Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου. Λόγοι Β΄ Μέρος 4ον Κεφάλαιο 3ον.
1) «Ο Θεός φροντίζει πάντα για το καλό μας »
2) «Αιτείτε και δοθήσεται υμίν»
Λόγοι Β΄
ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ
"ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ"
ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
"ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ"
ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Όπου δέν φθάνει ό άνθρωπος, βοηθάει ό Θεός
«Ο Θεός φροντίζει πάντα για το καλό μας »
Ό Θεός είναι φύσει αγαθός και για το καλό μας φροντίζει πάντα, και όταν του ζητήσουμε κάτι, θα μας το δώση, εάν είναι γιά το καλό μας.
Ό,τι είναι απαραίτητο γιά την σωτηρία της ψυχής μας καί γιά τήν σωματική μας συντήρηση, ό Θεός θά μας το δώση πλουσιοπάροχα καί θά έχουμε τήν ευλογία Του.
Ο,τι μας στερεί, είτε γιά νά μας δοκιμάση είτε γιά νά μας προφύλαξη, όλα νά τά δεχώμαστε με χαρά, άλλα καί νά τά μελετούμε, γιά νά ωφελούμαστε. Ξέρει πότε καί πώς νά οίκονομάη το πλάσμα Του. Βοηθάει με τον τρόπο Του τήν ώρα πού χρειάζεται.
Πολλές φορές όμως τό αδύνατο πλάσμα Του αδημονεί, γιατί τό θέλει εκείνη τήν ώρα πού τό ζητάει, σάν τό μικρό παιδί πού ζητάει τό κουλούρι από τήν μάνα του άψητο καί δέν κάνει υπομονή νά ψηθή. Έμεΐς θά ζητάμε, θά κάνουμε υπομονή καί ή Καλή μας Μητέρα ή Παναγία, όταν είναι έτοιμο, θά μάς τό δώση.
- Γέροντα, οι Άγιοι πότε βοηθούν;
- Όποτε χρειάζεται νά βοηθήσουν, όχι όποτε νομίζουμε εμείς ότι χρειάζεται νά βοηθήσουν. Βοηθούν δηλαδή, όταν αυτό μάς ώφελή. Κατάλαβες;
Ένα παιδί π.χ. ζητάει άπό τόν πατέρα του μοτοσακό, άλλα ό πατέρας του δέν τού παίρνει. Τό παιδί τού λέει: «Τό θέλω τό μοτοσακό, γιατί κουράζομαι νά πηγαίνω με τά πόδια, παιδεύομαι». Ό πατέρας του όμως δέν τού παίρνει μοτοσακό, γιατί φοβάται μή σκοτωθή. «Θά σου πάρω αργότερα αυτοκίνητο», τού λέει. Βάζει λοιπόν χρήματα στην Τράπεζα καί, όταν μαζευτούν, θά τού πάρη αυτοκίνητο.
Έτσι καί οί Άγιοι ξέρουν πότε πρέπει νά μάς βοηθήσουν.
- Γέροντα, τό έλεος τού Θεού πώς τό νιώθουμε;
- Τό έλεος τού Θεού είναι ή θεία παρηγοριά πού νιώθουμε μέσα μας. Τά φέρνει έτσι ό Θεός, ώστε νά
μήν άναπαυώμαστε στην ανθρώπινη παρηγοριά καί νά καταφεύγουμε στην θεία. Βλέπεις, οι Έλληνες λ.χ. της Αυστραλίας, επειδή βρέθηκαν τελείως μόνοι τους, πλησίασαν τόν Θεό περισσότερο από άλλους ξενιτεμένους, όπως της Γερμανίας, πού ήταν πιό κοντά στην πατρίδα καί βρήκαν εκεί καί άλλους Έλληνες.
Ή δυσκολία πολύ τους βοήθησε να γαντζωθούν στον Θεό. Όλοι ξεκίνησαν μέ μια βαλίτσα, βρέθηκαν μακριά από τήν πατρίδα, μακριά άπό τους συγγενείς- έπρεπε νά βρουν δουλειά, νά βρουν δάσκαλο γιά τά παιδιά τους κ.λπ., χωρίς βοήθεια άπό πουθενά.
Γι' αυτό στράφηκαν στον Θεό καί κράτησαν τήν πίστη τους. Ένώ στην Ευρώπη οι Έλληνες πού δεν είχαν αυτές τις δυσκολίες, δέν έχουν αυτήν τήν σχέση μέ τόν Θεό.
«Αιτείτε και δοθήσεται υμίν»[1]
- Γέροντα, γιατί πρέπει νά ζητάμε άπό τόν Θεό νά μας βοηθάη, αφού ξέρει τις ανάγκες μας;
- Γιατί υπάρχει ελευθερία. Καί μάλιστα, όταν πονάμε γιά τόν πλησίον μας καί Τόν παρακαλούμε νά τόν βοηθήση, πολύ συγκινείται ό Θεός, γιατί τότε επεμβαίνει, χωρίς νά παραβιάζεται το αυτεξούσιο.
Ό Θεός έχει όλη τήν καλή διάθεση νά βοηθήση τους ανθρώπους πού υποφέρουν. Γιά νά τους βοηθήση όμως, πρέπει κάποιος νά Τόν παρακάλεση.
Γιατί, αν βοηθήση κάποιον, χωρίς κανείς νά Τόν παρακάλεση, τότε ό διάβολος θά διαμαρτυρηθη καί θά πή: «Γιατί τόν βοηθάς καί παραβιάζεις το αυτεξούσιο; Αφού είναι αμαρτωλός, ανήκει σ' έμενα». Έδώ βλέπει κανείς καί τήν μεγάλη πνευματική αρχοντιά τοϋ Θεού, πού ούτε στον διάβολο δίνει το δικαίωμα νά διαμαρτυρηθη.
Γι' αυτό θέλει νά Τόν παρακαλούμε, γιά νά έπεμβαίνη -καί θέλει ό Θεός νά έπεμβαίνη αμέσως, αν είναι για το καλό μας -, και νά βοηθάη τά πλάσματα Του ανάλογα μέ τις ανάγκες τους. Για τόν κάθε άνθρωπο ενεργεί ξεχωριστά, όπως συμφέρει στον καθέναν καλύτερα.
Ό Θεός λοιπόν άλλα και οι Άγιοι γιά νά βοηθήσουν, πρέπει ό ϊδιος ό άνθρωπος νά το θέλη και νά τό ζητά, αλλιώς δεν επεμβαίνουν.
Ό Χριστός ρώτησε τόν παράλυτο: «Θέλεις υγιής γενέσθαι;»[2] Αν δέν θέλη ό άνθρωπος, τό σέβεται ό Θεός.
Αν κάποιος δέν θέλη νά πάη στον Παράδεισο, ό Θεός δέν τόν παίρνει. Έκτος αν ήταν αδικημένος και είχε άγνοια, οπότε δικαιούται τήν θεία βοήθεια.
Διαφορετικά, δέν θέλει νά έπέμβη ό Θεός. Ζητά κανείς βοήθεια, και ό Θεός καί οι Άγιοι τήν δίνουν. Μέχρι νά άνοιγοκλείσης τά μάτια σου, έχουν κιόλας βοηθήσει. Μερικές φορές δέν προλαβαίνεις ούτε νά τά άνοιγοκλείσης· τόσο γρήγορα βρίσκεται ό Θεός δίπλα σου.
«Αιτείτε καί δοθήσεται», λέει ή Γραφή. Αν δέν ζητάμε βοήθεια άπό τόν Θεό, θά σπάζουμε τά μούτρα μας. Ένώ, όταν ζητάμε τήν θεία βοήθεια, ό Χριστός μάς δένει μέ ένα σχοινάκι μέ τήν Χάρη Του καί μάς συγκρατεί. Φυσάει ό αέρας άπό έδώ- εκεί, άλλα, επειδή είμαστε δεμένοι, δέν κινδυνεύουμε. Όταν όμως ό άνθρωπος δέν καταλαβαίνη ότι ό Χριστός εϊναι πού τόν κρατάει, λύνεται πλέον άπό τό σχοινάκι καί τόν χτυπούν οι άνεμοι άπό 'δώ καί άπό 'κεΐ καί ταλαιπωρείται.
Νά ξέρετε, μόνον τά πάθη καί οί αμαρτίες είναι δικές μας. Ό,τι καλό κάνουμε είναι άπό τόν Θεό, ό,τι ανοησίες κάνουμε είναι δικές μας.
Λίγο ή Χάρις τού Θεού νά μάς άφήση, τίποτε δέν μπορούμε νά κάνουμε. Όπως στην φυσική ζωή, λίγο τό οξυγόνο νά μάς πάρη ό Θεός, αμέσως θά πεθάνουμε, έτσι καί στην πνευματική ζωή, λίγο άν μάς αφαίρεση τήν θεία Χάρη, πάει, χαθήκαμε.
Μιά φορά ένιωθα στην προσευχή μιά αγαλλίαση. Ώρες στεκόμουν όρθιος καί δεν ένιωθα καθόλου κούραση. Όσο προσευχόμουν, ένιωθα μιά γλυκεία ξεκούραση, κάτι πού δεν μπορώ νά το εκφράσω. Ύστερα μου πέρασε ένας λογισμός ανθρώπινος: επειδή μου λείπουν δυό πλευρά και εύκολα κρυώνω, σκέφθηκα, για νά μη χάσω αυτήν τήν κατάσταση και νά προχωρήσω όσο πάει, νά πάρω ένα σάλι, νά τυλιχθώ, μήπως αργότερα κρυώσω.
Μόλις δέχθηκα αυτόν τον λογισμό, αμέσως σωριάσθηκα κάτω. Έμεινα πεσμένος κάτω μισή ώρα περίπου καί μετά μπόρεσα νά σηκωθώ νά πάω στο κελλί νά ξαπλώσω.
Προηγουμένως, όσο προχωρούσα στην προσευχή, ένιωθα σάν ένα πούπουλο, ένα έλάφρωμα, μιά αγαλλίαση, πού δεν εκφράζεται.
Μόλις όμως δέχθηκα αυτόν τον λογισμό, σωριάσθηκα κάτω. Άν έφερνα έναν υπερήφανο λογισμό καί έλεγα λ.χ. «ζήτημα είναι, άν υπάρχουν δύο- τρεΐς σέ τέτοια κατάσταση», τότε είναι πού θά πάθαινα ζημιά. Σκέφθηκα ανθρώπινα, όπως σκέφτεται ό κουτσός νά πάρη τά δεκανίκια του, όχι δαιμονικά. Ήταν ένας φυσικός λογισμός, άλλα και πάλι είδες τί έπαθα.
Τό μόνο πού έχει ό άνθρωπος είναι μιά διάθεση και ανάλογα μέ αυτήν τον βοηθάει ό Θεός. Γι' αυτό λέω, όσα αγαθά έχουμε είναι δώρα τού Θεού. Τά έργα μας είναι μηδέν καί οί αρετές μας είναι μία συνέχεια άπό μηδενικά.
Έμεΐς θά προσπαθούμε νά προσθέτουμε συνέχεια μηδενικά καί νά παρακαλούμε τον Χριστό νά βάλη τήν μονάδα στην αρχή, γιά νά γίνουμε πλούσιοι. Έάν δέν βάλη τήν μονάδα ό Χριστός στην αρχή, χαμένος ό κόπος μας.
1. Ματθ. 7, 7.
2. Ίω. 5, 6.
Απόσπασμα από τις σελίδες 284 -287 του βιβλίου:
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΛΟΓΟΙ Β΄
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ
ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ
«ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ»
ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου