ΚΑΚΟΠΑΘΕΙΑ ΚΑΙ ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ ΑΠΑΛΛΑΣΣΟΥΝ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ, ΔΙΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΧΑΡΙΤΟΣ, ΑΠΟ ΟΛΑ ΤΑ ΠΑΘΗ
«Κακοπάθεια καί ταπείνωση ἀπαλλάσσουν τόν ἀνθρώπο ἀπό ὅλα τά πάθη» διδάσκει ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής.
Καί συνεχίζει: Ἡ μέν κακοπάθεια ἀφαιρεῖ τά σωματικά, ἡ δέ ταπείνωση τά ψυχικά πάθη.
Ὅλοι οἱ Ἅγιοι διά μέσου αὐτῶν τῶν μέσων εἵλκυσαν τήν Θεία Χάρη καί καθαρίστηκαν ἀπό κάθε «μολυσμό σαρκός καί πνεύματος».
Στή συνέχεια πάλι διά τῆς Θείας Χάρης φωτίστηκαν καί θεώθηκαν.
Ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος ἔζησε μέ ἄκρα κακοπάθεια καί ταπείνωση δίνοντάς μας τό σωστό πρότυπο ζωῆς γιά νά τό μιμηθοῦμε.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀναδείχθηκε ἀληθινά κορυφαῖος μιμητής τοῦ Κυρίου στήν κακοπάθεια καί τήν ταπείνωση.
Ἄς δοῦμε πῶς μιμήθηκε τόν Κύριο καί
α) πῶς βίωσε τήν κακοπάθεια :
Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης
α1) Ἀποδέχθηκε μέ χαρά ὅλες τίς ΑΚΟΥΣΙΕΣ θλίψεις (ψυχικές καί σωματικές) πού τοῦ ἔστειλε ὁ Κύριος:
α2) Μέ ἐνθουσιασμό καί πόθο νά νεκρωθεῖ ὡς πρός τόν παλαιό ἄνθρωπο ἀναλαμβάνει, ἀναδέχεται πλῆθος ΕΚΟΥΣΙΕΣ κακοπάθειες σωματικές ἀλλά καί ψυχικές αὐτοπροαίρετα, μιμούμενος τόν Κύριο: νηστεῖες, ἀγρυπνίες, προσευχές, στέρηση σωματικῆς ἀνάπαυσης, ἀκτημοσύνη, ὑπακοή, ἀναχώρηση.
Ἄς μελετήσουμε τό πρῶτο γιά νά κατανοήσουμε καί τήν ἀναγκαιότητα τῆς κακοπάθειας γιά τήν προσωπική μας κάθαρση:
Ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος ἀποδέχθηκε μέ χαρά ὅλες τίς ΑΚΟΥΣΙΕΣ θλίψεις (ψυχικές καί σωματικές) πού τοῦ ἔστειλε ὁ Κύριος: Διωγμούς , μαστιγώσεις,ξύλοδαρμούς, μίση,ἀντιπάθειες, ἐγκαταλείψεις ἀπό τούς μαθητές του καί ἀπό τούς πιό στενούς συνεργάτες του, ναυάγια, πεῖνα καί δίψα, φυλακίσεις, βασανιστήρια, λοιδορίες, ἀγωνίες, καί τόσα ἄλλα, πού περιγράφει ἀκροθιγῶς στίς ἐπιστολές του.
Γράφει στούς Κορινθίους: «Μόχθησα...φυλακίστηκα...μέ χτύπησαν μέ ἀφάνταστη ἀγριότητα, κινδύνεψα πολλές φορές νά θανατωθῶ.
Πέντε φορές μαστιγώθηκα ἀπό Ἰουδαίους μέ τά τριάντα ἐννιά μαστιγώματα.
Τρεῖς φορές μέ τιμώρησαν μέ ραβδισμούς, μιά φορά μέ λιθοβόλησαν, τρεῖς φορές ναυάγησα, ἕνα μερόνυχτο ἔμεινα ναυαγός στό πέλαγος.
Ἔκανα πολλές κοπιαστικές ὁδοιπορίες, διάβηκα ἐπικίνδυνα ποτάμια, κινδύνεψα ἀπό ληστές, κινδύνεψα ἀπό τούς ὁμογενεῖς μου Ἰουδαίους, κινδύνεψα ἀπό τούς ἐθνικούς, πέρασα κινδύνους σέ πόλεις, κινδύνους σέ ἐρημιές, κινδύνους στή θάλασσα, κινδύνεψα ἀπό ἀνθρώπους πού ὑποκρίνονταν τούς ἀδερφούς.
Κόπιασα καί μόχθησα πολύ, ξαγρύπνησα πολλές φορές, πείνασα, δίψασα, πολλές φορές μοῦ ἔλειψε ἐντελῶς τό φαγητό, ξεπάγιαζα καί δέν εἶχα ροῦχα νά φορέσω.
Ἐκτός ἀπό τά ἄλλα εἶχα καί τήν καθημερινή πίεση τῶν ἐχθρῶν μου καί τήν φροντίδα γιά ὅλες τίς ἐκκλησίες. Ποιανοῦ ἡ πίστη ἀσθενεῖ καί δέν ἀσθενῶ κι ἐγώ;
Ποιός ὑποκύπτει στόν πειρασμό καί δέν ὑποφέρω κι ἐγώ;
Ἄν πρέπει νά καυχηθῶ θά καυχηθῶ γιά τά παθήματά μου.
Ὁ Θεός καί Πατέρας τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ-ἄς εἶναι εὐλογημένο τό ὄνομά Του στούς αἰῶνες-ξέρει ὅτι δέν λέω ψέμματα.
Στή Δαμασκό, ὁ διοικητής-ἐκπρόσωπος τοῦ βασιλιᾶ Ἀρέτα ἔβαλε φρουρούς σέ ὅλη τήν πόλη γιά νά μέ συλλάβει.
Μέσα ὅμως ἀπό ἕνα ἄνοιγμα τοῦ τείχους μέ κατέβασαν μέ καλάθι καί ξέφυγα ἀπό τά χέρια του».[1]
Καί συνεχίζει: «Μοῦ φαίνεται πώς ὁ Θεός σ' ἐμᾶς τούς ἀποστόλους ἔδωσε τήν ἐλεεινότερη θέση, σάν νά εἴμαστε καταδικασμένοι νά πεθάνουμε στό στάδιο...
Γίναμε θέαμα γιά τόν κόσμο, γιά ἀγγέλους καί γι' ἀνθρώπους.
Ἐμεῖς παρουσιαζόμαστε μωροί γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ...εἴμαστε ἀδύναμοι... εἴμαστε περιφρονημένοι. Ὥς αὐτή τήν ὥρα πεινᾶμε, διψᾶμε, γυρνᾶμε μέ κουρέλια, ξυλοδαρμένοι, ἀπό τόπο σέ τόπο χωρίς σπίτι, καί μοχθοῦμε νά ζήσουμε δουλεύοντας μέ τά ἴδια μας τά χέρια.
Στούς ἐμπαιγμούς ἀπαντᾶμε μέ καλά λόγια, στούς διωγμούς μέ ὑπομονή, στίς συκοφαντίες μέ λόγια φιλικά.
Καταντήσαμε σάν τά σκουπίδια ὅλου τοῦ κόσμου, ὥς αὐτή τήν ὥρα θεωρούμαστε τά ἀποβράσματα τῆς κοινωνίας»[2].
Τά ἀποδεχόταν ὅλα αὐτά μέ χαρά διότι πίστευε ὅτι αὐτό εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Πίστευε ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη καί ὅ,τι κάνει, τό κάνει ἀπό ἀγάπη γιά τό καλό μας, γιά τή σωτηρία μας.
Διότι, ὅπως ἔγραφε στόν ἅγιο ἀπόστολο Τιμόθεο: «ὁ Θεός θέλει ὅλοι νά σωθοῦν καί νά γνωρίσουν τήν ἀλήθεια» [3].
Τά ἀποδεχόταν ὅλα μέ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στή Θεία Πρόνοια. Εἶχε ἀκλόνητη πίστη στόν Κύριο ὁ Ὁποῖος: «ἔχει μετρήσει καί τίς τρίχες τῆς κεφαλῆς μας»[4]· καί ὅπως ἔγραφε στούς Κορινθίους: «ὁ Θεός πού κρατάει τίς ὑποσχέσεις Του δέν θά μᾶς ἀφήσει νά πειραστοῦμε παραπάνω ἀπό ὅσο ἀντέχουμε καί μαζί μέ τόν πειρασμό μᾶς δίδει καί τήν λύση καί τόν τρόπο καί τήν δύναμη γιά νά τόν ὑπομείνουμε»[5].
Πίστευε ὅτι ὅλα γίνονται εἴτε κατά εὐδοκία, εἴτε κατά παραχώρησή τοῦ Θεοῦ· τρίτο δέν ὑπάρχει.
Καί ἀφοῦ ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη σέ ὅ,τι εὐδοκεῖ ἤ ὅ,τι παραχωρεῖ, αὐτό εἶναι τό τέλειο γιά μᾶς· ἀκόμη καί ἄν μᾶς φαίνεται δυσάρεστο.
Γι' αὐτό καί ὑπομένει μέ καρτερία τήν ἀσθένεια του καί καυχιέται γι' αὐτήν ἐν Κυρίῳ.
Γράφει στή Β' Κορινθίους ἐπιστολή του: «Γιά νά μήν ὑπερηφανεύομαι, ὁ Θεός μοῦ ἔδωσε ἕνα ἀγκάθι στό σῶμα μου, ἕναν ὑπηρέτη τοῦ σατανᾶ νά μέ ταλαιπωρεῖ, ὥστε νά μήν περηφανεύομαι. Γι' αὐτό τό ἀγκάθι τρεῖς φορές παρακάλεσα τό Κύριο νά τό διώξει ἀπό πάνω μου.
Ἡ ἀπάντησή του ἦταν:«Σοῦ ἀρκεῖ ἡ χάρη μου, γιατί ἡ δύναμή μου φανερώνεται στήν πληρότητά της μέσα σ' αὐτή τήν ἀδυναμία σου».
Μέ περισσότερη εὐχαρίστηση, λοιπόν, θά καυχηθῶ γιά τίς ταλαιπωρίες μου, γιά νά κατοικήσει μέσα μου ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ.
Γι' αὐτό καί χαίρομαι γιά τά παθήματά μου,γιά τίς βρισιές, τίς θλίψεις, τούς διωγμούς καί τίς πιέσεις, πού πέρασα γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ.
Γιατί ὅταν φαίνεται πώς ἔχω χάσει κάθε δύναμη, τότε εἶμαι πραγματικά δυνατός»[6]. Ὁ ἅγιος Ἀπόστολος ὑπεμεινε μέ χαρά ὅλες τίς ἀκούσιες ταλαιπωρίες πού τοῦ ἔστειλε ὁ Κύριος. Ἀλλά δέν ἔμεινε σ' αὐτές...
β2) Μέ ἐνθουσιασμό καί πόθο νά νεκρωθεῖ ὡς πρός τόν παλαιό ἄνθρωπο ἀναλαμβάνει, ἀναδέχεται πλῆθος ἑκούσιες κακοπάθειες σωματικές ἀλλά καί ψυχικές αὐτοπροαίρετα, μιμούμενος τόν Κύριο: νηστεῖες, ἀγρυπνίες, προσευχές, στέρηση σωματικῆς ἀνάπαυσης, ἀκτημοσύνη, ὑπακοή, ἀναχώρηση.
Κοπιάζει καί ψυχικά-πνευματικά μέ ἀδιάλειπτη προσπάθεια γιά συγκέντρωση στήν προσευχή καί στήν Θεωρία τοῦ Θεοῦ, μέ ἐγκράτεια γλώσσης, μέ ἐγκράτεια-κόψιμο τῶν λογισμῶν καί τῆς φαντασίας, μέ τό κατά Θεόν πένθος, μέ κόψιμο τοῦ θελήματος καί ὑπακοή στό Θεῖο θέλημα καί στούς ἀδελφούς.
Ἀμέσως μετά τήν βάπτισή του φεύγει στήν ἔρημο, ἀναχωρητής.
Γιά νά μπορέσει ὁ ἄνθρωπος νά ὑποτάξει τίς αἰσθήσεις του ἀφενός καί ἀφετέρου νά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τίς αἰτίες καί τίς ἀφορμές τῶν παθῶν, εἶναι ἀπαραίτητα δύο πράγματα, ἡ ἡσυχία καί ἡ ἔρημος[7]. Γράφει στούς Γαλάτες: «Ὅταν (ὁ Θεός) εὐδόκησε νά μοῦ ἀποκαλύψει τόν Υἱό Του γιά νά φέρω στούς ἐθνικούς τό χαρμόσυνο μήνυμα γι' Αὐτόν, δέ στηρίχτηκα σ' ἀνθρώπινες δυνάμεις· οὔτε ἀνέβηκα στά Ἱεροσόλυμα νά δῶ ἐκείνους πού ἦταν ἀπόστολοι πρίν ἀπό μένα, ἀλλά ἔφυγα στήν Ἀραβία, καί ὕστερα ξαναγύρισα στή Δαμασκό. Ἔπειτα μετά τρία χρόνια, ἀνέβηκα στά Ἱεροσόλυμα νά γνωρίσω ἀπό κοντά τόν Πέτρο, κι ἔμεινα κοντά του δεκαπέντε μέρες...
Ἔπειτα ἦρθα στήν περιοχή τῆς Συρίας καί τῆς Κιλικίας.
Κι ἤμουν προσωπικά ἄγνωστος στίς ἐκκλησίες τοῦ Χριστοῦ πού βρίσκονται στήν Ἰουδαία. Ἄκουγαν μόνο πώς αὐτός πού κάποτε μᾶς καταδίωκε τώρα κηρύττει τήν πίστη πού ἄλλοτε προσπαθοῦσε νά ἐξαφανίσει. Καί δόξαζαν τό Θεό γιά τήν ἀλλαγή μου.
Ἔπειτα, μετά δεκατέσσερα χρόνια, ἀνέβηκα πάλι στά Ἱεροσόλυμα μέ τό Βαρνάβα παίρνοντας μαζί μου καί τόν Τίτο.
Τούς ἐξέθεσα τό εὐαγγέλιό πού κηρύττω στούς ἐθνικούς. Τό ἐξέθεσα ἰδιαίτερα στούς προκρίτους, μήπως ἀγωνίστηκα ἤ ἀγωνίζομαι μάταια»[8].
Νά καί ἡ μεγάλη ταπείνωση τοῦ ἀποστόλου τήν ὁποία θά μελετήσουμε παρακάτω. Δεκατέσσερα χρόνια τά περνάει σχεδόν στήν ἀφάνεια.
Σ' ὅλη του τή ζωή κοπιάζει «ὑπερβαλλόντως» σωματικά μέ δάκρυα, νηστεῖες, ἀγρυπνίες, γονυκλισίες, ἐγκράτεια σωματικῆς ἀνάπαύσης, χειρωνακτική ἐργασία.
Γράφει στούς Κορινθίους καί μέ τά λεγόμενά του ἀφήνει νά ἐννοήσουμε τούς μεγάλους ἀσκητικούς του ἀγῶνες στούς ὁποίους ὑπέβαλε τό σῶμα του καί μάλιστα τήν ἐγκράτεια:
«Οἱ ἀθλητές πού ἑτοιμάζονται γιά τόν ἀγῶνα, ὑποβάλλονται σέ κάθε εἴδους ἀποχή· γιά νά λάβουν, ἐκεῖνοι ἕνα στεφάνι πού μαραίνεται, ἐμεῖς ὅμως ἕνα ἀμάραντο.
Ἐγώ, λοιπόν, ἔτσι τρέχω, μέ τά μάτια στηλωμένα στό τέρμα· ἔτσι πυγμαχῶ, ὄχι σάν κάποιον πού δίνει γροθιές στόν ἀέρα. Ἀλλά μέ σκληρές ἀσκήσεις ταλαίπωρῶ τό σῶμα μου καί τό ὑποδουλώνω, ἀπό φόβο μήπως, ἐνῶ θά ἔχω κηρύξει στούς ἄλλους, ἐγώ ὁ ἴδιος κριθῶ ἀκατάλληλος»[9].
Εἶναι θεμελιακό γνώρισμα τοῦ μαθητοῦ τοῦ Κυρίου, ὁ σωματικός κόπος, οἱ ποικίλες θλίψεις.Γράφει στήν Β' πρός Κορινθίους:
«Μέ κάθε τρόπο συστήνουμε τόν ἑαυτό μας σάν ὑπηρέτες τοῦ Θεοῦ: μέ τή μεγάλη ὑπομονή μας, μέ τίς θλίψεις, μέ τίς δυσχέρειες, τίς στενοχώριες, τίς κακοποιήσεις, τίς φυλακίσεις, τίς ἐξεγέρσεις ἐναντίον μας, τίς ταλαιπωρίες, τίς ἀγρυπνίες, τήν πεῖνα...μᾶς βασανίζουν ἀλλά δέν πεθαίνουμε· μᾶς προξενοῦν στενοχώριες κι ὅμως πάντοτε χαιρόμαστε· εἴμαστε φτωχοί, κάνουμε ὅμως πολλούς νά πλουτίσουν· δέν ἔχουμε τίποτε καί κατέχουμε τά πάντα»[10].
Γράφει στήν Α' Πρός Θεσσαλονικεῖς: «Ὁπωσδήποτε θά θυμᾶστε, ἀδελφοί, τόν κόπο καί τόν μόχθο μας.
Ὅταν σᾶς κηρύτταμε τό εὐαγγέλιο τοῦ Θεοῦ παράλληλα ἐργαζόμασταν μέρα νύχτα, γιά νά μήν ἐπιβαρύνουμε κανέναν ἀπό σᾶς μέ τή συντήρησή μας»[11]. Πάλι γράφει στήν Β' Πρός Θεσσαλονικεῖς γιά τήν ἀνάγκη τῆς ἐργασίας:
«Ἐργάστηκα (ἐκοπίασα) περισσότερο ἀπ' ὅλους τούς ἀποστόλους, ὄχι βέβαια ἐγώ, ἀλλά ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ πού μέ συνοδεύει» γράφει στούς Κορινθίους μέ ἄκρα ταπείνωση. [12]
Τήν ἄσκησή του τήν κρύβει ἐπιμελῶς· ὅπως καί ὅλοι οἱ ἅγιοι.
Ἡ ἐν Χριστῷ ζωή εἶναι κρυφή, μυστική.
Τήν ζοῦσε ὅμως πολύ ἒντονα ὁ Ἀπ. Παῦλος.Ἒλεγε:«ἡ ζωὴ ὑμῶν κέκρυπται σὺν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ θεῷ».[13] Καί : «Εἰ οὖν συνηγέρθητε τῷ Χριστῷ͵ τὰ ἄνω ζητεῖτε͵ οὗ ὁ Χριστός ἐστιν ἐν δεξιᾷ τοῦ θεοῦ καθήμενος·
3.2 τὰ ἄνω φρονεῖτε͵ μὴ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς·
3.3 ἀπεθάνετε γάρ͵ καὶ ἡ ζωὴ ὑμῶν κέκρυπται σὺν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ θεῷ.
3.4 ὅταν ὁ Χριστὸς φανερωθῇ͵ ἡ ζωὴ ὑμῶν͵ τότε καὶ ὑμεῖς σὺν αὐτῷ φανερωθήσεσθε ἐν δόξῃ.
3.5 Νεκρώσατε οὖν τὰ μέλη τὰ ἐπὶ τῆς γῆς͵ πορνείαν͵ ἀκαθαρσίαν͵ πάθος͵ ἐπιθυμίαν κακήν͵ καὶ τὴν πλεονεξίαν ἥτις ἐστὶν εἰδωλολατρία».[14]
Ἐνῶ σάν ἀπόστολος ἔχει τό δικαίωμα νά μήν ἐργάζεται ἀλλά νά τρέφεται ἀπό τά πρόβατα τῆς ποίμνης καί νά ζεῖ ἀπό τό εὐαγγέλιο, ὅμως δέν τό κάνει. Ἀντίθετα μέ τό ἐργόχειρό του (ἔρραβε σκηνές) συντηροῦσε καί τούς συνεργάτες του.
Γράφει χαρακτηριστικά:
«Ἀσήμι ἤ χρυσάφι ἤ ἱματισμό ποτέ δέ ζήτησα.
Ἐσεῖς οἱ ἴδιοι ξέρετε»λέει στήν ὁμιλία του πρός τούς πρεσβυτέρους τῆς Ἐφέσου, «ὅτι γιά τίς ἀνάγκες τίς δικές μου καί τῶν συνοδῶν μου δούλεψαν αὐτά ἐδῶ τά χέρια.
Μέ κάθε τρόπο σᾶς ἔδωσα τό παράδειγμα, ὅτι πρέπει νά ἐργάζεστε ἔτσι σκληρά, γιά νά μπορεῖτε νά βοηθᾶτε αὐτούς πού ἔχουν ἀνάγκη.
Νά θυμᾶστε τά λόγια τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ, πού εἶπε:"καλύτερο εἶναι νά δίνεις παρά νά παίρνεις"»[15].
Κοπιάζει καί ψυχικά-πνευματικά μέ ἀδιάλειπτη προσπάθεια γιά συγκέντρωση στήν προσευχή καί στήν Θεωρία τοῦ Θεοῦ, μέ ἐγκράτεια γλώσσης, μέ ἐγκράτεια-κόψιμο τῶν λογισμῶν καί τῆς φαντασίας, μέ τό κατά Θεόν πένθος, μέ κόψιμο τοῦ θελήματος καί ὑπακοή στό Θεῖο θέλημα καί στούς ἀδελφούς.
Νεκρώνεται ἔτσι τελείως ὡς πρός τά σωματικά πάθη καί τίς σαρκικές ἡδονές γι' αὐτό καί γράφει στούς Κορινθίους.
Δηλ. «Συνεχῶς ὑποφέρουμε σωματικά μετέχοντας ἔτσι στό θάνατο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, γιά νά φανερωθεῖ στό πρόσωπό μας ἡ ζωή τοῦ ἀναστημένου Ἰησοῦ. Δηλαδή εἴμαστε ζωντανοί, ἀλλά ἐκθέτουμε συνεχῶς τόν ἑαυτό μας στό θάνατο γιά χάρη τοῦ Ἰησοῦ, ὥστε νά φανερωθεῖ στό θνητό μας σῶμα ἡ ζωή τοῦ Ἰησοῦ»[16].
Ἡ ἑκούσια αὐτή κακοπάθεια εἶναι μίμηση τῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου.
Ὁ Κύριος κακοπαθοῦσε ἑκούσια ἀπό τήν πρώτη μέχρι τήν τελευταία στιγμήτῆς ζωῆς Του. Βέβαίως δέν εἲχε ἀνάγκη ὁ Κύριος ἀσκήσεως καί μετανοίας, ἀλλά ἒζησε ἒτσι, γιά νά διδάξει ἐμᾶς, γιά νά μᾶς δώσει πρότυπο ζωῆς· τήν κακοπάθεια καί τήν ταπείνωση.
Γιά νά μᾶς δόσει καί τρόπο ζωῆς· τήν μετάνοια.
Δίδαγμα:
Καλούμαστε νά μιμηθοῦμε τόν Κύριο καί τούς Ἁγίους μέ τό νά ἀγαπήσουμε τήν κακοπάθεια. Αὐτό σημαίνει ὅτι πρέπει νά ζοῦμε:
α1)Κακοπαθώντας ἑκούσια:
· Κοπιάζοντας σωματικά μέ δάκρυα, νηστεῖες, ἀγρυπνίες, γονυκλισίες, ἐγκράτεια σωματικῆς ἀνάπαυσης, χειρωνακτική ἐργασία.
· Κοπιάζοντας ψυχικά- πνευματικά, μέ ἀδιάλειπτη προσπάθεια γιά συγκέντρωση στήν προσευχή καί στή θεωρία τοῦ Θεοῦ, μέ ἐγκράτεια γλώσσης, μέ ἐγκράτεια-κόψιμο τῶν λογισμῶν καί τῆς φαντασίας, μέ τό κατά Θεόν πένθος, μέ κόψιμο τοῦ θελήματός μας καί ὑπακοή στούς ἀδελφούς.
α2)᾿Απόδεχόμενοι ὃλες τίς ἀκούσιες θλίψεις (ψυχικές καί σωματικές) σάν θέλημά Του.
- Πιστεύοντας ὃτι ὁ Θεός εἶναι ΑΓΑΠΗ καί ὃτι, ὃ,τι κάνει τό κάνει ἀπό ἀγάπη, γιά τό καλό μας.
- Πιστεύοντας στήν Θ. Πρόνοια.῾Ο Κύριος «ἒχει μετρήσει καί τίς τρίχες τῆς κεφαλῆς μας»καί ὃ,τι γίνεται, ΟΛΑ, γίνονται εἲτε κατά εὐδοκία εἲτε κατά παραχώρησή Του· τρίτο δέν ὑπάρχει.
- Πιστεύοντας στό λόγο Του ὃτι «δέν θά μᾶς ἀφήσει νά πειραστοῦμε παραπάνω άπό τίς δυνάμεις μας καί μαζί μέ τόν πειρασμό θά δώσει καί τήν ἒκβαση καί τόν τρόπο καί τήν δύναμη νά βαστάξουμε τόν ὃποιο πειρασμό».
ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ Τῼ ΘΕῼ ΔΟΞΑ!
Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης
http://Hristospanagia.blogspot.com
[1] Β Κορ. 11,23-33: «ἐν κόποις περισσοτέρως, ἐν φυλακαῖς περισσοτέρως, ἐν πληγαῖς ὑπερβαλλόντως, ἐν θανάτοις πολλάκις· 11.24 ὑπὸ ᾿Ιουδαίων πεντάκις τεσσαράκοντα παρὰ μίαν ἔλαβον, 11.25 τρὶς ἐραβδίσθην, ἅπαξ ἐλιθάσθην, τρὶς ἐναυάγησα, νυχθήμερον ἐν τῷ βυθῷ πεποίηκα· 11.26 ὁδοιπορίαις πολλάκις, κινδύνοις ποταμῶν, κινδύνοις λῃστῶν, κινδύνοις ἐκ γένους, κινδύνοις ἐξ ἐθνῶν, κινδύνοις ἐν πόλει, κινδύνοις ἐν ἐρημίᾳ, κινδύνοις ἐν θαλάσσῃ, κινδύνοις ἐν ψευδαδέλφοις, 11.27 κόπῳ καὶ μόχθῳ, ἐν ἀγρυπνίαις πολλάκις, ἐν λιμῷ καὶ δίψει, ἐν νηστείαις πολλάκις, ἐν ψύχει καὶ γυμνότητι· 11.28 χωρὶς τῶν παρεκτὸς ἡ ἐπίστασίς μοι ἡ καθ᾿ ἡμέραν, ἡ μέριμνα πασῶν τῶν ἐκκλησιῶν. 11.29 τίς ἀσθενεῖ, καὶ οὐκ ἀσθενῶ; τίς σκανδαλίζεται, καὶ οὐκ ἐγὼ πυροῦμαι; 11.30 Εἰ καυχᾶσθαι δεῖ, τὰ τῆς ἀσθενείας μου καυχήσομαι. 11.31 ὁ θεὸς καὶ πατὴρ τοῦ κυρίου ᾿Ιησοῦ οἶδεν, ὁ ὢν εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας, ὅτι οὐ ψεύδομαι. 11.32 ἐν Δαμασκῷ ὁ ἐθνάρχης ῾Αρέτα τοῦ βασιλέως ἐφρούρει τὴν πόλιν Δαμασκηνῶν πιάσαι με, 11.33 καὶ διὰ θυρίδος ἐν σαργάνῃ ἐχαλάσθην διὰ τοῦ τείχους καὶ ἐξέφυγον τὰς χεῖρας αὐτοῦ».
[2] Α Κορ. 4,9-13: «δοκῶ γάρ, ὁ θεὸς ἡμᾶς τοὺς ἀποστόλους ἐσχάτους ἀπέδειξεν ὡς ἐπιθανατίους, ὅτι θέατρον ἐγενήθημεν τῷ κόσμῳ καὶ ἀγγέλοις καὶ ἀνθρώποις. 4.10 ἡμεῖς μωροὶ διὰ Χριστόν, ὑμεῖς δὲ φρόνιμοι ἐν Χριστῷ· ἡμεῖς ἀσθενεῖς, ὑμεῖς δὲ ἰσχυροί· ὑμεῖς ἔνδοξοι, ἡμεῖς δὲ ἄτιμοι. 4.11 ἄχρι τῆς ἄρτι ὥρας καὶ πεινῶμεν καὶ διψῶμεν καὶ γυμνιτεύομεν καὶ κολαφιζόμεθα καὶ ἀστατοῦμεν 4.12 καὶ κοπιῶμεν ἐργαζόμενοι ταῖς ἰδίαις χερσίν· λοιδορούμενοι εὐλογοῦμεν, διωκόμενοι ἀνεχόμεθα, 4.13 δυσφημούμενοι παρακαλοῦμεν· ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου ἐγενήθημεν, πάντων περίψημα, ἕως ἄρτι».
[3] Α Τιμ. 2,4 «ὃς πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν».
[4] Ματθ. 10,30
[5] Α Κορ. 10,13 «πιστὸς δὲ ὁ θεός, ὃς οὐκ ἐάσει ὑμᾶς πειρασθῆναι ὑπὲρ ὃ δύνασθε, ἀλλὰ ποιήσει σὺν τῷ πειρασμῷ καὶ τὴν ἔκβασιν τοῦ δύνασθαι ὑπενεγκεῖν».
[6] Β' Κορ. 12,7-10: «καὶ τῇ ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων. διό, ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος Σατανᾶ, ἵνα με κολαφίζῃ, ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι. 12.8 ὑπὲρ τούτου τρὶς τὸν κύριον παρεκάλεσα ἵνα ἀποστῇ ἀπ᾿ ἐμοῦ· 12.9 καὶ εἴρηκέν μοι, ᾿Αρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμις ἐν ἀσθενείᾳ τελεῖται. ἥδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ᾿ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ. 12.10 διὸ εὐδοκῶ ἐν ἀσθενείαις, ἐν ὕβρεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν διωγμοῖς καὶ στενοχωρίαις, ὑπὲρ Χριστοῦ· ὅταν γὰρ ἀσθενῶ, τότε δυνατός εἰμι».
[7] [7]Στό βιβλίο τοῦ Δ. Καλλιντέρη, Πάθη καί ἀρετές κατά τήν διδασκαλία τοῦ ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, σελ. 109.
[8] Γαλ. 1, 16- 2, 2
[9] Α' Κορ. 9,25-27:«Πᾶς δέ ἀγωνιζόμενος πάντα ἐγκρατεύεται, ἐκεῖνοι μέν οὖν ἵνα φθαρτόν στέφανον λάβωσιν, ἡμεῖς δέ ἄφθαρτον. ἐγώ τοίνυν οὕτω τρέχω, ὡς οὐκ ἀδήλως, οὕτω πυκτεύω, ὡς οὐκ ἀέρα δέρων, ἀλλ' ὑποπιάζω μου τὸ σῶμα καὶ δουλαγωγῶ͵ μήπως ἄλλοις κηρύξας͵ αὐτὸς ἀδόκιμος γένωμαι».
[10] Β' Κορ. 6, 5-10 «ἀλλ᾿ ἐν παντὶ συνιστάνοντες ἑαυτοὺς ὡς θεοῦ διάκονοι, ἐν ὑπομονῇ πολλῇ, ἐν θλίψεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν στενοχωρίαις, 6.5 ἐν πληγαῖς, ἐν φυλακαῖς, ἐν ἀκαταστασίαις, ἐν κόποις, ἐν ἀγρυπνίαις, ἐν νηστείαις, διὰ δόξης καὶ ἀτιμίας, διὰ δυσφημίας καὶ εὐφημίας· ὡς πλάνοι καὶ ἀληθεῖς, 6.9 ὡς ἀγνοούμενοι καὶ ἐπιγινωσκόμενοι, ὡς ἀποθνῄσκοντες καὶ ἰδοὺ ζῶμεν, ὡς παιδευόμενοι καὶ μὴ θανατούμενοι, 6.10 ὡς λυπούμενοι ἀεὶ δὲ χαίροντες, ὡς πτωχοὶ πολλοὺς δὲ πλουτίζοντες, ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες».
[11] Α' Θεσσ. 2, 9 «μνημονεύετε γάρ, ἀδελφοί, τὸν κόπον ἡμῶν καὶ τὸν μόχθον· νυκτὸς καὶ ἡμέρας ἐργαζόμενοι πρὸς τὸ μὴ ἐπιβαρῆσαί τινα ὑμῶν ἐκηρύξαμεν εἰς ὑμᾶς τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Θεοῦ».
[12] Α' Κορ. 15,10 «χάριτι δὲ Θεοῦ εἰμι ὅ εἰμι, καὶ ἡ χάρις αὐτοῦ ἡ εἰς ἐμὲ οὐ κενὴ ἐγενήθη, ἀλλὰ περισσότερον αὐτῶν πάντων ἐκοπίασα, οὐκ ἐγὼ δὲ ἀλλὰ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σὺν ἐμοί».
[13] Κολ. 3,3
[14] Κολ. 3,1-5
[15] Πραξ. 20,33-35: «ἀργυρίου ἢ χρυσίου ἢ ἱματισμοῦ οὐδενὸς ἐπεθύμησα· 20.34 αὐτοὶ γινώσκετε ὅτι ταῖς χρείαις μου καὶ τοῖς οὖσιν μετ᾿ ἐμοῦ ὑπηρέτησαν αἱ χεῖρες αὗται. 20.35 πάντα ὑπέδειξα ὑμῖν ὅτι οὕτως κοπιῶντας δεῖ ἀντιλαμβάνεσθαι τῶν ἀσθενούντων, μνημονεύειν τε τῶν λόγων τοῦ κυρίου ᾿Ιησοῦ ὅτι αὐτὸς εἶπεν, Μακάριόν ἐστιν μᾶλλον διδόναι ἢ λαμβάνειν».
[16] 2 Κορ.4,10-11:«Πάντοτε τήν νέκρωσιν τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι περιφέροντες, ἵνα καί ἡ ζωή τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι ἡμῶν φανερωθῇ».
ΠΗΓΗ ΕΙΚΟΝΑΣ:
http://t3.gstatic.com/images
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου