Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου. Λόγοι Β΄ Μέρος 4ον Κεφάλαιο 3ον.
1) «Ό Θεός βοηθάει σε o,τι δέν γίνεται ανθρωπίνως »
Λόγοι Β΄
ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ
"ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ"
ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Όπου δέν φθάνει ό άνθρωπος, βοηθάει ό Θεός "ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ"
ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
«Ό Θεός βοηθάει σε o,τι δέν γίνεται ανθρωπίνως »
- Τι καπνός είναι εκεί;
- Κάτι καΐμε, Γέροντα.
- Βάλατε φωτιά με τέτοιον αέρα;
- Γέροντα, έβρεξε το πρωί.
- Έστω και νά έβρεξε καί κατακλυσμό νά έκανε, αν σηκωθή μετά ένας αέρας, γίνεται τέτοια ξηρασία, πού όλα γίνονται σάν μπαρούτι! «Έβρεξε», σου λέει ή άλλη!
Παλιότερα είχε πιάσει φωτιά εκεί κάτω από χαζομάρα σας· το ξεχάσατε; Όταν κανείς ρεζιλευθή μιά φορά, πρέπει στην συνέχεια νά είναι πολύ προσεκτικός.
Ό Θεός βοηθάει εκεί πού πρέπει, έκεϊ πού δέν μπορεί ό άνθρωπος νά ένεργήση ανθρωπίνως· δέν θά βοηθήση την χαζομάρα μας. Ρεζιλεύουμε έτσι καί τους Αγίους.
- Γέροντα, καταλαβαίνει κανείς πάντοτε μέχρι ποιο σημείο πρέπει νά ενεργή ανθρωπίνως;
- Κατ’ αρχάς αυτό φαίνεται. Άλλα καί αν είχε διάθεση νά κάνη αυτό πού μπορούσε νά κάνη καί δέν το έκανε, γιατί κάτι τον εμπόδισε, ό Θεός θά τον βοηθήση σέ μιά δύσκολη στιγμή.
Αν όμως δέν εΐχε διάθεση, ενώ είχε κουράγιο, ό Θεός δέν θά βοηθήση. Σού λένε λ.χ. νά βάζης τό βράδυ τον σύρτη στην πόρτα καί εσύ δέν τον βάζεις, γιατί βαριέσαι, και λες ότι θά φυλάξη ό Θεός.
Δέν είναι ότι έχεις εμπιστοσύνη στον Θεό και δέν βάζεις τον σύρτη, αλλά δέν τον βάζεις, γιατί βαριέσαι.
Πώς νά βοηθήση τότε ό Θεός; Νά βοηθήση δηλαδή τον τεμπέλη; Όταν λέω σε έναν νά βάλη τον σύρτη και δέν τόν βάζη, και μόνο γιά τήν παρακοή του θέλει τιμωρία.
Ό,τι μπορεί νά κάνη κανείς ανθρωπίνως, πρέπει νά το κάνη και ό,τι δέν μπορεί, νά το αφήνη στον Θεό. Και αν κάνη λίγο περισσότερο άπό ό,τι μπορεί, όχι όμως άπό εγωισμό αλλά από φιλότιμο, γιατί
νομίζει ότι δέν έξήντλησε αυτό πού μπορεί νά κάνη ανθρωπίνως, πάλι το βλέπει ό Θεός και συγκινείται.
Ό Θεός, γιά νά βοηθήση, θέλει και τήν δική μας προσπάθεια. Βλέπεις, ό Νώε εκατό χρόνια παιδευόταν νά φτιάξη τήν Κιβωτό. Πριόνιζαν τά ξύλα μέ ξύλινα πριόνια. Έβρισκαν άλλα ξύλα πιό σκληρά και τά έφτιαχναν πριόνια.
Δέν μπορούσε τάχα νά κάνη κάτι ό Θεός, ώστε νά τελείωση γρήγορα ή Κιβωτός; Τους είπε όμως πώς νά τήν φτιάξουν και μετά τους έδινε δυνάμεις[1]. Γι' αυτό νά κάνουμε ό,τι μπορούμε εμείς, γιά νά κάνη και ό Θεός ό,τι εμείς δέν μπορούμε.
Ήρθε κάποιος στο Καλύβι και μού είπε: «Γιατί οι καλόγεροι κάθονται εδώ και δέν πάνε στον κόσμο, νά βοηθήσουν τόν λαό;». «Αν πήγαιναν έξω στον κόσμο, νά βοηθήσουν τόν λαό, τού είπα, θά έλεγες γιατί οί καλόγεροι γυρίζουν στον κόσμο. Τώρα πού δέν πάνε , λές γιατί δέν πάνε».
Ύστερα μού λέει: «Γιατί οί καλόγεροι πηγαίνουν στους γιατρούς και δέν τους βοηθάει ό Χριστός τους και ή Παναγία τους νά γίνουν καλά;». «Αυτήν τήν ερώτηση, τού λέω, μού τήν έκανε και ένας Εβραίος γιατρός». «Αυτός δέν είναι Εβραίος», μού λέει ένας πού ήταν μαζί του. «Δέν έχει σημασία πού δέν είναι Εβραίος, τού λέω. Αυτή ή ερώτηση Εβραίου είναι. Και θά σας πώ τήν απάντηση πού έδωσα στον Εβραίο,αφού είναι όμοια ή περίπτωση. Έσύ, σαν Εβραίος πού είσαι, τοϋ είπα, έπρεπε να ξέρης άπ' έξω την Παλαιά Διαθήκη. Εκεί στον Προφήτη Ησαΐα αναφέρει ότι ό Θεός χάρισε στον βασιλιά Έζεκία, επειδή ήταν πολύ καλός, ακόμη δεκαπέντε χρόνια ζωής. Έστειλε τόν Προφήτη Ησαΐα και είπε στον βασιλιά: Ό Θεός σου χαρίζει ακόμη δεκαπέντε χρόνια ζωής, γιατί διέλυσες τά άλση των ειδωλολατρών. Και γιά τήν πληγή σου - ο βασιλιάς είχε και μιά πληγή - είπε ό Θεός νά βάλης επάνω μιά τσαπέλλα[2]σύκα, καί θά γίνης καλά! Αφού ό Θεός του χάρισε δεκαπέντε χρόνια ζωής, δέν μπορούσε νά θεραπεύση καί εκείνη τήν πληγή; Εκείνη όμως γιατρευόταν με μιά τσαπέλλα σύκα»[3]. Πράγματα πού γίνονται άπό τους ανθρώπους νά μήν τά ζητάμε άπό τόν Θεό. Νά ταπεινωνώμαστε στους ανθρώπους καί νά ζητάμε τήν βοήθεια τους.
Μέχρις ενός σημείου θά ένεργήση ό άνθρωπος ανθρωπίνως καί μετά θά άφεθή στον Θεό. Είναι εγωιστικό νά προσπαθή νά βοηθήση κανείς σε κάτι πού δέν γίνεται ανθρωπίνως.
Σέ πολλές περιπτώσεις πού επιμένει ό άνθρωπος νά βοηθήση, βλέπω ότι είναι άπό ενέργεια του πειρασμού, γιά νά τόν άχρηστέψη.
Έγώ, όταν βλέπω ότι δέν βοηθιέται μιά κατάσταση ανθρωπίνως - λίγο-πολύ καταλαβαίνω μέχρι ποιο σημείο μπορεί νά βοηθήση ό άνθρωπος καί άπό ποιο σημείο καί μετά πρέπει νά τ’ άφήση στον Θεό -, τότε υψώνω τά χέρια στον Θεό, ανάβω καί δυο λαμπάδες, αφήνω το πρόβλημα στον Θεό καί αμέσως τακτοποιείται. Ό Θεός ξέρει ότι δέν το κάνω άπό τεμπελιά.
Γι' αυτό, όταν μας ζητούν βοήθεια, πρέπει νά διακρίνουμε καί νά βοηθούμε σέ όσα μπορούμε. Σέ όσα όμως δέν μπορούμε, νά βοηθούμε έστω με μιά ευχή ή μέ το νά τά αναθέτουμε μόνο στον Θεό· καί αυτό είναι μιά μυστική προσευχή.
1. Βλ. Γεν. 6,13 κ.έ.
2. Άρμαθιά άπό ξερά σύκα περασμένα σέ νήμα ή βούρλο.
3. Βλ. Ήσ. 38,4 κ.έ.
Απόσπασμα από τις σελίδες 281 -283 του βιβλίου:
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΛΟΓΟΙ Β΄
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ
ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ
«ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου