικοῦ περιοδικοῦ «Παρνασσός». Ὁ Γριτσόπουλος κατέγινε καὶ μὲ τὴν ἱστορία τῆς Μεγάλης τοῦ Γένους Πατριαρχικῆς Σχολῆς, ποὺ τὴν ἵδρυσή της τοποθετεῖ ἀμέσως μετὰ τὴν Ἅλωση:
«Βεβαίως, γράφει, δὲν γνωρίζομεν πότε ἀκριβῶς ἡ Μ. Ἐκκλησία γενικῶς καὶ ἐπισήμως ἐπέβαλε ἑαυτὴν ὡς τὴν κατ’ ἐξοχὴν ἐπόπτριαν τῆς διακανονιστικῆς κινήσεως διότι δὲν ἔχομεν σαφῆ μαρτυρίαν αὐθεντικήν. Ἀλλ’ εἶναι δυνατὸν νὰ ὑποθέσωμεν ὅτι ἐπὶ τοῦ Γενναδίου καὶ ζῶντος τοῦ Πορθητοῦ συνετελέσθη τὸ μέγα γεγονὸς εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν τουλάχιστον. Εἰς τὰς ἐπαρχίας ὠργανώθη μὲν ὑπὸ τὴν αἰγίδα τῆς Ἐκκλησίας ἡ Παιδεία, τοῦτο ὅμως ἔγινε πολὺ ἀργότερα, ὅταν οἱ καιροὶ ἤσαν περισσότερον πρόσφοροι. Πάντως ὀφείλομεν νὰ δεχθῶμεν ὅτι ἀπόκρυφον ἔργον συνετελεῖτο ἀπὸ τῆς πρώτης στιγμῆς τῆς συμφορᾶς εἰς τὰ μοναστήρια, ὅπου πρέπει νὰ τοποθετήσωμεν τὰ θρυλικὰ Κρυφὰ Σχολειὰ» (Πατριαρχικὴ Μεγάλη τοῦ Γένους Σχολή, τόμ. α’, σσ. 70-71).
Κρυπτοχριστιανοὶ – Κρυφὰ Σχολειὰ
Ἡ ὕπαρξη ἐπισήμων σχολείων, ἐξ ἄλλου, δὲν ἀποκλείει τὰ κρυφά. Ὅπως καὶ ἡ διατήρηση τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως δὲν ἀποκλείει τὴν ὕπαρξη κρυπτοχριστιανῶν, ἐξισλαμισθέντων δηλ. χριστιανῶν, ποὺ λάτρευαν στὰ κρυφὰ τὸν ἀληθινὸ Θεό. Ὁ ἴδιος δυνάστης, ποὺ ἐνῶ ἀναγνώριζε τὸ Πατριαρχεῖο, κυνηγοῦσε τὴν ὀρθόδοξη χριστιανικὴ θρησκεία μὲ πραγματικὴ μανία, ὅποτε τοῦ δινόταν ἡ εὐκαιρία, ὅπως θὰ δοῦμε παρακάτω, ἔκλεινε τὰ ἑλληνικὰ σχολεῖα. Γιὰ τίς ἀνάγκες τῶν κρυπτοχριστιανῶν ἡ Ἐκκλησία χρησιμοποιοῦσε καὶ κρυφοὺς παπάδες. Ὁ Νίκος Ε. Μηλιώρης, ποὺ ἀσχολήθηκε συστηματικὰ μὲ τὸ ἀδιαμφισβήτητο τοῦτο γεγονὸς προσκομίζοντας σπουδαῖες μαρτυρίες στὸ βιβλίο του «Οἱ Κρυπτοχριστιανοὶ» (Ἐκδόσεις Ἑνώσεως Σμυρναίων, σ. 47-48) γράφει:
«Κρυφοὶ παπάδες ἤσαν ἀκόμη δερβίσηδες – ἱεραπόστολοι μυστικοὶ – ποὺ περιοδεύανε στὰ κέντρα τῶν κρυπτοχριστιανῶν καὶ τελοῦσαν τὰ χριστιανικὰ μυστήρια. Ἤσαν ἀπεσταλμένοι κάποιων μοναστηριῶν. Εἰδικὴ καὶ ἐπιμελημένη ἦταν ἡ ἐπιλογὴ καὶ ἡ προετοιμασία ἀπὸ τὰ μεγάλα μοναστήρια τοῦ Πόντου τῶν περιοδευόντων αὐτῶν μυστικῶν ἱεραποστόλων καὶ μακροχρόνια καὶ γεμάτη ἀπὸ ἀπρόοπτους καὶ θανάσιμους συχνὰ κινδύνους ἡ ἀποστολή τους. Διαλέγανε ὅσους ἀπὸ τοὺς καλογέρους παρουσιάζανε τὰ περισσότερα γιὰ τὸν προορισμό, ποὺ θὰ ἀναλαμβάνανε προσόντα. Τοὺς διδάσκανε τὰ τούρκικα, τοὺς μυοῦσαν στοὺς τύπους τῆς μουσουλμανικῆς λατρείας καὶ στὶς θρησκευτικὲς τελετές της κι ὕστερά τούς ντύνανε ντερβίσηδες καὶ τοὺς ἑξαποστέλνανε στὸν Πόντο. Μπαίνανε στὰ χωριὰ τῶν Κρυπτοχριστιανῶν σὰν κήρυκες τοῦ Μωάμεθ. Τὴ νύκτα λειτουργούσανε (σ.σ. τὰ ἑλληνικὰ) μέσα σὲ κατακόμβες καὶ κρύπτες. Μῆνες ὁλόκληρους ὁδοιπορούσανε καὶ χρόνια ὁλόκληρα πολλὲς φορές, ταλαιπωρούμενοι καὶ ἀντιμετωπίζοντας τὸν κίνδυνο σὲ κάθε τους βῆμα. Πολλοὶ ὑποκύπτανε στὶς κακουχίες· ἄλλοι ἀναγνωρίζονταν καὶ τότε τελειώνανε μὲ μαρτυρικὸ θάνατο. μερικοὶ εἴχανε τὴν καλὴ τύχη νὰ γυρίσουν πίσω στὸ μοναστήρι τους· ἀλλὰ καὶ πάλιν ἀφοῦ κάνανε ἐκεῖ τὴν ἀναφορά τους, συντομα ξαναφεύγανε σὲ καινούρια ἀποστολή. Σὲ τέτοια μοναστήρια τοῦ Πόντου κρατοῦσαν καὶ κρυπτογραφικοὺς κώδικες· καταγράφανε σ’ αὐτοὺς συνθηματικὰ τὴν κίνηση τῶν κρυπτοχριστιανῶν τῆς δικαιοδοσίας ἢ τῆς περιοχῆς τῶν.
Οἱ ἀρνητὲς τοῦ «Κρυφοῦ Σχολειοῦ» σὲ κανένα τεκμήριο δὲν βασίζονται παρὰ μόνο σὲ εἰκασίες. «Ἕνας αἰώνας καὶ πλέον μετὰ τὴν Ἅλωση λένε, εἶναι τὸ διάστημα ποὺ καλύπτεται λίγο πολὺ ἀπὸ τοὺς ὑπέρμαχους τῆς μυθολογίας τοῦ Κρυφοῦ Σχολειοῦ. Τὸ χρονικὸ ὅμως αὐτὸ διάστημα μπορεῖ νὰ δικαιολογήση μὲ τὸν ἀργὸ ρυθμὸ ποὺ ἔχει ἡ ζωὴ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ καὶ μὲ τὴν ἐπιβράδυνση τὴν ὁποία προκάλεσε ἡ τουρκικὴ κατάκτηση τὸ γενικὸ μούδιασμα ποὺ ἔχει καταλάβει ὅλες τὶς δυνάμεις τοῦ ἔθνους». Αὐτὸ ὅμως ἔρχεται σὲ ἀντιθεση μὲ ὅσα οἱ ἴδιοι γράφουν γιὰ τὴν οὐδέτερη πολιτικὴ τοῦ Τούρκου δυνάστη ἀπέναντι στὰ σχολεῖα. Καὶ σχολεῖα δὲν δημιουργήθηκαν μόνο μετὰ τὸν 16ο αἰώνα ἀλλὰ ἀμέσως μετὰ τὴν Ἅλωση ἱδρύθηκε ἡ Μεγάλη τοῦ Γένους Πατριαρχικὴ Σχολή. Ἀντίθετα ἂν ὑπῆρξε μούδιασμα αὐτὸ θὰ ἦταν ἀποτέλεσμα τῶν τουρκικῶν πιέσεων. Τὸ ἀκριβές, ὅπως ἤδη σημειώθηκε, εἶναι ὅτι ὁ κατακτητὴς ἐπίσημα ἔδωσε προνόμια καὶ ἀνεπίσημα ἐπιδίωκε τὸν ἀφελληνισμὸ τῶν ὑποδούλων, ὅπως ἔκανε μὲ τὴ στρατολογία γενιτσάρων. «Τὸ ἑλληνικὸ ἔθνος, γράφει ὁ Βλαχογιάννης, πλήρωσε μὲ ἑκατομμύρια ζωντανὲς ψυχὲς τὴ δίψα τοῦ μουσουλμανικοῦ φανατισμοῦ» (Πρωία 5 Ἰουνίου 1932).
Πλούσια ἠπειρωτικὴ παράδοση
Τίς εἰκασίες τῶν ἀρνητῶν τοῦ «Κρυφοῦ Σχολειοῦ» ἔρχεται νὰ ἀναιρέση πλουσιώτατη τοπικὴ παράδοση, ἀλλὰ καὶ ἡ ὕπαρξη τοπωνυμικῶν μαρτυριῶν καὶ ἀρχαιολογικῶν τεκμηρίων. Ὁ Ἠπειρώτης ποιητὴς Κώστας Κρυστάλλης γράφει γιὰ τὰ «Κρυφὰ Σχολειὰ» τοῦ Συρράκου καὶ τῶν Καλαρρυτῶν:
«Ἐν Συρράκω καὶ Καλαρρύταις ἐδιδάσκετο ἡ Ἑλληνικὴ Παιδεία ὑπὸ Ἱερέων ὡς εἰς πλεῖστα μέρη τῆς Ἑλλάδος κατὰ τοὺς ἀνωμάλους ἐκείνους καιροὺς – εἴτε ἐν ναοῖς εἴτε ἐν ἰδιωτικοῖς οἴκοις - πολὺ πρὸ τοῦ ἰσαποστόλου Ἁγίου Κοσμᾶ (Περιοδικὸ «Ἑβδομάς», 1891).
Νεώτερος μελετητὴς τῆς «Παιδείας στὰ Τζουμέρκα ἀπὸ τὴν Ἅλωση ὡς τὸν Ἀλὴ πασά», ὁ ἐκπαιδευτικός καὶ συγγραφέας Φίλιππος Δ. Κολοβὸς παρατηρεῖ γιὰ τὴν παιδεία στὴν Ἤπειρο:
«Στὴν περίοδο τῆς σκλαβιᾶς ὁ κλῆρος γίνεται ὁδηγὸς καὶ στήριγμα τοῦ δούλου Ἔθνους. Καὶ τὸ «Κρυφὸ Σχολειὸ» εἶναι γιὰ τὴν περίοδο ἐκείνη τὸ μοναδικὸ σχολεῖο μέσα στὸ ὁποῖο οἱ μικροὶ ραγιάδες πληροφοροῦνται γιὰ τὰ περασμένα μεγαλεία τοῦ ἔθνους. Οἱ ἁπλοϊκοὶ ρασοφόροι διοχετεύουν ἱερὸ ἐνθουσιασμὸ στὰ σκλαβόπουλα καὶ διαποτίζονται ἀπὸ τὸ κρυφὸ σχολειὸ τὰ εὐρύτερα λαϊκὰ στρώματα καὶ διασώζονται τὰ ἐθνικὰ ἰδανικὰ» (πέρ. «Σκουφᾶς» 5 , τεύχη 42-43, σέλ. 92).
Τήν ἠπειρωτικὴ παράδοση γιὰ τὸ «Κρυφὸ Σχολειὸ» ἐνισχύουν καὶ οἱ δύο γωνιακὲς κρύπτες τοῦ καθολικοῦ τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Νικολάου τῶν Φιλανθρωπινῶν ἢ τοῦ Σπανοῦ στὸ νησάκι τῶν Ἰωαννίνων, ὅπου ὅλως λέγεται λειτουργοῦσε «Κρυφὸ Σχολειό». Αὐτὸ τὸ ἀναφέρει ὁ Ἀρχαιολόγος Σώτ. Ι. Δάκαρης, ἀλλὰ δὲν τὸ δέχεται.
«Κατὰ τὴ γραπτὴ παράδοση, γράφει, τοῦ 19 αἰώνα λειτούργησε ἐδῶ μὲ τὴν ἀνέγερση τῆς πρώτης Μονῆς, ἢ κατ’ ἄλλη ἐκδοχὴ ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 16ου αἰώνα, Ἐκπαιδευτήριο. Ἀσφαλῶς ὅμως ἐσφαλμένος εἶναι ὁ θρύλος γιὰ τὴ λειτουργία τοῦ Κρυφοῦ Σχολειοῦ. Στὰ Γιάννινα ὑπῆρχαν μὲ τὴν ἀνοχὴ τῶν Τούρκων στοὺς χρόνους τῆς τουρκοκρατίας πολλὰ σχολεῖα, ὥστε ἡ παράνομη δράση τοῦ Κρυφοῦ Σχολειοῦ νὰ φαίνεται περιττὴ» (Τὸ νησὶ τῶν Ἰωαννίνων, Ἀθῆναι 1971, σελ. 22).
Διαφεύγει ὅμως τῆς προσοχῆς τοῦ ἀρχαιολόγου ὅτι «Κρυφὸ Σχολειὸ» ἦταν καὶ τὸ ἀνεπίσημο, ὅπως ἤδη γράψαμε, κοινὸ σχολειό, ποὺ ὅπως σημειώνει ὁ Μιχαλόπουλος (βλ. παραπάνω), τὸ κρατοῦσαν οἱ καλόγεροι. Ὅταν οἱ συνθῆκες ἀπαιτοῦσαν πλήρη μυστικότητα ἢ δημιουργοῦσαν ἀνάγκη κρυφῆς λειτουργίας του, οἱ καλόγεροι ἐπιτελοῦσαν τὸ ἔργο τους ὅπως συνήθως κρυφά. Παράδειγμα ἡ σχολὴ ποὺ λειτούργησε στὸ μοναστήρι τῆς Ἁγίας Μαρίνας Σύμης ἀπὸ τὸ 1765 ὡς τὸ 1821 καὶ σταμάτησε μὲ τὴν ἔκρηξη τῆς Ἐπαναστάσεως ἀπὸ τὸν δυσαρεστημένο κατακτητή. Ξαναλειτούργησε τὸ 1834 στοὺς θόλους τοῦ ναοῦ τῆς Μεγάλης Παναγιᾶς στὸ Κάστρο τῆς Σύμης. Στὸ μεταξὺ διάστημα, ὅποτε ξαναγύρισε ἡ τουρκικὴ κατοχή, λειτουργοῦσε ἀσφαλῶς κρυφὰ (βλ. σχετικὰ στὴ μελέτη «Ἡ σχολὴ τῆς Σύμης», Ἀθήνα 1978). Τὸ ἴδιο γινόταν σὲ ὅλο τὸ διάστημα τῆς Τουρκοκρατίας καὶ περισσότερο στὴν μετὰ τὴν Ἅλωση κρίσιμη περίοδο, ὅποτε σωστὰ τοποθετεῖται κατ’ ἐξοχὴν ἡ ὕπαρξη τοῦ «Κρυφοῦ Σχολειοῦ», καὶ καθὼς εἴδαμε ὁ κατακτητὴς ἐφάρμοζε δύο μέτρα καὶ δύο σταθμὰ ἀπέναντι στοὺς Ἕλληνες.
Ἄλλος Ἠπειρώτης λογοτέχνης, ὁ Μιχαὴλ Περάνθης, μὲ βάση τὴν ἐπιχωριάζουσα στὴν πατρίδα του παράδοση περιγράφει τὸ «Κρυφὸ Σχολειὸ» ὡς ἑξῆς:
«Δίδασκαν καλόγεροι καὶ παπάδες μισογραμματισμένοι κι αὐτοί. Δίδασκαν νύχτα, μὲ τὸ κερί, πρὶν ξημερώσει ἀκόμα. Τὰ παιδιὰ διολίσθαιναν ἀθόρυβα στὸ σκοτάδι, νὰ μὴν τοὺς δεῖ Τοῦρκος κι ἦταν χαρούμενα ὅταν εἶχε φεγγάρι – ποὺ τὸ τραγουδοῦσαν. Ἔφταναν σ’ ἕνα γυμνὸ δωμάτιο σπιτιοῦ, στὸ νάρθηκα μίας ἐκκλησιᾶς, σ’ ἕνα μπουντρούμι ἀνήλιαγο καὶ ὑγρό… Κάθονταν διπλοπόδι στὸ χῶμα ἢ στὶς πλάκες ἢ ἀπάνω στὶς πέτρες, γύρω – γύρω. Μὲ τὰ’ αὐτὶ τους στημένο ἔξω μπᾶς κι ὁρμήσει ὁ Ἀγαρηνός. Μὲ τὴ ματιά τους στὸ μυστικὸ παραπόρτι, ἕτοιμοι νὰ τὸ σκάσουν, ἂν χρειαστεῖ… Καὶ νὰ παίζουν τὸ κεφάλι τους γιὰ πέντε κολλυβογράμματα! Τί μάθαιναν; Τὴν ἀλφαβήτα – γιὰ νὰ διαβάζουν τὸ ψαλτήρι. Βιβλία δὲν εἶχαν. Ἡ ἀνάγνωση γινόταν στ’ Ὀκταήχι. Ἕνας διάβαζε κ’ οἱ ἄλλοι τοῦ κρατοῦσαν τὸ ἴσο, κουνώντας ρυθμικὰ τὸ κορμὶ τους μπρὸς πίσω καὶ ψαλμωδώντας τοὺς φθόγγους τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς. Στὴ μέση στέκονταν ὁ δάσκαλος κρατώντας τὴ βέργα τοῦ «δίκην σκήπτρου». Ἦταν τὸ σύμβολό του. Τὴν ἅπλωνε καὶ χτυποῦσε μ’ αὐτὴν ὅπου ἔφτανε».
Δύο ἀξιόλογες μαρτυρίες
Βέβαια πρόκειται γιὰ λογοτεχνικὴ ἀνάπλαση, ὅμως ὁ Περάνθης στὴ συνέχεια προσάγει καὶ δύο ἀξιόλογες μαρτυρίες γιὰ τὴν κατάσταση τῆς παιδείας στὰ πρῶτα χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας:
«Ὁ προτεστάντης ἱεροκήρυκας Γκέρλαχ εἶδε στὰ 1572 τὸν γέρο Μαλαξὸ νὰ δίνει μαθήματα στὸ σπίτι του. Ἦταν σ’ ἕνα ἐξαθλιωμένο γυμνὸ δωμάτιο, ὅπου σὲ μία γωνιὰ κρέμονταν λίγα παστωμένα ψάρια ξερά· ἀπ’ αὐτὰ ἔπαιρνε καὶ μαγείρευε, νὰ ψευτοζήσει. Μόλις τὰ παιδιὰ ἔπαυαν νὰ ψελλίζουν, ἔγραφε ὁ Ἀλέξανδρος Ἑλλάδιος, στὰ 1714, τάστελναν στὴν κοντινότερη ἐκκλησιά, νὰ μάθουν ὅσα σχετίζονταν μὲ τὴν πίστη τους… Τὰ Κρυφὰ Σχολειὰ συνεχίζονται ἐκεῖ ποὺ οἱ τοπικοὶ πασάδες καὶ μπέηδες μάχονται τοὺς καλόγερους καὶ τὰ γράμματα».
«Κρυφὰ Σχολειὰ» σ’ ὅλη τὴν Ἑλλάδα
«Κρυφὰ Σχολειὰ» δὲν λειτουργοῦσαν μόνο στὴν Ἤπειρο, ἀλλὰ σὲ ὁλόκληρο τὸν ἑλλαδικὸ χῶρο. Στὴν περίφημη μονὴ Προυσσοὺ στὴ Ρούμελη, διασώζεται ἕνα μικρὸ κτίριο, ποὺ τὸ ὀνομάζουν «Κρυφὸ Σχολειὸ» καὶ λέγουν ὅτι δίδαξε σ’ αὐτὸ ὁ ἐθνομάρτυρας Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός. Πλουσιώτατη εἶναι ἡ παράδοση γιὰ τὸ «Κρυφὸ Σχολειὸ στὸ Μοριά, στὴ Δημητσάνα, στὴ μονὴ Φιλοσόφου κ.α.
«Τὸ σχολεῖο τῆς Μονῆς Φιλοσόφου, γράφει ὁ Γυμνασιάρχης Β. Χαραλαμπόπουλος, γνώρισε μεγάλη ἀκμὴ στὰ χρόνια τῆς σκλαβιᾶς ὅταν πιὰ ἔκλεισαν τὰ ἄλλα σχολεῖα καὶ τὸ πνευματικὸ σκοτάδι σκέπασε τὴ χώρα μας. Τότε ὅσοι διψοῦσαν γιὰ μάθηση ἔτρεχαν στὰ μοναστήρια καὶ σὲ ἀπόμερες περιοχὲς στὰ λεγόμενα «Κρυφὰ Σχολειά», ὅπου καλόγεροι καὶ παπάδες μάθαιναν τὰ παιδιὰ γράμματα. Τὸ παλαιὸ μοναστήρι τοῦ Φιλοσόφου βρίσκεται μέσα στὴν σπηλιὰ τοῦ βράχου καὶ λέγεται ἀπὸ τὸν λαὸ «Κρυφὸ Σχολειό», γιατί ἐκεῖ λειτούργησε τὸ παλαιὸ σχολεῖο στὰ πρῶτα χρόνια τῆς σκλαβιᾶς. Βρίσκεται ὅμως σὲ μέρος ἐξαιρετικὰ ἀπότομο καὶ δυσκολοπέραστο καὶ οἱ συνθῆκες τῆς ζωῆς σ’ αὐτὸ ἦταν πολὺ δύσκολες» (πέρ. «Ἱστορία Εἰκονογραφημένη», τεύχ. 81, σελ. 113).
Γλωσσικὲς – ἀρχαιολογικὲς μαρτυρίες
Ἐνδιαφέρουσες γλωσσικὲς καὶ ἀρχαιολογικὲς μαρτυρίες συγκεντρώνει γιὰ τὸ «Κρυφὸ Σχολειὸ» ὁ Ἀθανάσιος Φ. Παπαγιάννης:
«Τοπωνύμια «Κρυφὸ Σχολειό», γράφει ὑπάρχουν ἐκτὸς ἀπὸ τὴ μονὴ Φιλοσόφου, καὶ στὴν Ἄνω Μονὴ Δίβρης (στὴν Ἠλεία), στὴ Μονὴ Ἁγίων Ἀναργύρων (Λακωνίας), στὴ Μονὴ Ἁγίου Γεωργίου Φενεοῦ (Κορινθίας) κ.α. Χαρακτηριστικὸ εἶναι ὅτι τὸ ‘’Κρυφὸ Σχολειὸ’’ ‘’ἦταν διαμέρισμα ἀθέατον, ἀποκεκομμένον ἀπὸ τὸν ναόν, προσιτὸν μὲ κινητὴν κλίμακα μακρυὰ ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ κατακτητοῦ’’ ἢ ‘’θολωτὸ κρυφὸ διαμέρισμα πάνω ἀπὸ τὸν νάρθηκα τῆς Μονῆς, ὅπως στὴ Μονὴ Φενεού’’. Στὴ Μονὴ Κηπιανῶν (Μαντινείας) ἦταν σὲ θολωτὸ διαμέρισμα τῆς καμάρας (Στοᾶς)» (Μαντινειακᾶ Μοναστήρια, σελ. 378).
Δεν εἶναι τυχαῖο, ἄλλωστε, ὅτι στὴν Κύπρο τοὺς παπάδες, ὅπως μὲ πληροφορεῖ ὁ φίλος Κύπριος ἱστορικὸς συγγραφέας Σπύρος Παπαγεωργίου τοὺς ἀποκαλοῦν «Δάσκαλε!». Ὁ χαρακτηρισμὸς αὐτὸς ὑπογραμμίζει κατὰ τὸν καλύτερο τρόπο τὸν ρόλο τοῦ ὀρθόδοξου παπᾶ στὰ χρόνια τῆς σκλαβιᾶς, ποὺ δυστυχῶς γιὰ τὴν πολύπαθη ἑλληνικὴ μεγαλόνησο, ξαναγύρισε καὶ πάλι σὲ μεγάλο τμῆμα τοῦ ἐδάφους της.
«Κρυφὸ Σχολειὸ» καὶ λογοτεχνία
Γύρω ἀπὸ τὸ θέμα τοῦ «Κρυφοῦ Σχολειοῦ» πρέπει νὰ ἀναφερθῆ ὅτι ὁ ποιητὴς Ι. Πολέμης καὶ ὁ λογοτέχνης Ἄλκης Κ. Τροπαιάτης ἔχουν γράψει λογοτεχνικὰ ἔργα καὶ ὅτι ὁ σημαντικώτατος Νεοέλληνας ζωγράφος Νικόλαος Γύζης ἔχει ἀφιερώσει τὸ ἔργο του «Τὸ κρυφὸ σχολειό», ὅπου ἕνα μοναχὸς διδάσκει τὰ Ἑλληνόπουλα. Σχετικὸ εἶναι καὶ τὸ «Ὁ μοναχὸς καὶ τὸ παιδὶ» τοῦ ἴδιου ζωγράφου, ὅπου ὁ μοναχὸς κρατᾶ στὸ χέρι του ἕνα φλυτζάνι καφὲ καὶ ἐξηγεῖ κάτι στὸ παιδὶ μὲ τ’ ἀνοιγμένο βιβλίο στὸ σπίτι ὅπου βρέθηκε. Στὴ Μονὴ Πεντέλης, ἐξ ἄλλου, ὑπάρχει ἀναπαράσταση τοῦ «Κρυφοῦ Σχολειοῦ» στὸ Μουσεῖο τοῦ Ὀρθοδόξου Κλήρου καὶ τῆς Ἑλληνικῆς Παιδείας τῶν χρόνων τῆς Τουρκοκρατίας.
Συμπεράσματα
Ἀπὸ ὅσα παραπάνω ἐκθέσαμε προκύπτουν τὰ ἀκόλουθα συμπεράσματα:
1. Τὰ κοινὰ σχολειὰ τὰ κρατοῦσαν ἀνεπίσημα μοναχοὶ εἴτε στὰ φανερὰ εἴτε στὰ κρυφά, ὅπου οἱ συνθῆκες δὲν ἦταν εὐνοϊκές. Αὐτὰ ἦταν τὰ «Κρυφὰ Σχολειὰ» τῆς περιόδου τῆς δουλείας.
2. Οἱ μοναχοὶ δὲν ἦταν μόνο δάσκαλοι στὰ χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας ἀλλὰ καὶ ὁ σύνδεσμος τῶν Κρυπτοχριστιανῶν μὲ τὴν Ἐκκλησία.
3. Ὑπάρχουν πλούσια τοπικὴ παράδοση καὶ πολλὲς μαρτυρίες τοπωνυμικὲς καὶ ἀρχαιολογικὲς γιὰ τὰ «Κρυφὰ Σχολειά».
4. Ἡ ἄρνηση τοῦ «Κρυφοῦ Σχολειοῦ» δὲν βασίζεται σὲ τεκμήρια, ἀλλὰ σὲ εἰκασίες.
5. Ἡ Ἐκκλησία γενικὰ εἶχε στὰ χέρια της τὴν παιδεία, καὶ τὴν ἐπίσημη καὶ τὴν ἀνεπίσημη. Στὰ μοναστήρια βρῆκε καταφύγιο ὁ Ἑλληνισμὸς στὰ χρόνια τῆς σκλαβιᾶς.
Λόγοι σεβασμοῦ τῆς ἱστορικῆς ἀλήθειας, ἀλλὰ καὶ τῆς φιλολογικῆς δεοντολογίας ἐπιβάλλουν, γιὰ ὅλα αὐτά, σὲ συλλογικὰ ἔργα, ὅπως ἡ «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους» νὰ ἀποφεύγουν τοὺς ἀτεκμηρίωτους δογματισμοὺς καὶ νὰ παραθέτουν ὅλες τὶς ἀπόψεις.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΥ ΑΠ. Ε.: Ἡ Πορεία τοῦ Γένους, «Οἱ Ἐκδόσεις τῶν Φίλων», Ἀθήνα 1966, σσ. 76-77.
2. ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗ ΓΙΑΝΝΗ: «Κόψε μέ, ἀγά μου, ν’ ἁγιάσω», Πρωία 5 Ἰουνίου 1932.
3. ΓΟΥΔΑ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ: Βίοι παράλληλοι τῶν ἐπὶ τῆς Ἀναγεννήσεως τῆς Ἑλλάδος διαπρεψάντων ἀνδρῶν, τόμος β’, Παιδεία ἐν Ἀθήναις, ἐκ τοῦ Τυπογραφείου Χ. Ν. Φιλαδελφέως, 1870, σελ. κε’ κ.ἐξ.
4. ΓΡΙΤΣΟΠΟΥΛΟΥ ΤΑΣΟΥ ΑΘ.: «Κρυφὸ Σχολειό», Παρνασσός, 4 (1962), σελ. 76 κ.ἐξ.
5. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ: Σχολὴ Δημητσάνης, Ἀθῆναι 1962, σελ. 19 κ.ἐξ.
6. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ: Πατριαρχικὴ Μεγάλη του Γένους Σχολή, τόμος α’, Ἀθῆναι 1966, σελ. 67 κ.ἐξ.
7. ΔΑΚΑΡΗ ΣΩΤ. Ι.: Τὸ νησὶ τῶν Ἰωαννίνων, ἔκδοση Μουσείου Προεπαναστατικῆς περιόδου νήσου Ἰωαννίνων, Ἀθῆναι 1971, σελ. 22.
8. ΕΚΔΟΤΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ: Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, τόμος Ι’, Ἀθήνα 1974.
9. ΘΕΟΔΩΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ Ι. Ν.: Τὸ Εἰκοσιένα καὶ ὁ Σύγχρονος Ἑλληνισμός, «Οἱ ἐκδόσεις τῶν Φίλων», Ἀθῆναι 1972, σελ. 57.
10. ΚΟΚΚΙΝΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ: Ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάστασις, βραβεῖον Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, ἐ’ ἔκδοσις εἰκονογραφημένη καὶ βελτιωμένη, τόμος α’, «Μέλισσα» 1967, σελ. 21.
11. ΚΟΛΟΒΟΥ ΦΙΛΙΠΠΟΥ Δ.: «Ἡ παιδεία στὰ Τζουμέρκα ἀπὸ τὴν Ἅλωση ὡς τὸν Ἀλὴ πασά», Σκουφᾶς, τόμ. Ε’, τεύχ. 42-43, 1976, σσ. 92-96.
12. ΚΡΥΣΤΑΛΛΗ ΚΩΣΤΑ: Ἅπαντα, ἐκδόσεις Μίχ. Περάνθη καὶ Γ. Βαλέτα.
13. ΜΗΛΙΩΡΗ ΝΙΚΟΥ Ε.: Οἱ Κρυπτοχριστιανοί, μελέτη ἐκδόσεις «Ἑνώσεως Σμυρναίων», Ἀθῆναι 1962.
14. ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΥ ΦΑΝΗ: Τὰ Γιάννενα κι ἡ Νεοελληνικὴ Ἀναγέννηση (1648-1820), Ἀθήνα 1930, σελ. 25.
15. ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Φ.: Μαντινειακὰ Μοναστήρια, Ἀθήνα 1977, σελ. 216 κ.ἐξ.
16. ΠΑΠΑΡΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ: Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους.
17. ΠΕΡΑΝΘΗ ΜΙΧΑΗΛ: Ἑλληνικὴ Πεζογραφία ἀπὸ τὴν ἅλωση ὡς σήμερα, τόμος α’, σσ. 17-18.
18. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ Β.: «Τὰ Κρυφὰ σχολειὰ τῆς Μονῆς Φιλοσόφου», πέρ. Ἱστορία Εἰκονογραφημένη, τεῦχος 81, σελ. 113.
19. ΧΑΤΖΗΦΩΤΗ Ι. Μ.: Βυζάντιο καὶ Ἐκκλησία, ἔκδοση Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 1978.
20. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ: Ἡ σχολὴ τῆς Σύμης (1765-1821), Ἀθήνα 1978.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου