Ἡλιακό ρολόϊ στή μονή Σταυροβουνίου στήν Κὐπρο
Ἡ Ἐκκλησία μέσα στή διαχρονική πορεία της διαμορφώνει τήν εἰκόνα τῆς μνήμης
καί τήν συνολική ἀντίληψη τῆς ἱστορίας τοῦ κόσμου. Τά μοναστήρια κυρίως διασώζουν
τά μνημεῖα τῆς μνήμης καί τά ἀναπαράγουν. Ὡς χαρακτηριστικό παράδειγμα
φέρνουμε τούς χειρόγραφους κώδικες, πού στήν συνέχεια ἀντιγράφονται καί πάλι
ἀντιγράφονται...
Στό Ἅγιον Ὄρος ὁ χρόνος καί τά ἀποτυπώματά του, ἡ ἱστορική μνήμη, ἔχει
καταγραφεῖ μέσα ἀπό τίς πολυάριθμες ἐπιγραφές, χαράγματα, χρονογραφίες,
ἐνθυμήσεις σέ χειρόγραφα καί παλαιά ἔντυπα, σέ κειμήλια, σέ φορητές εἰκόνες καί
τοιχογραφίες.
Ὁ χρόνος ἀρχίζει μέ τήν κτίση τοῦ κόσμου καί τελειώνει μέ τή Δευτέρα Παρουσία.
Μάλιστα, ἡ χρονολόγηση «ἀπό κτίσεως κόσμου» προσδιόριζε τούς πρώτους αἰῶνες
τά γεγονότα τῆς ἱστορίας.
Τό χριστιανικό ἡμερολόγιο διαμορφώνεται τόν 4ο αἰώνα μ.Χ., ἡ ἀρίθμηση τῶν ἐτῶν
ἄρχισε τόν 6ο αἰώνα καί ἡ διάκρισή τους σέ ἔτη, πρό καί μετά Χριστόν, μόλις τό 1627.
Κέντρο τῆς ἱστορίας ἀποτελεῖ ἡ ἐνσάρκωση τοῦ Κυρίου, ἡ «τοῦ Λόγου οἰκονομία»,
τό ἔτος «ἀπό τῆς ἡμῶν σωτηρίας»· ἐκφράσεις πού συχνά συναντοῦμε στά χρονολογημένα
ἁγιορειτικά χειρόγραφα.
Ἡ «ἀπό κτίσεως κόσμου» χρονολόγηση συνεχίζεται στή λογία παράδοση τῶν
ἀθωνιτῶν κωδικογράφων καί στόν 17ο αἰώνα, παράλληλα πρός τήν χρονολόγηση
«ἀπό Χριστοῦ», πού εἶχε ἤδη καθιερωθεῖ.
Ἡ γνώση τοῦ ἑορτολογίου, ἡ μέτρηση τοῦ χρόνου στή διάρκεια τοῦ ἡμερονυκτίου,
ἀποτελοῦν βασικές προϋποθέσεις γιά τή θεία λατρεία, μέσα στόν ἁγιορείτικο ναό.
Ἡ ἀκρίβεια στίς «ὧρες» τῆς λατρείας ἀλλά καί τίς ὧρες τῆς ἐργασίας, τοῦ φαγητοῦ,
καί τῆς ἀνάπαυσης, εἶναι ἀπαραίτητη.
Τή βυζαντινή περίοδο, οἱ μοναχοί χρησιμοποιοῦσαν ἡλιακά ρολόγια καί
κλεψύδρες γιά νά δώσουν ρυθμό στά σήμαντρα καί τίς καμπάνες πού,
μέ τή σειρά τους, σηματοδοτοῦσαν τή ζωή τοῦ μοναστηριοῦ. Ἡ καθιέρωση
τοῦ μηχανικοῦ ρολογιοῦ ἀνάγεται στόν 14ο αἰώνα καί συνοδευόταν
μέ τήν ἀκρίβεια καί τήν ἀποτελεσματικότητα. Ὡστόσο, στόν Ἄθωνα τά
μεγάλα μηχανικά ρολόγια ἐμφανίζονται μόλις τόν 18ο αἰώνα.
Ἄς διαβάσουμε μία χαριτωμένη περιγραφή τοῦ ρολογιοῦ τῆς μονῆς Ἰβήρων,
ἀπό τόν ἱεροδιάκονο Ἰγνάτιο, στήν ἔκδοση τοῦΠροσκυνηταρίου τοῦ Ἰωάννη
Κομνηνοῦ (Βενετία 1745), μιά περιγραφή πού δέν ἀπέχει ἀπό τή σημερινή πραγματικότητα:
Κατά τήν δεξιάν ἄκραν εἰς τό παρεκκλήσιον τοῦ Ἁγίου Νικολάου, εἶναι συνημμένος
ἕνας πύργος καί ὑψηλός καί ἔντεχνος, μέσα εἰς τόν ὁποῖον εἶναι ἕνα ὡρολόγιον
θαυμασιώτατον μέ μίαν μεγάλην καμπάναν καί τέσσερας μικράς· ἀπό τάς ὁποίας ἡ
μέν μεγάλη, εἶναι διά τάς ὥρας· αἱ δέ μικραί διά τά κάρτα, καί εἰς κάθε κάρτον
ὁποῦ ἤθελαν κτυπήσει αὐταί, εἶναι ἀπέξω εἰς τόν τοῖχον τοῦ πύργου ἕτοιμος καί
ἕνας Ἀράπης ξύλινος, μέ ἕνα σφυρί εἰς τό δεξιόν χέρι, καί μέ ἕνα κόνδιον εἰς τό
ἀριστερόν, καί κτυπᾶ καί αὐτός εὐθύς ὁποῦ παύσουν ἐκεῖναι· πρᾶγμα ἀληθινά
τεχνικόν καί νόστιμον. Μέσα εἰς τοῦτον τόν πύργον εἶναι τά κελλία διωρισμένα
ἐπιταυτοῦ καί κάθηνται ἐκεῖνοι ὅπου ὑπηρετοῦν τόν Ναόν, διά νά εἶναι ἀποκάτω
ἀπό τό ὡρολόγιον, νά ἐπιτελοῦσι τά πάντα εἰς διωρισμένον καιρόν καί πρέποντα.
Ἕναν ἀνάλογο ξύλινο Ἀράπη βλέπουμε καί στόν πύργο τοῦ ρολογιοῦ τῆς μονῆ
ς Βατοπαιδίου. Τό 1745 ἡ μονή στέλνει στή Βενετία τόν ἱερομόναχο Ἀθανάσιο
ἐλέους χάριν καί βοηθείας, μέ τήν ἐντολή ὅπως ἀπό τά συναχθέντα χρήματα
νά προβλέψῃ ἕνα ὡρολόγιον σιδηρένιον μεγάλον ὡσάν ἐκεῖνα ὁποῦ συνηθίζουν
ἐδῶ (εἰς τήν Βενετίαν) νά βάνουσι εἰς τά καμπανέλλια, πολλά χρειαζόμενον διά τήν μονήν.
Ὅπως μάλιστα τεκμηριώνουν καί οἱ παραστάσεις ἄλλων ἁγιορειτικῶν μονῶν
σέ χαλκογραφίες τῆς ἐποχῆς, τό «ὡρολόγιον» ἀποτέλεσε σημαντικό στοιχεῖο
τοῦ μοναστηριακοῦ ἐξοπλισμοῦ καί κύρους.
Ἔξω ὅμως ἀπό τόν περίβολο μιᾶς μονῆς ἀλλά κοντά σ᾿ αὐτήν ἤ, ἀναφερόμενοι
σέ σκῆτες, κοντά στό Κυριακό, βρίσκεται τό Κοιμητήριο, χῶρος καί χρόνος ἐνδιάμεσος,
σέ ἀναμονή τῆς Δευτέρας Παρουσίας. Ὅπως καί στήν περίπτωση τοῦ «ὡρολογίου»,
ἡ θέση του σημειώνεται προσεκτικά στίς χαλκογραφίες. Τήν ἱερότητά του
καθιερώνει ναός καί ὁριοθετοῦν ὁ περίβολος καί οἱ σταυροί. Εἶναι ὁ χῶρος τῶν
«πλειόνων», τῆς ἀόρατης, τῆς θριαμβεύουσας Ἐκκλησίας. Ἐξόδιος ἀκολουθία,
μνημόσυνα, σαρανταλείτουργα, ἐλεημοσύνες, ἀφιερώματα, ὅλ᾿ αὐτά ὑπηρετοῦν
τή συλλογική μνήμη τῶν πατέρων, τήν ὑπέρβαση τοῦ φόβου τοῦ θανάτου,
πού εἶναι ὅριο τοῦ προσωπικοῦ χώρου καί χρόνου. Σέ ἀναμονή τῆς Ἀνάστασης...
Κάθε τόπος ἄσκησης στό Ἅγιον Ὄρος εἶναι ἕνας κόσμος ἔξω ἀπό τόν κόσμο.
Οἱ Ἁγιορεῖτες πατέρες ζοῦν κυρίως μέσα στό χρόνο τῆς θείας λατρείας καί τῆς ἱστορίας
τοῦ μοναστικοῦ σκηνώματος στό ὁποῖο ζοῦν· ἔχουν ἰδιαίτερα ἔντονη τή συνείδηση τῆς
συνέχειάς της. Οἱ νυχθήμερες ἀκολουθίες, οἱ ὁλονύκτιες ἀγρυπνίες, οἱ πανηγύρεις,
οἱ μέ ἰδιαίτερο τρόπο ἑορταζόμενες γιορτές τοῦ Δωδεκαημέρου καί κυρίως τοῦ Πάσχα,
μεταμορφώνουν τήν καθημερινότητα, κορυφώνουν μέ ἐντάσεις τή βίωσή της, ἀλλάζουν
τήν ποιότητα τοῦ χρόνου. Ἀνατρέπεται ὁ χρόνος καί ἀντί νά μᾶς ὁδηγήσει πρός τόν
θάνατο, πηγαίνει ἀντίστροφα πρός τήν ζωή, πρός Αὐτόν πού εἶναι «τό φῶς τοῦ κόσμου»
καί ὁ ὁποῖος εἶπε «ὁ ἀκολουθών μοι ἕξει τό φῶς τῆς ζωῆς». Γι᾿ αὐτό δέν μετροῦμε πλέον
τίς ἡμέρες ἀπό τό πρωΐ ὥς τό βράδυ, ἀλλά ἀρχίζει ἡ λειτουργική ἡμέρα ἀπό τόν ἑσπερινό
˙ ἀπό τό σκότος μᾶς ὁδηγεῖ πρός τό φῶς, μέσα στό φῶς τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ χρόνος εἶναι πολύτιμος, ἀλλά ὄχι λιγοστός, λένε οἱ Ἁγιορεῖτες μοναχοί.
Καί εἶναι λιγότερο σημαντικός ἀπό τόν καιρό, τόν κατάλληλο δηλαδή χρόνο˙ τήν
ἱερή στιγμή. Ζοῦν τό ἐδῶ καί τό τώρα, σέ ἕνα παρόν πού νά ἔχει τή γεύση τῶν
μελλόντων: θάνατος, ἀνάσταση, θέωση. Ὅ,τι κάνουν τή στιγμή αὐτή πρέπει νά
ἀντέχει νά δοκιμαστεῖ μπροστά σέ αὐτή τή μεγάλη καί πλατειά προοπτική τῆς αἰωνιότητας.
Οἱ μοναχοί ἔχουν τή δική τους ἀντίληψη τοῦ χρόνου. Κάθε ὥρα ἔχει τή δική της ποιότητα,
τή δική της γεύση μέσα στήν ἀένναη ἐναλλαγή προσευχῆς καί ἐργασίας. Ἡ ἀνατολή καί
ἡ δύση τοῦ ἥλιου, τό μεσημέρι καί τά μεσάνυχτα, τό φῶς καί τό σκοτάδι ἀποτελοῦν
ἱερές ὧρες, ξεχωριστές, ἀλλά καί συνδεδεμένες μεταξύ τους στόν καθημερινό κύκλο
τῆς θείας λατρείας. Εἶναι δύσκολο νά φαντασθεῖ κανείς πόσο πολύ χρόνο περιέχει
μία ἡμέρα στό Ἅγιον Ὄρος, ἄν δέν ἔχει ἐξοικειωθεῖ μέ τόν ἁγιορείτικο ρυθμό ζωῆς.
Καί ὅπως ἔχει γραφεῖ: «Στό Ἅγιον Ὄρος κινεῖται κανείς πρός τά ὅρια τοῦ χρόνου.
Ἐδῶ ἡ φλόγα πού καίει τό φιτίλι τοῦ χρόνου εἶναι πολύ μικρή. Λίγο ἀκόμα νά τό
τραβήξει κανείς καί θά ἀποδεσμευθεῖ ἀπό αὐτόν».
Γράφει ἕνας ξένος στοχαστής σέ ἔργο του μέ τίτλο, Τά σύνορα τοῦ Παραδείσου.
Σπουδή στό μοναχισμό:
Σέ κάθε ἐπισκέπτη πού μπαίνει γιά πρώτη φορά σ᾿ ἕνα μοναστήρι, ὁ χρόνος δίνει
τήν ἐντύπωση ὅτι στέκει ἀκίνητος. Ἄν κάποιος μείνει ἐκεῖ μιά ἑβδομάδα ἤ ἕνα μήνα,
τοῦ ἐπιβάλλεται διαφορετική κλίμακα καί σχῆμα χρόνου, στά ὁποῖα, στήν ἀρχή,
ἀνθίσταται σάν νά ἦταν σέ δεσμά. Ὅταν αὐτή ἡ νέα κλίμακα χρόνου γίνει
ἀποδεκτή, διαποτίζει τά κόκκαλα καί διεισδύει στό μυαλό. Δέν ἔχει καμμιά σχέση
μέ θάνατο ἤ αἰωνιότητα ἀλλά συνεπάγεται ἕναν γαλήνιο, ἀβίαστο, ἀπόλυτα
ἐπιβαλλόμενο ρυθμό. Αὐτή ἡ τόσο ἀδιατάρακτη ὅσο καί ρυθμική αἴσθηση τοῦ
χρόνου εἶναι ἡ μέγιστη διαφορά μεταξύ τῆς μοναχικῆς ζωῆς καί κάθε ἄλλης.
Πέρα ἀπό τόν ρυθμό τῶν ἡμερῶν, βαθύτερα βρίσκεται ὁ ρυθμός τῶν ἐποχῶν καί
τῶν ἑορτῶν. Τόν βασικό ρυθμό δίνει ἡ θεία λειτουργία, κυρίως ὅταν αὐτή γίνεται
κατά τίς νυκτερινές καί τίς πρῶτες πρωϊνές ὧρες...
Χρόνος καί ἁγιορειτική συνέχεια
Απόσπασμα απο το νέο βιβλίο του Παταπίου μοναχού Καυσοκαλυβίτου, "ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ Βηματίζοντας στον τόπο και την ιστορία του"/ΠΗΓΗ / ΑΝΤΙΓΡΑΦΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου