4. Η ποιμαντική αντιμετώπιση τής καταστάσεως
Όπως ο γιατρός μετά τήν διάγνωση μιάς ασθενείας προχωρεί στήν θεραπεία της, έτσι καί εκείνοι πού ασχολούνται μέ τήν αντιμετώπιση κοινωνικών προβλημάτων, πέρα από τήν καλή διάγνωση, πρέπει νά καταλήγουν καί σέ ορθούς τρόπους θεραπείας.
Τό ίδιο παρατηρούμε καί στούς λόγους τού Μ. Βασιλείου.
α) Προτροπή γιά μετάνοια
Είδαμε προηγουμένως τήν άποψή του ότι η κατάσταση τής ξηρασίας στήν εποχή του προερχόταν καί από τήν απομάκρυνση τού ανθρώπου από τόν Θεό, γι' αυτό προέτρεπε τούς ανθρώπους νά μετανοήσουν.
Όμως, όταν κάνη λόγο γιά μετάνοια δέν εννοεί απλώς μιά μεταμέλεια, αλλά μιά κατάσταση πού εκφράζεται στήν πράξη,
καί συνιστάται στό νά πλύνουν τά πόδια τών ξένων, πού σημαίνει νά τούς φιλοξενήσουν, καί τό πρώτο σημείο ήταν η πλύση τών ποδιών τους,
κατά τήν συνήθεια τής εποχής εκείνης, νά θρέψουν τό ορφανό παιδί από πατέρα,
νά περιθάλψουν τήν χήρα πού βασανίζεται,
νά ξεσχίσουν τό άδικο γραμμάτιο, νά εξαφανίσουν τήν ομολογία τών βαρυτάτων τόκων,
νά γκρεμίσουν τίς αποθήκες καί νά προσφέρουν τά υλικά αγαθά στούς πτωχούς πού υποφέρουν καί νά ανοίξουν τά πορτοφόλια τους,
γιατί αλλιώς θά πεθάνουν καί αυτοί οι ίδιοι καί θά ενταφιασθούν μαζί μέ αυτά καί τόν χρυσό, αφού ο χρυσός είναι χώμα καί θά τούς σκεπάση.
Μάλιστα κάνει μιά σημαντική παρατήρηση ότι εξ αιτίας τών ολίγων τά κακά ξεσπούν καί στόν λαό, οπότε καί ο λαός τιμωρείται γιά τήν μοχθηρία κάποιου.
Ο άνθρωπος πρέπει νά πιστεύη ότι ο Θεός είναι ο Κύριος τού ουρανού καί τής γής, Αυτός είναι ρυθμιστής τών εποχών, αυτός είναι δυνατός καί αγαθός.
Οι άνθρωποι πρέπει νά αποκτήσουν αυτοκυριαρχία καί νά μήν ομοιάζουν μέ τά ανόητα παιδιά πού όταν τά μαλώνουν οι διδάσκαλοι γιά τό καλό τους, αυτά ξεσχίζουν τά βιβλία τους, καί επειδή οι πατέρες τους αναβάλλουν νά δώσουν τήν τροφή γιά τήν ωφέλειά τους, αυτά ξεσχίζουν τά ενδύματα τού πατρός τους ή μέ τά νύχια τους καταγρατσουνούν τό πρόσωπο τής μητέρας τους.
Ο άνθρωπος πρέπει νά αισθανθή ότι τόν κυβερνήτη τού πλοίου τόν δοκιμάζει η τρικυμία, τόν αθλητή τό στάδιο, τόν στρατηγό τό στρατόπεδο, τόν γενναιόκαρδο η συμφορά, τόν δέ Χριστιανόν η δοκιμασία.
Έτσι, οι λύπες δοκιμάζουν τήν ψυχή, όπως η φωτιά δοκιμάζει καί επεξεργάζεται τόν χρυσό.
Οι Χριστιανοί πρέπει νά ελπίζουν στόν Θεό.
Μέσα στήν προοπτική αυτή αναφέρει διάφορα πρόσωπα από τήν Παλαιά Διαθήκη, όπως τόν Ηλία, τόν Δανιήλ στόν λάκκο τών λεόντων, τόν Αββακούμ πού τρεφόταν από τόν άγγελο, τούς Ιουδαίους πού προχωρούσαν στήν έρημο μέ τήν καθοδήγηση τού Μωϋσέως, τόν Ιώβ πού αντιμετώπισε μέ καρτερία τήν συμφορά.
γ) Η αποφυγή τής πλεονεξίας
Διδάσκει τούς ακροατές του νά αποφεύγουν τήν πλεονεξία, η οποία δημιουργεί πολλά προβλήματα στόν άνθρωπο.
Η πλεονεξία είναι μεγάλο πάθος πού ομοιάζει μέ τό πάθος τής γαστριμαργίας, αφού οι λαίμαργοι προτιμούν νά σκάζουν παρά νά δώσουν κάτι από τά περισσεύματα στούς πτωχούς. Τό ίδιο γίνεται καί μέ τήν πλεονεξία.
Ο άνθρωπος πρέπει νά γίνη υπηρέτης τού αγαθού Θεού καί οικονόμος τών συνανθρώπων του καί νά μιμηθή τόν Ιωσήφ, δίδοντας από αυτά πού τού έδωσε ο Θεός, ωσάν από κοινή πηγή.
Όμως, ο πλεονέκτης πλούσιος δέν σκεπτόταν τόν Θεό καί τούς πτωχούς αδελφούς του, αλλά τόν εαυτό του, καί φανταζόταν πολυχρόνια τήν απόλαυση, ενώ τήν ίδια νύκτα θά απέθνησκε.
Ο άνθρωπος πρέπει νά μιμηθή τήν άψυχο γή, η οποία δέχεται τόν σπόρο, τόν καρποφορεί, εκτρέφει τούς καρπούς, όχι γιά τόν εαυτό της, αλλά γιά νά υπηρετούν τούς ανθρώπους.
Όπως ο σπόρος πού πέφτει στήν γή γίνεται κέρδος γιά τόν σπορέα, έτσι καί αυτός πού δίνει τόν άρτο σέ αυτόν πού πεινάει δέχεται τήν ωφέλεια, γιατί τό τέλος τής γεωργίας γίνεται αρχή τής επουρανίου σποράς.
Όταν προσφέρη κανείς σέ αυτούς πού υποφέρουν γίνεται πατέρας τους καί θά λάβη τόν ανάλογο μισθό.
Υπάρχουν άνθρωποι πού δωρίζουν τόν πλούτο τους στά θέατρα, δηλαδή στούς αθλητές τού παγκρατίου, στούς γελωτοποιούς, καί θηριομάχους ανθρώπους γιά νά δεχθούν τίς ζητωκραυγές καί τά χειροκτοτήματα τού λαού.
Ο πλούσιος, όμως, δέν προσφέρει τά υλικά αγαθά γιά νά απολαύση τήν μεγάλη δόξα από τόν Θεό.
Άν συμβή κάτι τέτοιο, θά τόν υποδεχθή ο Ίδιος ο Θεός, θά τόν επευφημίσουν οι άγγελοι, θά τόν μακαρίσουν όλοι οι άνθρωποι, θά αποκτήσουν αιώνια δόξα, θά στεφανωθούν μέ τό στεφάνι τής δικαιοσύνης καί θά πάρουν τά έπαθλα τής Βασιλείας τού Θεού.
Προτρέπει τούς ανθρώπους νά μήν περιμένουν νά πέση πείνα γιά νά κερδίσουν χρυσό, νά μή γίνουν έμποροι τών ανθρωπίνων συμφορών, νά μήν ερεθίσουν τά τραύματα αυτών πού ταλαιπωρούνται μέ τό μαστίγιο τής συμφοράς.
δ) Η αρχή τής ισότητος μεταξύ τών ανθρώπων
Δέν μπορεί κανείς νά οικειοποιήται τά αγαθά πού τού δίνει ο Θεός.
Σέ τέτοια περίπτωση ομοιάζει μέ τόν άνθρωπο εκείνο πού εισέρχεται στό θέατρο, καταλαμβάνει μιά θέση θέας καί εμποδίζει τούς άλλους νά εισέλθουν, θεωρώντας ότι είναι δικό του τό θέατρο, ενώ αυτό είναι κοινό γιά όλους. Δυστυχώς αυτή είναι η νοοτροπία τών πλουσίων, πού οικειοποιούνται τά κοινά αγαθά.
Άν όλοι κρατούσαν μόνον αυτά πού χρειάζονταν, τότε δέν θά υπήρχαν πτωχοί καί πλούσιοι.
Κανείς δέν έφερε τά αγαθά μέ τήν γέννησή του, αφού βγήκαμε γυμνοί από τήν κοιλία τής μητέρας μας καί θά επιστρέψουμε γυμνοί στήν γή.
Τά υλικά αγαθά πού αποκτούν οι πλούσιοι, άν νομίζουν ότι τά απέκτησαν από τήν τύχη, είναι άθεοι, διότι δέν γνωρίζουν τόν δημιουργό ούτε ευχαριστούν τόν δοτήρα.
Άν νομίζουν ότι τά έλαβαν από τόν Θεό, τότε πρέπει νά καταλάβουν τόν λόγο, γιά νά κάνουν καλή διαχείριση.
Ο Θεός δέν είναι άδικος γιά νά μοιράζη άνισα αυτά πού είναι αναγκαία γιά τήν ζωή.
Όμως, αυτός πού συγκεντρώνει τά υλικά αγαθά είναι πλεονέκτης καί τά στερεί από τούς άλλους.
Είναι άρπαγας, γιατί οικειοποιείται αυτά πού έλαβε γιά νά τά διαχειρισθή καλά.
Είναι λωποδύτης, γιατί δέν ενδύει τόν γυμνό άνθρωπο, ενώ θά μπορούσε νά τό κάνη.
Τό ψωμί πού κρατά ο πλούσιος είναι αυτού πού πεινά,
τό ένδυμα πού φυλάσσει στίς ιματιοθήκες είναι αυτού πού είναι γυμνός,
τά παπούτσια πού σαπίζουν στίς αποθήκες είναι τού ξυπόλυτου,
τό αργύριο πού έχει παραχωμένο είναι αυτού πού τό χρειάζεται.
Έτσι, ο πλούσιος αδικεί τόσους όσους θά μπορούσε νά ευεργετήση.
ε) Σκληρός έλεγχος τών ασπλάχνων πλουσίων
Ο Μ. Βασίλειος έχει μπροστά του ένα μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα, από τήν μιά μεριά όλη η πόλη πεινάει καί υποφέρει καί από τήν άλλη μεριά οι πλούσιοι έχουν συγκεντρωμένα τά αγαθά τής γής στίς αποθήκες, αναμένοντας νά πλουτίσουν μέ τήν αισχροκέρδια. Επομένως, ο λόγος του είναι πολύ σκληρός.
Λέγει ότι όποιος δέν ενδιαφέρεται γι’ αυτούς πού πεινούν, πού τούς βλέπει νά σβήνουν καθημερινώς, πρέπει νά συγκαταριθμηθή μεταξύ τών θηρίων καί νά θεωρήται ανθρωποκτόνος.
Γι’ αυτό στήν Δευτέρα Κρίση ο Θεός θά τιμήση αυτόν πού έθρεψε τούς πεινασμένους καί έδωσε νερό στούς διψασμένους, ενώ τόν τσιγκούνη θά τόν στείλη στήν Κόλαση.
Οπότε η περίπτωση τής πείνας δίνει τήν ευκαιρία νά εφαρμόση κανείς τήν πρώτη εντολή τής αγάπης.
Γι’ αυτό πρέπει νά προσφέρη κανείς στούς πεινασμένους τά απαραίτητα, ώστε νά απολαύση πολλά.
Γιά νά παρακινήση όσους έχουν νά δώσουν στούς πεινασμένους πού πεθαίνουν από τήν πείνα χρησιμοποιεί διάφορα παραδείγματα από τήν φύση, τήν ζωή τών ειδωλολατρών καί τήν Παλαιά καί Καινή Διαθήκη.
Τά άλογα ζώα βόσκουν στό ίδιο βουνό, στά ίδια βοσκοτόπια, καί παραχωρούν τό ένα στό άλλο διάφορα τμήματα τής γής.
Όλα τρώγουν από τήν ίδια τροφή, στό ίδιο χωράφι.
Όμως, οι ανθρωποι πού οικειοποιούνται τά κοινά καί κατέχουν μόνοι αυτοί, αυτά πού είναι γιά όλους κοινά, γίνονται σκληρότεροι από τά άλογα ζώα.
Οι ειδωλολάτρες, καί ουσιαστικά υπαινίσσεται μάλλον τήν σπαρτιατική πολιτεία, είχαν θεσπίσει κοινά συσσίτια, όχι βεβαίως από λόγους φιλανθρωπίας, καί προτρέπει τούς Χριστιανούς νά τούς μιμηθούν.
Αναφέρει παραδείγματα από τήν Παλαιά Διαθήκη, αλλά υπενθυμίζει καί τήν πρώτη Εκκλησία στά Ιεροσόλυμα, όπως τό βλέπουμε στίς Πράξεις τών Αποστόλων, όπου τά πάντα ήταν κοινά, δηλαδή, η ζωή, η ψυχή, η συμφωνία, η κοινή τράπεζα, η αδιαίρετη αδελφότητα, η ανυπόκριτη αγάπη πού ένωνε σέ ένα όλα τά σώματα, καί συνήρμοζε διάφορες ψυχές σέ μιά ομόνοια.
Μέ όλα αυτά προτρέπονται οι Χριστιανοί νά βοηθούν αυτούς πού υποφέρουν καί πεινούν.
Στήν συνέχεια ελέγχει μέ σκληρά λόγια τήν σκληροκαρδία τού πλεονέκτη, πού επιδιώκει νά μετατρέψη τά πάντα σέ χρυσό, καί δέν έχει κορεσμό, πού τόν πολλαπλασιάζει μέ τά δανείσματα.
Όταν ο πλούτος κρατήται κλειστός σέ αποθήκες λιμνάζει, καί κάποτε σπάνε τά εμπόδια, κρημνίζονται οι αποθήκες καί κατεδαφίζονται τά χρηματοκιβώτια.
Έτσι, προτρέπει τόν πλούσιο νά ανοίξη μόνος του τίς θύρες τών χρηματοκιβωτίων καί νά προσφέρη διέξοδο στόν πλούτο, πού σάν ποτάμι μέ τά διάφορα κανάλια θά διασχίση τούς διαφόρους δρόμους τών πτωχών ανθρώπων.
Ο έπαινος πού προέρχεται από τούς ευεργετουμένους είναι μεγάλος.
Πρέπει νά προσφέρεται ο πλούτος στούς πτωχούς ανθρώπους, γιατί όταν στέκεται είναι άχρηστος. Τά πηγάδια όταν αντλούνται δίδουν πιό άφθονο νερό.
Η σκέψη τού άφρονος πλουσίου πού είπε
«ψυχή έχεις πολλά αγαθά κείμενα εις έτη πολλά, αναπαύου, φάγε, πίε, ευφραίνου», πού στήν πράξη λέγεται καί από τούς πλεονέκτες τής εποχής τού Μ. Βασιλείου, τόν ερεθίζει, γι’ αυτό ελέγχει αυτήν τήν νοοτροπία μέ σκληρά λόγια καί λέγει:
«Ώ τί παραλογισμός! Εάν είχες ψυχήν χοίρου τί άλλο καλύτερο από αυτό θά μπορούσες νά τής ευαγγελισθής; Πόσον κτηνώδης είσαι, πόσον άμυαλος απέναντι τών αγαθών τής ψυχής νά χαιρετίζης αυτήν μέ τά βρώματα τής σαρκός.
Αυτά πού καταλήγουν στόν απόπατο, αυτά εσύ τά παραπέμπεις στήν ψυχή;
Εάν μέν διαθέτη (η ψυχή) αρετή, εάν είναι γεμάτη από αγαθά, εάν έχη προσοικειωθή τόν Θεό, έχει πολλά αγαθά καί άς ευφρανθή τήν καλή ευφροσύνη τής ψυχής.
Επειδή όμως σκέπτεσαι τά επίγεια καί έχεις διά τόν Θεό τήν κοιλία καί είσαι ολόκληρος σάρκες, υποδουλωμένος στά πάθη, άκουσε τήν προσωνυμία πού σού αρμόζει καί τήν οποία δέν σού τήν έδωκε κανείς από τούς ανθρώπους, αλλά ο ίδιος ο Κύριος:
"ανόητε αυτήν τή νύκτα ζητούν από σέ τήν ψυχήν σου. Αυτά πού ετοίμασες, ποιός θά τά πάρη";».
Προτρέπει τόν πλούσιο νά μή ανεγείρη αποθήκες γιά νά συγκεντρώση τά υλικά αγαθά, αλλά νά κάνη αποθήκες τά σπίτια τών πτωχών, νά κάνη ελεημοσύνη, νά μήν τήν αναβάλη γιά άλλη ημέρα, γιά νά μήν έλθη ο θάνατος. Είναι χαρακτηριστικά τά λόγια του:
«Ρίχνε κάτω μέ τά ίδια σου τά χέρια αυτά πού κακώς έχεις οικοδομήσει. Σπάσε τά αμπάρια τού σιταριού από τά οποία κανένας ποτέ δέν έφυγε παρηγορημένος.
Εξαφάνισε κάθε οίκημα πού φυλάσσει τήν πλεονεξία. Βγάλε τήν στέγη, γκρέμισε τούς τοίχους, δείξε στόν ήλιο τό μουχλιασμένο πλούτο, σύντριψε τά σκοτεινά καταγώγια τού μαμωνά».
Άλλωστε, ο πεινασμένος λυώνει, ο γυμνός ξεπαγιάζει από τό κρύο, ο οφειλέτης πνίγεται από τά χρέη καί ο πλούσιος αναβάλλει τήν ελεημοσύνη.
Όταν κανείς προφασίζεται ότι δέν έχει νά δώση γιατί είναι πτωχός,
στήν πραγματικότητα είναι πτωχός από φιλανθρωπίες,
πτωχός από πίστη στόν Θεό,
πτωχός από ελπίδα αιώνια.
Τελικά, προτρέπει τούς ακροατές του νά σκεφθούν τό παρόν καί τό μέλλον, καί νά μή προδώσουν τό μέλλον τους μέ τήν αισχροκέρδεια.
Θά έλθη καιρός πού τό σώμα θά αφήση τόν άνθρωπο, τό σώμα θά εξαφανισθή στόν τάφο, αλλά θά έλθη καί εποχή πού θά αναστηθούν τά σώματα, η ψυχή θά κατοικήση πάλι στό σώμα καί θά γίνη ακριβής έλεγχος τών πράξεων τής ζωής όχι από τούς άλλους, αλλά από τήν ίδια τήν συνείδηση πού θά καταθέση τότε ως μάρτυρας εναντίον του.
Καί επισημαίνει ότι αυτό δέν τό λέγει, όπως κάνει κάποια μητέρα ή κάποια τροφός πού επισείει στά παιδιά κάποια ψεύτικα μορμολύκεια, όταν αυτά είναι άτακτα καί έτσι τά καθησυχάζουν μέ φανταστικά διηγήματα.
Αυτά πού λέγει γιά τήν αιώνια ζωή δέν είναι παραμύθι, αλλά τό κήρυξε η αδιάψευστη φωνή τού Χριστού.
Έτσι, θά έλθη η ημέρα πού στόν καθένα θά αποδοθή από τόν δίκαιο δικαστή κατά τήν αξία του.
5. Η ανταπόκριση τών πλουσίων στίς προτροπές του
Οι προτροπές αυτές τού Μ. Βασιλείου δέν έμειναν άκαρπες.
Ο άγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος στόν Επιτάφιο στόν Μ. Βασίλειο μάς πληροφορεί ότι επέπεσε λιμός-πείνα στήν Καισάρεια «καί τών πώποτε μνημονευομένων ο χαλεπώτατος», δηλαδή ήταν η βαρύτερη πείνα από όσες διασώζονται στήν μνήμη τών ανθρώπων.
Ολόκληρη η πόλη υπέφερε καί δέν φαινόταν από πουθενά βοήθεια, αντιφάρμακο γιά τήν ταλαιπωρία.
Σέ τέτοιες δυσκολίες, όπως γράφει ο άγ. Γρηγόριος, οι έμποροι καί οι προμηθευτές τού σίτου ούτε λυπούνται τούς συγγενείς, ούτε ευαρεστούν στόν Θεό. Τότε ο Μ. Βασίλειος έδρασε αποτελεσματικά.
Δέν μπορούσε νά βρέξη άρτο από τόν ουρανό μέ τήν προσευχή του, όπως έκανε ο Μωϋσής, ούτε μπορούσε νά βγάλη τροφή από τόν πυθμένα τής υδρίας, όπως έκανε ο Προφήτης Ηλίας, ούτε νά θρέψη χιλιάδες ανθρώπους μέ πέντε άρτους, όπως έκανε ο Χριστός.
Αλλά μέ τόν λόγο του καί τίς προτροπές του άνοιξε τίς αποθήκες τών πλουσίων καί έτσι μοίρασε τροφή σέ όσους πεινούσαν, χόρτασε μέ ψωμί τούς πτωχούς, διέθρεψε τούς ανθρώπους κατά τήν περίοδο τής πείνας καί γέμισε μέ αγαθά τούς πεινασμένους.
Καί αυτό τό έκανε μέ τό νά συγκεντρώση σέ ένα μέρος αυτούς πού μόλις ανέπνεαν, πού ήταν άξιοι συμπαθείας, καί ενήργησε έρανο από κάθε είδος τροφής, παραθέτοντας καί φαγητά από χυλό καί παστά ψάρια.
Ο ίδιος διακονούσε τούς πτωχούς καί θεράπευε τίς ψυχές τους, συμπλέκοντας τήν τιμή μέ τήν ανάγκη καί ανακουφίζοντας αυτούς καί στήν ψυχή καί στό σώμα.
Οπότε, λέγει ο άγ. Γρηγόριος γιά τόν Μ. Βασίλειο:
«Τοιούτος ήν ο νέος σιτοδότης ημίν καί δεύτερος Ιωσήφ», κάνοντας μάλιστα πολύ μεγαλύτερο έργο από εκείνον.
Αγαπητοί μου,
Προσπάθησα νά παρουσιάσω τίς κεντρικές ιδέες τών τριών κοινωνικών ομιλιών τού Μ. Βασιλείου μέ αφορμή τήν πείνα πού έπεσε τότε στήν Καισάρεια, κατά τήν οποία φάνηκαν δύο αντίθετες καταστάσεις.
Η μία νά υπάρχουν άνθρωποι πού πεινούν καί υποφέρουν, νά πεθαίνουν από τήν πείνα,
καί η άλλη νά υπάρχουν πλεονέκτες πλούσιοι πού έκλειναν στίς αποθήκες τά γεννήματα τής ευλογίας τού Θεού, καί τά χρήματα τά κρατούσαν μυστικά μέ σκοπό τήν δική τους καλοπέραση καί νά αποβλέπουν στόν μεγαλύτερο πλουτισμό, δηλαδή τήν αισχροκέρδεια.
Οι Πατέρες τής Εκκλησίας, όπως τό είδαμε στόν Μ. Βασίλειο, στηλίτευαν τέτοιες νοοτροπίες.
Πίστευαν ότι ο ιδιοκτήτης τού κόσμου είναι ο Θεός, αυτός δημιούργησε τά πάντα καί σέ αυτόν ανήκουν τά πάντα.
Οι άνθρωποι είναι δημιουργήματα τού Θεού, παιδιά Του, καί έχουν ίσα δικαιώματα πάνω στήν γή.
Εμείς είμαστε αδέλφια καί θά πρέπει νά μοιραζόμαστε τά υλικά αγαθά, ο ένας νά ενδιαφέρεται γιά τόν άλλο αδελφό του.
Η κοινωνική διδασκαλία τών Πατέρων τής Εκκλησίας δέν ξεκινά από κάποια φιλοσοφία καί κοινωνιολογία, αλλά από τήν θεολογία τής πατρότητος τού Θεού καί τής εν Χριστώ αδελφότητος.
Ζούμε σέ μιά δύσκολη περίοδο, γιά τήν οποία διαθρυλούνται πολλά. Σίγουρα υπάρχει ανισότητα στήν κοινωνία μας, πού οφείλεται στήν πλεονεξία καί τήν φιλαργυρία τών ανθρώπων καί αυτό συνδέεται μέ τήν ευδαιμονία.
Στήν πραγματικότητα τό Κράτος πρέπει νά θεσπίζη νόμους σύμφωνα μέ τήν αρχή τής δικαιοσύνης.
Δυστυχώς, όμως, οι νόμοι πολλές φορές δέν είναι δίκαιοι, αλλά καί αυτοί πού υπάρχουν καταστρατηγούνται μέ τήν αδιαφάνεια καί τήν διαφθορά.
Όλοι θέλουν νά απομυζούν τό Κράτος, αλλά καί τούς αδελφούς τους.
Ακόμη καί σέ αυτήν τήν περίπτωση, εδώ στήν χώρα μας, τό Κράτος αυξάνει συνεχώς τούς φόρους, έμμεσους καί άμεσους, καί μάλιστα από τούς μισθωτούς, ενώ αφήνει ουσιαστικά ανέγγιχτους τούς έχοντες καί κατέχοντες.
Τό πρόβλημα όμως δέν λύνεται μέ τόν τρόπο αυτόν, αλλά αυξάνεται ακόμη περισσότερο.
Από τίς ομιλίες τού Μ. Βασιλείου πού είδαμε προηγουμένως φαίνεται ποιό είναι τό χρέος μας.
Πρώτον, εμείς οι Κληρικοί πρέπει νά είμαστε φτωχοί ή τουλάχιστον νά έχουμε μόνον τά αναγκαία γιά τήν συντήρησή μας. Ιδιαιτέρως αυτό ισχύει γιά μάς τούς μοναχούς.
Δέν είναι δυνατόν νά υπάρχουν μοναχοί, ενώ έχουν υποσχεθή κατά τήν κουρά τους νά είναι ακτήμονες, όμως είναι πλούσιοι, μέ λογαριασμούς στήν τράπεζα, μέ εμπορικές Εταιρείες καί οι άνθρωποι πού είναι οικογενειάρχες καί ανήκουν στό ποιμνιό μας, νά υποφέρουν ποικιλοτρόπως καί νά πεινούν.
Ούτε μπορούμε νά δικαιολογηθούμε γιά πατρική κληρονομιά από πλούσιους γονείς, γιατί είδαμε ότι ο Μ. Βασίλειος τήν πούλησε καί τήν εδώρισε.
Μέ αυτήν τήν προοπτική μπορούμε νά ελέγχουμε τούς πλεονέκτες, τούς τοκογλύφους, καί νά βοηθούμε, μέ τόν τρόπο μας, νά θεραπευθούν από τήν φοβερή αυτή ασθένεια.
Δεύτερον, όλοι οι Χριστιανοί θά πρέπει νά ζούν μέ λιτότητα καί ολιγάρκεια, όπως τό συνιστούν οι εντολές τού Χριστού καί τό βλέπουμε στήν επί τού όρους ομιλία τού Χριστού.
Νά συνδέουμε τήν αξία τού ανθρώπου, μέ τό ότι είναι δημιουργήματα τού Θεού καί όχι μέ τά υλικά αγαθά.
Τρίτον, όλοι πρέπει νά συνδράμουμε αυτούς πού πραγματικά στερούνται τών αναγκαίων γιά νά συντηρήσουν τόν εαυτό τους καί τήν οικογένειά τους.
Άν θέλουμε νά απαλλαγούμε από τήν πλεονεξία, τότε κάθε οικογένεια θά πρέπει, από τό πλεόνασμα ή τό υστέρημα, νά αναλάβη νά φροντίση μιά άλλη οικογένεια πού υποφέρει, οπότε θά μειώσουμε τήν φτώχεια.
Μήν τά περιμένουμε όλα από τό Κράτος, γιατί αυτό είναι μαξιμαλισμός, δηλαδή νά μήν αναμένουμε νά συγκροτηθή πρώτα τό Κράτος, ώστε τότε νά ικανοποιήση όλες τίς ανάγκες τών ανθρώπων. Μακάρι αυτό νά γινόταν, αλλά δυστυχώς είναι μιά ουτοπία. Οπότε, ο καθένας από μάς θά πρέπει νά αναλάβη τίς ευθύνες του.
Επειδή πολλοί θεωρούμε ότι τά θέματα πού μαστίζουν τήν κοινωνία μας είναι θέματα ελλείψεως παιδείας, θά πρέπει νά καταλάβουμε ότι η αναλγησία, η αδιαφορία, η αδικία στήν κοινωνία μας είναι έλλειψη παιδείας, πράγμα τό οποίο εμείς πρέπει νά βρούμε τούς κατάλληλους τρόπους νά θεραπευθούμε.
Οι Τρείς Ιεράρχες, νά μάς φωτίσουν νά είμαστε ευαίσθητοι στόν ανθρώπινο πόνο από οπουδήποτε κι άν προέρχεται καί νά βοηθάμε στήν λύση τών κοινωνικών προβλημάτων.–
Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου. Τό δεύτερο μέρος τής ομιλίας τού Σεβασμιωτάτου πρός τούς Εκπαιδευτικούς τής Επαρχίας μας, κατά τήν εκδήλωση τής Ιεράς Μητροπόλεως γιά τήν εορτή τών Τριών Ιεραρχών (βλ. τ. 175, 176). (συνέχεια από τό προηγούμενο)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου