Έλπίς μου ὁ Πατήρ, καταφυγή μου ὁ Υἱός, Σκέπη μου τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. Τριὰς Ἁγία, δόξα Σοι.

Δεῦτε ἀπὸ θέας Γυναῖκες εὐαγγελίστριαι, καὶ τῇ Σιὼν εἴπατε· Δέχου παρ΄ ἡμῶν Χαρᾶς Εὐαγγέλια, Τῆς Ἀναστάσεως Χριστοῦ. Τέρπου, χόρευε, καὶ ἀγάλλου Ἱερουσαλήμ, τὸν Βασιλέα Χριστόν, θεασαμένη ἐκ τοῦ μνήματος, ὡς Νυμφίον προερχόμενον.


Κυριακή 5 Μαΐου 2013

Η Ανάσταση του Χριστού όπως την περιγράφει ο Ευαγγελιστής Λουκάς (Μετάφραση)

XarasEuaggelia

Λουκάς 24
1 Την Κυριακή όμως, από τα βαθιά κιόλας χαράματα, ήρθαν στο μνήμα μαζί και με μερικές άλλες, έχοντας μαζί τους τα αρώματα που είχαν ετοιμάσει.
2 Εκεί βρήκαν την πέτρα μετατοπισμένη από το μνήμα,
3 κι όταν μπήκαν μέσα, δε βρήκαν το σώμα του Κυρίου!
4 Κι ενώ έμεναν εκεί απορώντας γι' αυτό, παρουσιάστηκαν ξαφνικά μπροστά τους δύο άντρες με ρούχα που λαμποκοπούσαν!
5 Τότε, καθώς αυτές κατατρομοκρατημένες από το θέαμα στέκονταν με τα πρόσωπά τους σκυμμένα στη γη, είπαν σ' αυτές οι δύο άντρες: «Τι αναζητάτε τον ζωντανό ανάμεσα στους νεκρούς;
6 Δεν είναι εδώ. Αναστήθηκε! Θυμηθείτε πώς σας μίλησε γι' αυτό, όταν ακόμα ήταν στη Γαλιλαία,
7 λέγοντάς σας ότι πρέπει ο Γιος του Ανθρώπου να παραδοθεί στα χέρια αμαρτωλών ανθρώπων και να σταυρωθεί, και την τρίτη μέρα ν' αναστηθεί!».
8 Τότε θυμήθηκαν τα λόγια του.
9 Έτσι, επέστρεψαν από το μνήμα και τα διηγήθηκαν όλα αυτά στους ένδεκα μαθητές και σε όλους τους υπόλοιπους.
10 Κι αυτές που τα έλεγαν αυτά στους αποστόλους ήταν η Μαρία η Μαγδαληνή, η Ιωάννα, η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου και οι άλλες που ήταν μαζί τους.
11 Σ' εκείνους όμως τα λόγια αυτά φάνηκαν σαν ανοησίες και δυσπιστούσαν σ' αυτές.
12 Ο Πέτρος μάλιστα σηκώθηκε και πήγε τρέχοντας στο μνήμα, κι αφού έσκυψε, βλέπει να είναι εκεί μόνο τα σάβανα. Γύρισε τότε πίσω γεμάτος απορία για το γεγονός.
13 Την ίδια εκείνη μέρα, δύο απ' αυτούς πήγαιναν σ' ένα χωριό που ονομάζεται Εμμαούς, και το οποίο απέχει ένδεκα χιλιόμετρα από την Ιερουσαλήμ.
14 Αυτοί, λοιπόν, μιλούσαν μεταξύ τους για όλα αυτά που συνέβησαν.
15 Μα καθώς αυτοί μιλούσαν και αντάλλαζαν σκέψεις, τους πλησίασε κι ο Ιησούς ο ίδιος και βάδιζε μαζί τους.
16 Τα μάτια τους όμως εμποδίζονταν, έτσι που να μην μπορούν να τον αναγνωρίσουν!
17 Τους ρώτησε λοιπόν: «Τι θέματα συζητάτε μεταξύ σας περπατώντας και είστε σκυθρωποί;».
18 Αποκρίθηκε τότε ο ένας, που τον έλεγαν Κλεόπα και του είπε: «Είσαι μήπως ο μόνος κάτοικος της Ιερουσαλήμ εσύ και δεν έμαθες αυτά που συνέβησαν σ' αυτήν τις μέρες αυτές;».
19 Τους ρώτησε: «Ποια;». Κι εκείνοι του είπαν: «Τα γεγονότα τα σχετικά με τον Ιησού από τη Ναζαρέτ, που υπήρξε ένας δυνατός προφήτης τόσο με τα έργα όσο και με τα λόγια του, μπροστά στο Θεό και σε όλο το λαό,
20 και με τι τρόπο τον παράδωσαν οι αρχιερείς και οι άρχοντές μας να καταδικαστεί σε θάνατο και πώς τον σταύρωσαν!
21 Εμείς, πάλι, ελπίζαμε πως είναι αυτός που επρόκειτο να λυτρώσει το λαό Ισραήλ. Επιπλέον κοντά σ' όλα αυτά - κι είναι σήμερα η τρίτη κιόλας μέρα από τότε που συνέβησαν -
22 μας αναστάτωσαν και μερικές γυναίκες του κύκλου μας, οι οποίες πήγαν χαράματα στο μνήμα
23 και μη βρίσκοντας εκεί το σώμα του, ήρθαν ισχυριζόμενες πως είδαν ακόμα και εμφάνιση αγγέλων, οι οποίοι είπαν ότι αυτός ζει!
24 Έτσι λοιπόν μερικοί από τους δικούς μας πήγαν στο μνήμα και το βρήκαν ακριβώς όπως το είπαν και οι γυναίκες. Αυτόν όμως δεν τον είδαν».
25 Τότε αυτός τους είπε: «Ω, ανόητοι, που το μυαλό σας είναι τόσο αργοκίνητο στο να πιστέψετε σε όλα όσα είπαν οι προφήτες!
26 Δεν είναι τάχα αυτά ακριβώς που έπρεπε να πάθει ο Χριστός και να μπει στη δόξα του;».
27 Κατόπιν, αρχίζοντας από το Μωυσή κι απ' όλους τους προφήτες, τους εξηγούσε εκείνα που αναφέρονταν γι' αυτόν σε όλες τις προφητείες της Γραφής.
28 Τελικά πλησίασαν στο χωριό που πήγαιναν, κι αυτός προσποιόταν πως πηγαίνει τάχα πιο μακριά.
29 Τότε εκείνοι τον πίεσαν λέγοντάς του: «Μείνε μαζί μας, γιατί πήρε κιόλας να βραδιάζει και η ημέρα έφτασε στο τέρμα της». Έτσι, μπήκε να μείνει μαζί τους.
30 Κι όταν κάθισε στο τραπέζι να φάει μαζί τους, πήρε το ψωμί και το ευλόγησε. Έπειτα το έκοψε σε κομμάτια και τους το πρόσφερε.
31 τότε ανοίχτηκαν τα μάτια τους και τον αναγνώρισαν. Μα αυτός εξαφανίστηκε από ανάμεσά τους!
32 Είπαν τότε μεταξύ τους: «Μήπως δε φλεγόταν η καρδιά μας μέσα μας, καθώς μας μιλούσε στο δρόμο και μας εξηγούσε τις προφητείες των Γραφών;».
33 Σηκώθηκαν λοιπόν την ίδια εκείνη ώρα και επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ, όπου βρήκαν συγκεντρωμένους τους ένδεκα κι εκείνους που ήταν μαζί τους,
34 οι οποίοι έλεγαν ότι αναστήθηκε πραγματικά ο Κύριος και φανερώθηκε στο Σίμωνα.
35 Αυτοί πάλι, τους διηγούνταν λεπτομερώς αυτά που συνέβησαν στο δρόμο και πώς τους έκανε να τον αναγνωρίσουν καθώς έκοβε το ψωμί.
36 Στο μεταξύ, την ώρα που τα έλεγαν αυτά, ο ίδιος ο Ιησούς στάθηκε ανάμεσά τους και τους λέει: «Ειρήνη σε σας»!
37 Μα εκείνοι από την ταραχή και το φόβο που τους κυρίευσε, νόμιζαν πως βλέπουν κάποιο φάντασμα!
38 Τότε τους είπε: «Γιατί είστε κατατρομαγμένοι; Και γιατί γεννιούνται αμφιβολίες στις καρδιές σας;
39 Κοιτάξτε τα χέρια μου και τα πόδια μου για να δείτε ότι είμαι εγώ ο ίδιος. Ψηλαφίστε με και δείτε, γιατί ένα φάντασμα δεν έχει σάρκα και οστά, όπως βλέπετε να έχω εγώ».
40 Κι αφού τους είπε αυτό το πράγμα, τους έδειξε τα χέρια του και τα πόδια του.
41 Κι επειδή ακόμα δυσπιστούσαν από τη χαρά τους και συνέχιζαν ν' απορούν, τους είπε: «Έχετε τίποτε φαγώσιμο εδώ;».
42 Τότε εκείνοι του έδωσαν ένα κομμάτι ψητό ψάρι και μέλι κηρύθρας.
43 Τα πήρε λοιπόν εκείνος και τα έφαγε μπροστά τους.
44 Κατόπιν τους είπε: «Αυτά ακριβώς είναι εκείνα για τα οποία σας μίλησα κατά την παρουσία μου μεταξύ σας, ότι δηλαδή πρέπει να εκπληρωθούν όλα τα γραμμένα για μένα στο νόμο του Μωυσή και στους προφήτες και στους Ψαλμούς».
45 Τότε φώτισε το νου τους να καταλαβαίνουν τις Γραφές
46 και τους είπε: «Έτσι έχει γραφτεί κι έτσι έπρεπε να πάθει ο Χριστός και ν' αναστηθεί από τους νεκρούς την τρίτη μέρα,
47 και να κηρυχτεί στ' όνομά του μετάνοια και άφεση αμαρτιών σ' όλα τα έθνη, αρχίζοντας από την Ιερουσαλήμ.
48 Και μάρτυρες όλων αυτών είστε εσείς.
49 Και τώρα πλέον εγώ θα σας στείλω αυτό που σας υποσχέθηκε ο Πατέρας μου. Καθίστε λοιπόν εσείς στην πόλη, στην Ιερουσαλήμ, ώσπου να περιβληθείτε δύναμη από ψηλά».
50 Τους πήγε, τότε, έξω, ως τη Βηθανία, και σηκώνοντας τα χέρια του τους ευλόγησε.
51 Και καθώς τους ευλογούσε, αποχωρίστηκε απ' αυτούς και ανέβαινε στον ουρανό.
52 Τότε αυτοί, αφού τον προσκύνησαν, επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ με χαρά μεγάλη,
53 και έμεναν συνεχώς μέσα στο ναό εξυμνώντας και δοξολογώντας το Θεό. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου