Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου. Λόγοι Β΄ Μέρος 4ον Κεφάλαιο 1ον. 1) «Ό άνθρωπος συχνά κανονίζει χωρίς τον Θεό »
2) «Ευλογίες της θαυμαστής πρόνοιας του Θεού»
Λόγοι Β΄
ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ
"ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ"
ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
"ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ"
ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Ή πρόνοια του Θεού για τον άνθρωπο
«Ό άνθρωπος συχνά κανονίζει χωρίς τον Θεό»
Κάποιος είχε κάνει μιά μονάδα ιχθυοτροφείου καί όλη μέρα έλεγε «δόξα σοι ό Θεός», γιατί έβλεπε συνέχεια τήν πρόνοια τοϋ Θεού.
Μου έλεγε ότι τό ψαράκι, άπό τήν στιγμή πού θά γονιμοποιηθη καί είναι μικρό σάν τό κεφαλάκι της καρφίτσας, έχει και ένα σακκουλάκι με υγρό, για να τρέφεται, μέχρι να μεγαλώση και να μπορή να πιάνη κανέναν μικροοργανισμό από το νερό.
Του έχει δηλαδή και τήν «κομπανία»[1] του ό Θεός! Και αν γι' αυτά προνοή ό Θεός, πόσο μάλλον γιά τον άνθρωπο! Αλλά ο άνθρωπος συχνά κανονίζει και αποφασίζει γιά όλα χωρίς τον Θεό. «Θά κάνω, λέει, δύο παιδιά».
Τόν Θεό δεν Τον βάζει στον λογαριασμό. Γι' αυτό καί γίνονται τόσα ατυχήματα και σκοτώνονται τόσα παιδιά. Έχουν οί περισσότεροι δυο παιδιά, το ένα χτυπάει με το αυτοκίνητο, το άλλο αρρω- σταίνει καί πεθαίνει, καί δεν έχουν μετά κανένα παιδί.
Όταν οί γονείς, οί συνδημιουργοί τοϋ Θεού, δυσκολεύωνται, μετά από τις προσπάθειες πού κάνουν να οικονομήσουν τά παιδιά τους, πρέπει ταπεινά νά ζητήσουν καί τήν βοήθεια τοϋ Μεγάλου Δημιουργού απλώνοντας τά χέρια τους προς τά πάνω.
Τότε χαίρεται καί ό Θεός πού βοηθάει, χαίρεται καί ό άνθρωπος πού βοηθιέται. Το διάστημα πού ήμουν στην Μονή Στομίου, γνώρισα έναν πολύτεκνο οικογενειάρχη πού ήταν αγροφύλακας σέ ένα χωριό της Ηπείρου, απόσταση τεσσερισήμισι ώρες με τά πόδια από τήν Κόνιτσα, όπου έμενε ή οικογένεια του.
Είχε εννέα παιδιά. Επειδή ό δρόμος γιά το χωριό περνούσε έξω από το μοναστήρι, ό αγροφύλακας
αυτός ερχόταν, καί όταν πήγαινε στην υπηρεσία του, άλλα καί όταν επέστρεφε.
Όποτε επέστρεφε άπό το χωριό, γιά νά πάη στο σπίτι του, με παρακαλούσε νά άνάψη ό ίδιος τά κανδήλια. Αν καί έχυνε κάτω λάδια, τόν άφηνα νά τά άνάβη· προτιμούσα νά καθαρίσω μετά τις πλάκες
τού Ναού, παρά νά τόν λυπήσω.
Όταν έφευγε άπό το μοναστήρι, τριακόσια μέτρα περίπου πιο έξω, ερριχνε πάντα μιά ντουφέκια! Αυτό δεν μπορούσα νά το εξηγήσω, γι' αυτό αποφάσισα νά τόν παρακολουθήσω άπό τήν στιγμή πού θά έμπαινε μέσα στον Ναό μέχρι να πάρη τον δρόμο για την Κόνιτσα.
Άναβε λοιπόν πρώτα τα κανδήλια μέσα στον Ναό καί ΰστερα έβγαινε στον νάρθηκα. 'Αφού άναβε καί έκεϊ την κανδήλα πού ήταν πάνω άπό την είσοδο, μπροστά στην εικόνα της Παναγίας, βουτούσε το δάκτυλο του στην κανδήλα, γονάτιζε, άπλωνε τά χέρια του προς τήν εικόνα καί έλεγε: «Παναγία μου, εννιά παιδιά έχω· οικονόμησε τα λίγο κρέας».
Άλειφε στην συνέχεια το στόχαστρο στην κάννη του ντουφεκιοϋ με το λαδάκι πού είχε στο δάκτυλο, καί έφευγε. Τριακόσια μέτρα έξω άπό τήν μονή, όπου υπήρχε μιά μουριά, τον περίμενε ένα αγριοκάτσικο. Έρριχνε, όπως ανέφερα, μιά ντουφέκια, το σκότωνε, το κατέβαζε κάτω σέ μιά σπηλιά, τό έγδερνε καί τό πήγαινε στά παιδιά του.
Αυτό γινόταν κάθε φορά πού θά επέστρεφε άπό τήν δουλειά του. Θαύμασα τήν πίστη τοΰ αγροφύλακα καί τήν πρόνοια της Παναγίας. Μετά άπό είκοσι πέντε χρόνια ήρθε καί μέ βρήκε στο Αγιον Όρος. Κάποια στιγμή τον ρώτησα αυθόρμητα: «Τί κάνουν τά παιδιά σου; Που βρίσκονται;».
Καί εκείνος άπλωσε πρώτα τό χέρι του προς τον Βορρά καί είπε «άλλα στην Γερμανία» καί μετά άπλωσε τό χέρι του προς τον Νότο καί είπε «καί άλλα στην Αυστραλία· δόξα τω Θεώ έχουν τήν υγειά τους». Διατηρούσε αυτός ό άνθρωπος καί τήν πίστη του, άλλα καί τον εαυτό του αγνό άπό άθεες ιδεολογίες, γι' αυτό καί ό Θεός δεν τον άφησε.
«Ευλογίες της θαυμαστής πρόνοιας του Θεού»
- Μερικές φορές, Γέροντα, έχω μιά επιθυμία, καί ό Θεός μοϋ τήν εκπληρώνει, χωρίς νά Του τό ζητήσω. Πώς γίνεται αυτό;
- Οικονομάει ό Θεός. Βλέπει τις ανάγκες, τις επιθυμίες μας, καί, όταν κάτι είναι για τό καλό μας, μάς τό δίνει. Όταν κανείς χρειάζεται σέ κάτι βοήθεια, ό Χριστός και ή Παναγία βοηθούν. Ρωτούσαν τον Γέροντα Φιλάρετο[2]: «Τί θέλεις, Γέροντα, να σέ οικονομήσουμε;». «Ό,τι θέλω ή Παναγία θα το στείλη», απαντούσε εκείνος.
Και έτσι γινόταν. Όταν έμπιστευώμαστε τον εαυτό μας στον Θεό, ό Καλός Θεός μας παρακολουθεί και μας οικονομάει. Σαν καλός οικονόμος δίνει στον καθένα μας ο,τι του χρειάζεται και μας φροντίζει ακόμη και σέ λεπτομέρειες για τις υλικές ανάγκες μας.
Και για να καταλάβουμε τήν φροντίδα Του, τήν πρόνοια Του, μας δίνει ακριβώς ο,τι μας χρειάζεται. Νά μήν περιμένης όμως πρώτα να σου δώση ό Θεός, αλλά εσύ νά δώσης όλο τον εαυτό σου στον Θεό.
Γιατί, εάν ζητάς συνέχεια από τον Θεό και δέν άφήνης τον εαυτό σου με εμπιστοσύνη στον Θεό, αυτό δείχνει ότι έχεις δικό σου σπίτι και αποξενώνεσαι άπό τίς αιώνιες ουράνιες Μονές.
Όσοι άνθρωποι τά δίνουν όλα στον Θεό και δίνονται ολόκληροι σ' Αυτόν, στεγάζονται κάτω άπό τον μεγάλο τροϋλλο τοΰ Θεοΰ και προστατεύονται άπό τήν θεία Του πρόνοια.
Ή εμπιστοσύνη στον Θεό είναι μιά συνεχής μυστική προσευχή, πού φέρνει αθόρυβα τίς δυνάμεις τού Θεού εκεί πού χρειάζονται και τήν ώρα πού χρειάζονται, και τότε τά φιλότιμα παιδιά Του Τον δοξολογούν συνέχεια μέ πολλή ευγνωμοσύνη.
Ό Παπά-Τύχων, όταν είχε πάει στο Καλύβι τού Τιμίου Σταυρού, δέν είχε Ναό, αν και τού ήταν απαραίτητος. Ούτε χρήματα εϊχε γιά νά φτιάξη, παρά μόνο μεγάλη πίστη στον Θεό.
Μιά μέρα προσευχήθηκε και ξεκίνησε γιά τίς Καρυές, μέ τήν πίστη ότι ό Θεός θά τού οικονομούσε τά χρήματα πού χρειαζόταν, γιά νά φτιάξη τον Ναό. Πριν φθάση ακόμη στις Καρυές, τόν φώναξε από μακριά ό δίκαιος[3]της Σκήτης τοϋ Προφήτη Ηλία.
Όταν πλησίασε ό Παπα- Τύχων, ό δίκαιος του είπε: «Κάποιος καλός Χριστιανός από τήν Αμερική μοϋ έστειλε αυτά τα δολλάρια, γιά νά τά δώσω σε κανέναν ασκητή πού δεν έχει Ναό.
Έσύ δεν έχεις Ναό· πάρ' τα καί φτιάξε».
Δάκρυσε ό Παπα-Τύχων άπό συγκίνηση και ευγνωμοσύνη στον Καλό Θεό πού, σαν καρδιογνώστης πού είναι, είχε φροντίσει γιά τον Ναό, πριν ακόμη εκείνος Τον παρακάλεση, ώστε νά τοϋ έχη έτοιμα τά χρήματα, όταν θά τοϋ τά ζητούσε[4].
Όταν κανείς αφήνεται στον Θεό, ό Θεός δεν τον αφήνει.
Καί πράγματι, αν χρειασθής αύριο στις δέκα ή ώρα κάτι, όταν δεν είναι παράλογο καί είναι ανάγκη πραγματική, εννιά καί σαράντα πέντε λεπτά ή εννιά καί μισή θά το έχη έτοιμο ό Θεός, γιά νά σοϋ το δώση. Π.χ. σου χρειάζεται ένα κύπελλο στις εννιά ή ώρα.
Στις εννιά παρά πέντε σοϋ έρχεται το κύπελλο. Σοϋ χρειάζονται πεντακόσιες δραχμές. Τήν ώρα πού τις θέλεις έρχονται ακριβώς πεντακόσιες δραχμές· ούτε πεντακόσιες δέκα ούτε τετρακόσιες ενενήντα. Έχω παρατηρήσει ότι, αν μοϋ χρειασθή λ.χ. κάτι αύριο, ό Θεός το έχει προνοήσει άπό σήμερα· πριν δηλαδή το σκεφθώ εγώ, το έχει σκεφθή ό Θεός πιο νωρίς καί το παρουσιάζει τήν ώρα πού το χρειάζομαι.
Γιατί άπό εκεί πού έρχεται, γιά νά φθάση σ' έμενα ακριβώς τήν ώρα πού τό χρειάζομαι, βλέπω πόσος χρόνος απαιτείται. Άρα ό Θεός τό φρόντισε νωρίτερα.
Όταν άπό φιλότιμο κάνουμε τον Θεό νά χαίρεται με τήν ζωή μας, τότε Εκείνος δίνει άφθονες τις ευλογίες Του στά φιλότιμα παιδιά Του, τήν ώρα πού τις χρειάζονται. Όλη ή ζωή μετά περνάει με ευλογίες της θείας πρόνοιας. Μπορώ ώρες νά σας λέω παραδείγματα από την θαυμαστή πρόνοια του Θεοΰ.
Όταν ήμουν στον πόλεμο, στις επιχειρήσεις, είχα ένα Ευαγγέλιο και το έδωσα σε κάποιον. Μετά έλεγα: «Αχ, νά είχα ένα Ευαγγέλιο, πόσο θα με βοηθούσε!».
Τα Χριστούγεννα μας είχαν στείλει πάνω στο βουνό διακόσια δέματα από το Μεσολόγγι. Άπό τά διακόσια δέματα, μόνο στο δικό μου δέμα υπήρχε ένα Ευαγγέλιο! Ήταν παλιό Ευαγγέλιο, είχε και χάρτη της Παλαιστίνης.
Στο δέμα υπήρχε και ένα σημείωμα πού έγραφε: «Άν χρειάζεσαι και άλλα βιβλία, γράψε μας νά σοϋ στείλουμε». Αργότερα, στην Μονή Στομίου, χρειάσθηκα μιά φορά ένα κανδήλι γιά τον Ναό. Ένα πρωί, χαράματα, κατέβηκα στην Κόνιτσα.
Τήν ώρα πού περνούσα έξω άπό ένα σπίτι, ακούω μιά κοπέλα νά λέη στον πατέρα της: «Πατέρα, ό καλόγερος!». Τότε εκείνος ήρθε και μού είπε: «Πάτερ, έταξα ένα κανδήλι στην Παναγία· πάρε αυτά τά χρήματα νά το άγοράσης», και μού δίνει πεντακόσιες δραχμές, ακριβώς όσο έκανε το 1958 ένα κανδήλι.
'Αλλά και τώρα, όταν κάτι χρειάζωμαι, τά οικονομάει αμέσως ο Θεός. Θέλω λ.χ. νά κόψω ξύλα και δεν μπορώ. Τότε οικονομούνται τάκα-τάκα τά ξύλα. Πριν έρθω εδώ, έλαβα ένα δέμα πού είχε μέσα πενήντα χιλιάδες δραχμές, ακριβώς όσα χρειαζόμουν.
Έδωσα μία εικόνα τού « Αξιον έστιν» σε κάποιον ευλογία, τήν άλλη μέρα μού φέρνουν μία τής «Πορταΐτισσας!».
Φέτος[5] το καλοκαίρι, πριν βρέξη, δεν είχα καθόλου νερό. Τώρα πού έβρεξε λίγο, μαζεύω ενάμισι κουτί τήν ήμερα. Ή στέρνα έχει περσινό νερό, και αυτή είναι χάλια.
Πώς τά οικονομάει όμως ό Θεός! Έχω ένα βαρέλι με νερό. Τόσοι άνθρωποι πού έρχονται κάθε μέρα πίνουν, πλένονται, γιατί είναι και ιδρωμένοι, και ή στάθμη κατεβαίνει μόνον τέσσερα- πέντε δάκτυλα! Εκατόν πενήντα-διακόσιοι άνθρωποι νά βολεύωνται και να μην άδειάζη το βαρέλι!
Άλλοι ανοίγουν πολύ την κάννουλα της βρύσης, άλλοι την ξεχνούν ανοιχτή και τρέχει, και όμως το νερό δεν τελειώνει!
1. Κομπανία: εφοδιασμός με τρόφιμα
2. Βλ. Γέροντος Παϊσίου Άγιορείτου, Άγιορείται Πατέρες και Αγιορείτικα, σ. 86.
3. Ό Γέροντας μιας Καλύβης, στον όποιο ανατίθεται κάθε χρόνο ή διοίκηση της Σκήτης καί ή φροντίδα τοϋ Κυριάκου (τοϋ κυρίως Ναοϋ της Σκήτης) καί των προσκυνητών.
4. Βλ. Γέροντος Παϊσίου Άγιορείτου, Άγιορεϊται Πατέρες καί Αγιορείτικα, σ. 18-19.
5. Ειπώθηκε το καλοκαίρι του 1990.
Απόσπασμα από τις σελίδες 247 -253 του βιβλίου:
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΛΟΓΟΙ Β΄
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ
ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ
«ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ»
ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου