Πηγή: Χριστιανικὴ Βιβλιογραφία
Ἀπόσπασμα [B´] ἀπὸ τὸ μυθιστόρημα τοῦ Φιοντόρ Ντοστογιέφσκυ
Ἀπόσπασμα [B´] ἀπὸ τὸ μυθιστόρημα τοῦ Φιοντόρ Ντοστογιέφσκυ
«Ἀδελφοὶ Καραμαζώφ»,
μετάφρ. Ἄρ. Ἀλεξάνδρου, ἐκδ. Γκοβόστη, χ. χρ. τόμ. 2,σελ. 106-108
Ἠλ. στοιχειοθεσία «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ»
A´ Μέρος: ΤΑ ΤΡΙΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΠΡΟΦΗΤΕΥΕΤΑΙ ΟΛΗ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΟΣ –1
»Δὲς τώρα καὶ μόνος Σου ποιός εἶχε δίκιο: Ἐσὺ ἢ ἐκεῖνος ποὺ Σὲ ρωτοῦσε τότε; Θυμήσου τὸ πρῶτο ἐρώτημα. Ἂν καὶ δὲ σ᾽ τὸ λέω κατὰ λέξη, μὰ τὸ νόημα ἦταν τοῦτο: «Θέλεις νὰ πᾶς στὸν κόσμο καὶ πηγαίνεις μ᾽ ἀδειανὰ τὰ χέρια, μὲ κάποια ὑπόσχεση ἐλευθερίας ποὺ οἱ ἄνθρωποι μὲ τὴν ἠλιθιότητά τους καὶ μὲ τὴν ἔμφυτή τους διαφθορὰ δὲν μποροῦν οὔτε κἂν νὰ τὴν κατανοήσουν, ποὺ τὴ φοβοῦνται καὶ τὴ σκιάζονται, γιατὶ τίποτα καὶ ποτὲ δὲν ὑπῆρξε γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν ἀνθρώπινη κοινωνία πιὸ ἀφόρητο ἀπ᾽ τὴν ἐλευθερία! Ἐνῶ, βλέπεις αὐτὲς τὶς πέτρες μέσα σὲ τούτη τὴ γυμνὴ πυρακτωμένη ἔρημο; Κάνε ᾽τες ψωμιὰ κι ἡ ἀνθρωπότητα θὰ τρέξει ἀπὸ πίσω Σου σὰν κοπάδι, γεμάτη εὐγνωμοσύνη κι ὑπακοή, ἂν καὶ πάντα θὰ τρέμει ἀπὸ φόβο πὼς θὰ μποροῦσες ν᾽ ἀποτραβήξεις τὸ χέρι Σου καὶ νὰ πάψεις νὰ τοὺς δίνεις τὰ ψωμιά Σου». Μὰ Σὺ δὲν θέλησες νὰ στερήσεις ἀπ᾽ τὸν ἄνθρωπο τὴν ἐλευθερία κι ἀπέρριψες τὴν προσφορά, γιατί σκέφτηκες: Τί ἐλευθερία θά ᾽ναι αὐτή, ὅταν ἡ ὑπακοὴ θὰ ἐξαγοραστεῖ μὲ ψωμιά; Πρόβαλες τὴν ἀντίρρηση πὼς ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἒπ᾽ ἄρτῳ μόνον ζήσεται, μὰ τὸ ξέρεις τάχα πὼς ἐν ὀνόματι αὐτοῦ τοῦ ἴδιου τοῦ γήινου ἄρτου θὰ ξεσηκωθεῖ ἐναντίον Σου τὸ πνεῦμα τῆς γῆς, θὰ Σὲ πολεμήσει καὶ θὰ Σὲ νικήσει κι ὅλοι θὰ τὸ ἀκολουθήσουν φωνάζοντας:
«Ποιὸς μοιάζει μ᾽ αὐτὸ τὸ θηρίο ποὺ μᾶς ἔδωσε τὴ φωτιὰ τ᾽ οὐρανοῦ!» Τὸ ξέρεις πὼς θὰ περάσουν αἰῶνες κι αἰῶνες κι ἡ ἀνθρωπότητα θὰ διακηρύξει μὲ τὸ στόμα τῆς Σοφίας καὶ τῆς Ἐπιστήμης της πὼς ἔγκλημα δὲν ὑπάρχει, καὶ πὼς συνεπῶς δὲν ὑπάρχει καὶ ἁμαρτία καὶ πὼς ὑπάρχουν μονάχα πεινασμένοι;
«Χόρτασέ τους καὶ τότε μονάχα νὰ τοὺς ζητᾶς ἀρετή!» Νὰ τί θὰ γράψουν στὴ σημαία ποὺ θὰ σηκώσουν ἐναντίον Σου καὶ ποὺ μ᾽ αὐτὴν θὰ γκρεμίσουν τὸν ναό Σου.
Στὴ θέση τοῦ ναοῦ Σου θὰ ὑψωθεῖ ἕνα νέο οἰκοδόμημα, ἕνας καινούργιος φοβερὸς πύργος τῆς Βαβὲλ καί, μόλο ποὺ κι αὐτὸς δὲν θὰ τελειώσει, ὅπως κι ὁ προηγούμενος, ὅμως παρ᾽ ὅλ᾽ αὐτὰ θὰ μποροῦσες νὰ τὸν ἀποφύγεις αὐτὸν τὸν νέο πύργο καὶ νὰ συντομέψεις κατὰ χίλια χρόνια τὰ βάσανα τῶν ἀνθρώπων – γιατί σὲ μᾶς θά ᾽ρθουν πάλι, ἀφοῦ καταβασανιστοῦν μὲ τὸν πύργο τους!
Θά ᾽ρθουν νὰ μᾶς βροῦν κάτω ἀπ᾽ τὴ γῆ, στὶς κατακόμβες (γιατί τότε θὰ μᾶς διώκουν καὶ θὰ μᾶς βασανίζουν πάλι) θὰ μᾶς βροῦν καὶ θὰ μᾶς ἐκλιπαρήσουν: «Δῶστε μας νὰ φᾶμε, γιατί κεῖνοι ποὺ μᾶς ὑποσχέθηκαν τὴ φωτιὰ τ᾽ οὐρανοῦ δὲν μᾶς τὴν δώσανε».
Καὶ τότε πιὰ ἐμεῖς θ᾽ ἀποτελειώσουμε τὸ χτίσιμο τοῦ πύργου τους, γιατί θὰ τὸν ἀποτελειώσει μονάχα κεῖνος ποὺ θὰ τοὺς χορτάσει.
Καὶ θὰ τοὺς χορτάσουμε μονάχα ἐμεῖς ἐν ὀνόματί Σου καὶ ψευδόμενοι πὼς εἶναι ἐν ὀνόματί Σου.
Ὤ, ποτέ, ποτέ τους δὲν θὰ χορτάσουν χωρὶς ἐμᾶς.
Καμιὰ ἐπιστήμη δὲν θὰ τοὺς δώσει ψωμὶ ὅσο θὰ μένουν ἐλεύθεροι, μὰ στὸ τέλος θά ᾽ρθουν νὰ καταθέσουν τὴν ἐλευθερία τους στὰ πόδια μας καὶ θὰ μᾶς ποῦν:
«Κάντε μας σκλάβους, μὰ χορτάστε μας».
Θὰ καταλάβουν ἐπιτέλους μονάχοι τους πὼς ἡ ἐλευθερία καὶ τὸ γήινο ψωμὶ οὔτε κατὰ διάνοια δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἐπαρκέσουν γιὰ ὅλους, γιατί ποτέ, ποτέ τους δὲν θὰ τὸ καταφέρουν νὰ τὰ μοιράσουν μεταξύ τους!
Θὰ πεισθοῦν ἀκόμα πὼς ποτὲ δὲν θὰ γίνουν ἐλεύθεροι, γιατί εἶναι ἀδύναμοι, διεφθαρμένοι, μηδαμινοὶ κι ἐπαναστάτες.
Σὺ τοὺς ὑποσχέθηκες τὸν ἄρτον τὸν ἐπουράνιον, μὰ Σοῦ ξαναλέω:
Μπορεῖ τάχα νὰ συγκριθεῖ μὲ τὸν ἐπίγειο, στὰ μάτια αὐτῆς τῆς ἀνθρώπινης ράτσας, τῆς ἀνίσχυρης, τῆς πάντα χυδαίας καὶ διεφθαρμένης;
Κι ἂν ἐν ὀνόματι τοῦ ἐπουράνιου ἄρτου θὰ Σὲ ἀκολουθήσουν οἱ χιλιάδες καὶ μυριάδες τί θ᾽ ἀπογίνουν τὰ ἑκατομμύρια καὶ δισεκατομμύρια ἀνθρώπινα πλάσματα ποὺ εἶναι ἀνίκανα νὰ προτιμήσουν τὸν ἐπουράνιο ἄρτο ἀπ᾽ τὸν ἐπίγειο;
Ἤ, μήπως τάχα ἀγαπᾶς μονάχα τὶς δεκάδες χιλιάδες τοὺς μεγάλους καὶ ἰσχυρούς, ἐνῶ τὰ ἑκατομμύρια οἱ ἀδύναμοι, τὰ πολυάριθμα σὰν τὴν ἄμμο τῆς θάλασσας, ποὺ Σ᾽ ἀγαποῦν ὡστόσο, θὰ πρέπει νὰ χρησιμέψουν μονάχα σὰν ὑλικὸ γιὰ τοὺς μεγάλους καὶ τοὺς ἰσχυρούς; Ὄχι, ἐμεῖς ἀγαπᾶμε καὶ τοὺς ἀδύναμους. Εἶναι διεφθαρμένοι κι ἐπαναστάτες μὰ τελικὰ αὐτοὶ ἴσα-ἴσα εἶναι ποὺ θὰ γίνουν ὑπάκουοι. Θὰ μᾶς θαυμάζουν καὶ θὰ μᾶς θεωροῦν θεούς τους, γιατί μπήκαμε ἐπὶ κεφαλῆς τους καὶ δεχτήκαμε τὸ βάρος τῆς ἐλευθερίας ποὺ ἐκεῖνοι τὴ φοβήθηκαν καὶ νὰ κυριαρχοῦμε πάνω τους – τόσο ἀνυπόφορο θὰ τοὺς εἶναι στὸ τέλος νὰ εἶναι ἐλεύθεροι!
Ἐμεῖς ὅμως θὰ ποῦμε πὼς ὑπακοῦμε σὲ Σένα καὶ πὼς ἐξουσιάζουμε, ἐν ὀνόματί Σου. Θὰ τοὺς ἐξαπατήσουμε καὶ πάλι, γιατί δὲν θὰ Σ᾽ ἀφήσουμε πιὰ νὰ πλησιάσεις κοντά μας. Σ᾽ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἀπάτη θὰ συνίσταται ἡ ὀδύνη μας, γιατί θά ᾽μαστε ἀναγκασμένοι νὰ ψευδόμαστε.
Νὰ τί σημαίνει κεῖνο τὸ πρῶτο ἐρώτημα τῆς ἐρήμου καὶ νὰ τί ἀπέκρουσες ἐν ὀνόματι τῆς ἐλευθερίας ποὺ τὴν ἔβαλες ὑπεράνω ὅλων.
Κι ὅμως σ᾽ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα βρίσκεται τὸ μεγάλο μυστικὸ του κόσμου τούτου.
Ἂν ἀποδεχόσουν τοὺς «ἄρτους», θ᾽ ἀπαντοῦσες στὴ συμπαντικὴ καὶ προαιώνια ἀνθρώπινη λαχτάρα τόσο τοῦ ἀτόμου ὅσο καὶ τοῦ συνόλου, δηλαδή: «ποιόν νὰ προσκυνήσω;»
Δὲν ὑπάρχει πιὸ ἀκατάπαυστη καὶ πιὸ βασανιστικὴ φροντίδα γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ὅταν μένει ἐλεύθερος, παρὰ πῶς νὰ βρεῖ ὅσο γίνεται γρηγορότερα κάποιον νὰ προσκυνάει.
Μὰ ὁ ἄνθρωπος θέλει νὰ προσκυνήσει κάτι ποὺ εἶναι ἀναμφισβήτητο, τόσο ἀναμφισβήτητο ποὺ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νὰ συμφωνήσουν μονομιᾶς πὼς πρέπει νὰ τὸ προσκυνήσουν.
Γιατί ἐκεῖνο ποὺ βασανίζει αὐτὰ τ᾽ ἀξιολύπητα πλάσματα δεν εἶναι μονάχα νὰ βροῦν κάτι ποὺ ἐγὼ ἢ ἕνας ἄλλος νὰ μπορεῖ νὰ τὸ προσκυνήσει, μὰ νὰ βροῦν κάτι ποὺ νὰ τὸ πιστεύουν ὅλοι κι ὅλοι νὰ τὸ προσκυνᾶνε κι ἀπαραίτητα αὐτὸ νὰ τὸ κάνουν ὅλοι μαζί.
Αὐτή ἴσα-ἴσα ἡ ἀνάγκη τῆς γενικῆς λατρείας εἶναι τὸ μεγαλύτερο μαρτύριο τοῦ κάθε ἀνθρώπου χωριστὰ καὶ ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας ἀπ᾽ τὴν ἀρχὴ τοῦ κόσμου.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου