Βράδυ αργά,ζαλισμένη από την κούραση...Έξω απόλυτη η ησυχία και βαθύ το σκοτάδι...Τέτοιες ώρες είναι συνήθως που έρχονται στο νου μου σκέψεις για τη ζωή μου...Είναι οι ώρες του "ταμείου" μου,οι μόνες δικές μου ώρες...Σκέφτομαι το "σισύφειο" μαρτύριο στο οποίο έχω καταδικάσει τον εαυτό μου,να τρέχω συνεχώς και ποτέ να μην φτάνω...Από το σπίτι στη δουλειά κι από εκεί στις δραστηριότητες των παιδιών,ξοδεύω τη ζωή μου σε πράγματα που αντλούν την αξία τους μόνο από την πλούσια φαντασία μου...Θυμάμαι τον παππούλη μου-βιβλική φιγούρα,ψηλό,ευθυτενή,με πλούσια,κάτασπρη κόμη-να κάθεται ώρες ατελείωτες κάτω από τη μουριά της αυλής μας,απλά ατενίζοντας τον κάμπο,με μια γαλήνη χυμένη στο πρόσωπό του και ένα χαμόγελο πληρότητας να το φωτίζει...
Σκέφτομαι τον θάνατό του,γεμάτος αξιοπρέπεια όπως και η ζωή του...Αρνήθηκε να πάει στο νοσοκομείο...Ζήτησε να τον αφήσουν απλά να σβήσει στο σπίτι του,όπως και έγινε...Ευλογημένη απλότητα και ηρεμία...Απόκτησε στη ζωή του ό,τι ήταν ουσιαστικό και τίποτα περισσότερο από αυτό:ένα σπιτάκι μικρό και ταπεινό(μεγάλο και ζεστό όμως στη θύμηση και την καρδιά μας),έναν κήπο που πάντα έδινε πλούσια σοδειά και την βεβαιότητα ότι έκανε το χρέος του απέναντι στα παιδιά του όσο καλύτερα μπορούσε(ποτέ δεν έκανε το αδύνατο δυνατό...μάλλον ήταν ευχαριστημένος με αυτά που μπορούσε να κάνει...δείγμα ταπεινότητας και αυτογνωσίας)...
Δεν θέλησε ποτέ-από όσα ξέρω-παραπάνω από τα απλά αυτά πράγματα...Δεν απέκτησε ποτέ αυτοκίνητο,δεύτερο σπίτι,δεύτερο κυριακάτικο ρούχο και φορεσιές περισσότερες από αυτές που χωρούσαν σε μια μικρή βαλίτσα...Δεν ήθελε φαγητά περίπλοκα ούτε παραπάνω από το κανονικό σε ποσότητα...Δεν είχε σύνταξη και δεν ξέρω αν είχε πάει ποτέ του σχολείο...Δεν έσπρωξε ποτέ τα παιδιά του να γίνουν πρώτοι μαθητές στο σχολείο και με μεγάλη προσπάθεια κατάφεραν οι δάσκαλοι της εποχής να τον πείσουν να στείλει ένα τουλάχιστον παιδί του για σπουδές...Έπαιρνε ικανοποίηση από τη δική του ζωή και δεν στηρίζονταν στις πλάτες των παιδιών του...
Ήταν πάντα ήρεμος και-η μητέρα μου λέει-δεν τον είχαν δει ποτέ να φωνάζει...Τον αγαπούσα και τον θαύμαζα τον παππού μου για τη σοφία του...Δεν ξέρω πως εμείς,οι άνθρωποι του πολιτισμού και της εξέλιξης παγιδευτήκαμε στη μαρτυρική αυτή κατάσταση της περιπλοκότητας των πάντων...Γιατί ενώ όλα τα έχουμε τίποτα δεν είναι αρκετό...Γιατί παλεύουμε για πράγματα φθαρτά που αποδεδειγμένα δεν φέρνουν τη χαρά στην ψυχή μας...Σκέφτομαι πως τα παιδιά και τα εγγόνια μου δεν θα έχουν την τύχη να ζήσουν κοντά σε έναν παππού σαν τον δικό μου,να αντλήσουν χυμούς ζωής πραγματικής και όχι πλασματικής...
Διαβάζω τότε και τον κυρ-Φώτη,τον Κόντογλου που όποτε καταφεύγω στα βιβλία του μου φαίνεται πως βάζω μια τάξη στο μυαλό μου,μέχρι να έρθει πάλι η βουή του κόσμου να μου τη διαλύσει...
"Όποτε μπορώ,ξεμακρύνω από την ταραχή της σημερινής ζωής.Κάθουμαι στο σπίτι μου,μακρυά από τον κόσμο.Ζωγραφίζω κανένα εικόνισμα,γράφω καμιά ιστορία ή καμιά σκέψη για τον εαυτό μου,φιλοτεχνώ κανένα χειρόγραφο,ή κουβεντιάζω με κανέναν απλόν άνθρωπο,που δεν τρέχει για ν΄αρπάξει πολλά λεφτά,κ΄είναι ήσυχος και βλογημένος. Οι τέτοιοι άνθρωποι δεν λείψανε ολότελα στον καιρό μας,και γι αυτό το πράγμα δοξάζω τον Θεό μέρα νύχτα.Ζούνε ειρηνικά,ήσυχα,απλά,φτωχικά,μα αυτοί για μένα είναι οι πιο πλούσιοι.Η ζωή τους έχει νοστιμάδα,ενώ των αλλουνών,εκεινών που βρίσκουνται όλοένα σε στριφογύρισμα,σαν μηχανές,η ζωή τους είναι δίχως καμμιά νοστιμάδα.Λέγω "η ζωή τους",μα ποια ζωή;Αυτοί δεν έχουνε τον καιρό να ζήσουνε. Όλο βιάζονται,ο νους τους βρίσκεται αλλού,στα χρήματα,στις επιχειρήσεις,στα πολιτικά.Ολοένα αγωνία.Ολοένα ανησυχία.Ολοένα νευριασμός,από τις δουλειές τους,από τα κέρδη κι από τις ζημιές τους,από την παγκόσμια κατάσταση,από τον φόβο μήπως γίνει πόλεμος,από το ανεβοκατέβασμα του χρυσαφιού στο χρηματιστήριο,από τα παιδιά τους που σπουδάζουνε στην Αγγλία και στην Αμερική,από τα σπίτια τους,από τα μαγαζιά τους,από τα χτήματά τους,από τα καράβια τους.Το κεφάλι τους βρίσκεται μέσα σε ένα βουερό σύννεφο από σκοτούρες,που το τσιμπάνε σαν να ΄ναι σφήγκες ακαταμέτρητες. Κι όλα αυτά λένε πως τα τραβάνε για να μαζέψουνε λεφτά,και μ΄αυτά να απολάψουνε τη ζωή,ως που πεθαίνουνε και μπαίνουνε μέσα σε μαρμαρένια μνήματα που τους χτίζουνε κείνοι που τους κληρονομήσανε....Δεν υπάρχει πιο θλιβερό πράγμα από μια τέτοια ζωή.Θαρρείς πως τους άρπαξε μια ρόδα και τους στριφογυρίζει,δίχως να μπορούνε να ξεκολλήσουνε από τα γρανάζια της. Πεθαίνουνε ,χωρίς να δοκιμάσουνε μήτε ένα γενναίο αίσθημα,δίχως να δροσιστούνε από μια χριστιανική πράξη,χωρίς ν΄απομείνουνε μια στιγμή μοναχοί με τον εαυτό τους ή με τους αγαπημένους τους,να ειρηνέψουνε λίγο,να απογευτούνε μια στάλα τη ζωή.Την έχουνε...ακουστά την αληθινή ζωή.Αγοράζουνε όλα τα εργαλεία της ζωής,ακόμα και τα πιο ακριβά,και μονάχα να τη ζήσουνε δε μπορούνε οι δυστυχισμένοι.Είναι σαν τον Τάνταλο,που έβλεπε το νερό διψασμένος και δεν μπορούσε να πιει.Η φτώχια τους είναι μεγάλη."(Από το άρθρο "Ταραχή και ειρήνη")
"Όποτε μπορώ,ξεμακρύνω από την ταραχή της σημερινής ζωής.Κάθουμαι στο σπίτι μου,μακρυά από τον κόσμο.Ζωγραφίζω κανένα εικόνισμα,γράφω καμιά ιστορία ή καμιά σκέψη για τον εαυτό μου,φιλοτεχνώ κανένα χειρόγραφο,ή κουβεντιάζω με κανέναν απλόν άνθρωπο,που δεν τρέχει για ν΄αρπάξει πολλά λεφτά,κ΄είναι ήσυχος και βλογημένος. Οι τέτοιοι άνθρωποι δεν λείψανε ολότελα στον καιρό μας,και γι αυτό το πράγμα δοξάζω τον Θεό μέρα νύχτα.Ζούνε ειρηνικά,ήσυχα,απλά,φτωχικά,μα αυτοί για μένα είναι οι πιο πλούσιοι.Η ζωή τους έχει νοστιμάδα,ενώ των αλλουνών,εκεινών που βρίσκουνται όλοένα σε στριφογύρισμα,σαν μηχανές,η ζωή τους είναι δίχως καμμιά νοστιμάδα.Λέγω "η ζωή τους",μα ποια ζωή;Αυτοί δεν έχουνε τον καιρό να ζήσουνε. Όλο βιάζονται,ο νους τους βρίσκεται αλλού,στα χρήματα,στις επιχειρήσεις,στα πολιτικά.Ολοένα αγωνία.Ολοένα ανησυχία.Ολοένα νευριασμός,από τις δουλειές τους,από τα κέρδη κι από τις ζημιές τους,από την παγκόσμια κατάσταση,από τον φόβο μήπως γίνει πόλεμος,από το ανεβοκατέβασμα του χρυσαφιού στο χρηματιστήριο,από τα παιδιά τους που σπουδάζουνε στην Αγγλία και στην Αμερική,από τα σπίτια τους,από τα μαγαζιά τους,από τα χτήματά τους,από τα καράβια τους.Το κεφάλι τους βρίσκεται μέσα σε ένα βουερό σύννεφο από σκοτούρες,που το τσιμπάνε σαν να ΄ναι σφήγκες ακαταμέτρητες. Κι όλα αυτά λένε πως τα τραβάνε για να μαζέψουνε λεφτά,και μ΄αυτά να απολάψουνε τη ζωή,ως που πεθαίνουνε και μπαίνουνε μέσα σε μαρμαρένια μνήματα που τους χτίζουνε κείνοι που τους κληρονομήσανε....Δεν υπάρχει πιο θλιβερό πράγμα από μια τέτοια ζωή.Θαρρείς πως τους άρπαξε μια ρόδα και τους στριφογυρίζει,δίχως να μπορούνε να ξεκολλήσουνε από τα γρανάζια της. Πεθαίνουνε ,χωρίς να δοκιμάσουνε μήτε ένα γενναίο αίσθημα,δίχως να δροσιστούνε από μια χριστιανική πράξη,χωρίς ν΄απομείνουνε μια στιγμή μοναχοί με τον εαυτό τους ή με τους αγαπημένους τους,να ειρηνέψουνε λίγο,να απογευτούνε μια στάλα τη ζωή.Την έχουνε...ακουστά την αληθινή ζωή.Αγοράζουνε όλα τα εργαλεία της ζωής,ακόμα και τα πιο ακριβά,και μονάχα να τη ζήσουνε δε μπορούνε οι δυστυχισμένοι.Είναι σαν τον Τάνταλο,που έβλεπε το νερό διψασμένος και δεν μπορούσε να πιει.Η φτώχια τους είναι μεγάλη."(Από το άρθρο "Ταραχή και ειρήνη")
Και η καρδιά μου μαλακώνει όταν νοερά κάθομαι δίπλα στην κυρά-Γιάνναινα,στο φτωχικό καλύβι της...."Σε κείνη την περιφέρεια ζούσε ακόμα μια ψυχή,μια γυναίκα,που τη λέγανε κυρα-Γιάνναινα,χήρα με δυο μικρά παιδιά.Είχε κάνει ένα γιδοκάλυβο ανάμεσα στα δένδρα,σ' έναν τόπο απάτητον,και ζούσε εκεί πέρα ξεμοναχιασμένη.Το 'να το παιδί της,το μεγάλο,ως έντεκα χρονών,το λέγανε Γιώργο και φύλαγε κάτι λιγοστά γίδια.Το άλλο,το μικρό,το λέγανε Πλάτανο,και καθότανε με τη μάννα του κ' έπαιζε μοναχό του,γύρω στο καλύβι.Η μάνα τους πότε πήγαινε με τα γίδια,κι αυτή,πότε καθότανε στο καλύβι και μαγείρευε,έπλενε,ή έγνεθε με τη ρόκα.Ήτανε όλο χαμογελαστή,ξυπόλητη,μ' ένα μαντήλι ριγμένο στο κεφάλι της.Αρχαία γυναίκα,αγιασμένη.
Τον Πλάτανο τον είχε βαφτισμένον ένας δάσκαλος από το χωριό τους,κι απ' αυτό κατάλαβα πως τον είχε βγάλει Πλάτωνα,κι οι δικοί του τον κάνανε Πλάτανο.Κι αληθινά,ήτανε σαν Πλάτανος,μ' όλο που ήτανε μικρό ακόμα,ως τριάμισυ χρονών,καλοκάγαθο,μα άγριο,σκληρό,άφοβο.Όλη τη μέρα έκανε πόλεμο.Σκαρφάλωνε στα δέντρα για να βρει φωλιές,ή για να κρεμάζεται από τα κλαριά, κατρακυλούσε μεγάλες πέτρες και τις κοπανούσε με άλλες πιο μικρές,κ' είχε καταπληγωμένα τα χέρια του.Έσκαβε μ' ένα σίδερο γύρω στο καλύβι,έπιανε φίδια,γουστέρες,τις έδενε απ' την ουρά, τις κρέμαζε στα δέντρα.Η μάνα του δεν ταραζότανε ποτέ,μήτε έδινε σημασία,μην τυχόν πάθει τίποτα το παιδί της με τις πέτρες και με τα φίδια που πάλαιβε ολοένα.Αρηά και που το μάλωνε,όποτε τύχαινε να χτυπήσει κανένα γίδι.
Τι απλότητα που είχανε στη ζωή τους αυτά τα πλάσματα!Το φτωχικό μου ήτανε παλάτι μπροστά στο καλύβι τους.Έβλεπα πως ζούσανε οι αρχαίοι άνθρωποι,μ' ένα τίποτα.Τι δυστυχία να φοβηθούνε,αφού δεν είχανε τίποτα;Κ' οι τρεις ήτανε γεροί σαν τ' αγρίμια.Η θροφή τους ήτανε ψωμί, και τυρί,γάλα και χορτάρια.Το γιδοκάλυβο είχε ως τέσσερα μέτρα μάκρος και δυόμιση φάρδος,και ήτανε λίγο ψηλότερο από την κυρά-Γιάνναινα.Η πόρτα ήτανε χαμηλή,είχε και μιαν άλλη τρύπα,για παράθυρο. Αποπάνω,το καλύβι ήτανε σκεπασμένο με κλαριά,με χορτάρια και με τενεκέδες.Μέσα μοναχά που κοιμότανε.Όλα τα άλλα τα κάνανε απέξω.Ζούσανε στον ανοιχτό αέρα.
Η κυρά Γιάνναινα ήτανε πάντα χαμογελαστή.Δεν την είδα ποτέ κατσουφιασμένη.Ήσυχη,λιγομίλητη, απροσποίητη, είχε μια ιεροπρέπεια που μου έκανε βαθιά εντύπωση,σαν να είχα μπροστά μου κάποιο αγιασμένο πρόσωπο.Συλλογιζόμουνα τις σημερινές γυναίκες,σε τι ξεπεσμό βρίσκονται,σε καιρό που τούτη η βουνίσια,ξυπόλητη,με τη ρόκα στο χέρι,με το μαντήλι ριγμένο στο κεφάλι της,με το υφαντό φουστάνι της,μ' όλη την ταπείνωση που είχε απάνω της,ήτανε σαν κάποιο επίσημο πρόσωπο.
Σαν πέθανε ο άντρας της,πήρε τα παιδιά της κι αποτραβήχτηκε μέσα στο ρουμάνι,έκανε το γιδοκάλυβο και ζούσε σαν άγριο πουλί με τα πουλάκια του.Μήτε απελπισία,μήτε αναστενάγματα,μήτε παράπονα.Γι' αυτή όλα ήτανε καλά.Ω,βλογημένη γυναίκα,τι δύναμη που είχες μέσα σου!Όλο χαμογελαστή,καλόγνωμη,με τον καλό λόγο στο στόμα της,συμμαζεμένη,σεμνή αυστηρή.Ποιος της έμαθε τον καλό τρόπο μέσα στα βουνά;Από ποιον διδάχτηκε αυτή την αξιοπρέπεια;Μυστήριο!
Να,τέτοιες ήτανε οι μανάδες που γεννούσανε παλλικάρια σαν τον Θανάση Διάκο,σαν τον Τζαβέλλα,τον Νικηταρά,τον Κολοκοτρώνη,τον Μακρυγιάννη,τον Βλαχάβα!Μ' όλη τη φτώχεια της,ήτανε κατακάθαρη.Ολοένα έπλυνε ρούχα,ολοένα λουζότανε η ίδια,έλουζε και τα παιδιά της.Μέσα το καλύβι έλαμπε.Κουβαλούσε το νερό από μακρυά,με το βαρέλι,γιατί το λιγοστό καλό νερό που έβγαινε κοντά τους το 'χανε για να πίνουνε.
Η ομιλία της είχε πολύ χάρη και ξυπνάδα.Έλεγε πολλά ρητά.Είχε και μεγάλη ευλάβεια.Θυμιάτιζε κάθε βράδυ κι άναβε τα καντήλια ταχτικά στο ρημοκκλήσι της αγιάς Βαρβάρας μαζί με τον Χρήστο.Μ' όλο που δεν έμαθε καθόλου γράμματα,ήξερε κάμποσες προσευχές κ' ιστορίες για άγιους και για θαύματα.Δεν θυμάμαι να μου έκανε κανένας γραμματιζούμενος την εντύπωση που μου 'κανε η αγράμματη κυρα-Γιάννενα."(Από το άρθρο "Απλή κι αληθινη ζωη")
Και πάλι ο νους μου πετάει από τον κυρ-Φώτη Κόντογλου,στον δικό μας Φώτη,τον Φώτη της καρδιάς μας,όλων των ανθρώπων του Βόλου.Άνθρωπος απλός,ταπεινός-ευτυχώς δεν έχει χαθεί εντελώς αυτό το είδος-ζει σαν τα πετεινά του ουρανού,όπου βρει, σε σπηλιές ή καλύβια φίλων... Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μου αρέσει περισσότερο να κουβεντιάζω από ότι με τον Φώτη...Μου διηγείται για τα χρόνια τα παλιά,όταν ο ίδιος ήταν παιδί και μου δίνει τις καλύτερες συμβουλές για το μεγάλωμα των παιδιών μου...Φοράει πάντα τα ίδια ρούχα και τα αλλάζει μόνο όταν πλέον δεν φοριούνται...
Ό,τι χρήματα έχει τα μοιράζει αμέσως,πηγαίνει όπου θέλει περπατώντας -και επειδή τα τελευταία χρόνια μένει σχετικά κοντά μας,μπορώ να βεβαιώσω πως καθημερινά περπατάει απίστευτες αποστάσεις-και σκύβει στο δρόμο του να μαζέψει όσα σκουπιδάκια βρεθούν στο διάβα του...Εκείνο όμως που περισσότερο απολαμβάνω είναι η αίσθηση απορίας στο πρόσωπο όσων δεν τον ξέρουν όταν τον δουν να τους χαμογελάει και να τους εύχεται "Καλημέρα"... Η σοφία και η καλοσύνη του είναι πηγαία και το λουλούδι που θα σου προσφέρει βγαλμένο από την καρδιά του,χωρίς καμιά ιδιοτέλεια.Αγιασμένος άνθρωπος,ουσιαστικός,από αυτούς που όλοι θα έπρεπε να συναντήσουν στη ζωή τους...
Αλλά πως έφτασα από τη δική μου ζωή στον Φώτη;Νους είναι αυτός και πετάει όπου θέλει...Και θέλει να πετάει κοντά σε ανθρώπους που τον αναπαύουν,που θεωρεί πως έχουν καταλάβει το νόημα της ζωής,πως σέβονται το δώρο που τους χάρισε ο Θεός ,πως δεν χαράμισαν τη ζωή τους παρά μόνο για πράγματα που αξίζουν...Η ώρα πέρασε...Χαρμολύπη το συναίσθημα...Λύπη για όσες ώρες από τη ζωή μου έχασα και χαρά για όσους ανθρώπους τέτοιους γνώρισα...Απλούς,αλλά που στα μάτια μου αξίζουν περισσότερο από τους "σημαντικότερους" ανθρώπους τούτου του κόσμου...Γιατί πέταξαν από πάνω τους όλους τους τύπους και τις συμβάσεις της κοινωνίας μας,γιατί δεν ντύνουν τη ζωή τους με ψέματα και-κυρίως-γιατί αυτά τα έκαναν από επιλογή και όχι λόγω καταστάσεων...μόνοι τους έκοψαν τα δεσμά που τους αιχμαλώτιζαν με τα γήινα και ασφαλή και γιατί το βλέπω πως..."Αυτό που κόβεις μόνος σου,σου δίνει άλλη χάρη...αυτό σε κάνει βασιλιά,σε κάνει παλικάρι"...Βασιλιάδες στις καρδιές μας λοιπόν...Καληνύχτα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου