Μετά την θεραπεία του δαιμονισμένου στη χώρα των Γαδαρηνών, ο Ιησούς περνά με πλοιάριο στην αντίπερα όχθη της λίμνης, όπου τον περίμενε πλήθος κόσμου. ΄Ερχεται τότε ένας από τους αρχισυνάγωγους ονόματι Ιάειρος, ο οποίος «ιδών αυτόν πίπτει προς τους πόδας αυτού και παρεκάλει αυτόν πολλά, λέγων ότι το θυγάτριόν μου εσχάτως έχει, ίνα ελθών επιθείς αυτή τας χείρας, όπως σωθή και ζήσεται». Καθώς πορεύονταν προς το σπίτι του Ιαείρου, το πλήθος τον ακολουθούσε συνθλίβοντάς τον.
Μια γυναίκα που υπέφερε από αιμορραγία δώδεκα χρόνια και είχε δαπανήσει στους γιατρούς το βιος της χωρίς να δει ωφέλεια, πλησίασε από πίσω τον Ιησού και άγγιξε την άκρη του ενδύματός του. «Εάν άψωμαι καν του ιματίου αυτού, σωθήσομαι», αναλογίζεται μέσα της. Αμέσως η ρύση του αίματος σταματά και αισθάνεται να γιατρεύεται η ασθένειά της. Ο Ιησούς νιώθει να φεύγει δύναμη από πάνω του και στρεφόμενος γύρω του ρωτά: «Τις μου ήψατο των ιματίων; Και έλεγον αυτώ οι μαθηταί αυτού· βλέπεις τον όχλον συνθλίβοντά σε, και λέγεις τις μου ήψατο;».
Ο λογισμός της, «εάν άψωμαι καν του ιματίου αυτού…», είναι πιστεύω που δημιουργεί τη γέφυρα ανάμεσά τους, ενώ εκείνοι που τον συνθλίβουν ουσιαστικά βρίσκονται μακριά. Τούτος ο λογισμός στα βάθη του απογυμνωμένου από σκέψεις νου την οδηγεί σαν ένα άστρο μέσα στο σκοτάδι της ύπαρξής της.
Η κίνησή της, ν’ αγγίξει το κράσπεδο του ιματίου του Ιησού για να σωθεί από την μάστιγά της, συντελείται μέσα στη σιωπή. Δεν βλέπει τι συμβαίνει γύρω της. Δεν ακούει τη βοή του όχλου που συνωθείται γύρω απ’ τον Διδάσκαλο.
Η κίνησή της είναι κίνηση προσευχής. Εκείνη τη στιγμή η αιμορροούσα βρίσκεται ολόκληρη στο παρόν. Μέσα στο παρόν της απόγνωσής της. Της απόγνωσης που μας κάνει να στραφούμε προς τον Θεό ζητώντας βοήθεια, όπου μη υπολογίζοντας τον εαυτό μας, ολόκληρο το είναι μας μετατρέπεται σε προσδοκία και εμπιστοσύνη προς την θεότητα.
Ο δρόμος προς τον Χριστό παραμένει απάτητος, όχι γιατί δεν περνούν άλλοι, αλλά γιατί είναι δρόμος που δεν αφήνει ίχνη, έχοντας για τον κάθε πιστό τον χαρακτήρα μιας προσωπικής αποκάλυψης.
Ο Ιησούς το αντιλαμβάνεται από την δύναμη που φεύγει από πάνω του, χωρίς καν να έχει δει την γυναίκα. Το άγγιγμα και η ανταπόκριση γίνονται ακαριαία.
«Η δε γυνή φοβηθείσα και τρέμουσα, ειδυία ο γέγονεν επ’αυτή, ήλθεν και προσέπεσεν αυτώ και είπεν αυτώ πάσαν την αλήθειαν». Η γυναίκα γνωρίζοντας τι της συνέβη, τρέμει από τον φόβο της καθώς κατά το Λευιτικό (15, 24-25) θεωρείται ακάθαρτη που δεν επιτρέπεται να συγχρωτίζεται με ανθρώπους, και σαν τέτοιο λογαριάζει τον εαυτό της.
Όμως η εμπιστοσύνη της στο πρόσωπο του Ιησού ξεπερνά το στίγμα της, και τα εμπόδια που η αισχύνη έθετε ενώπιόν της. Μέσα στην αδυναμία της βρίσκει το θάρρος να τον πλησιάσει. Από τα βάθη της αδυναμίας της, που παραλύουν τον άνθρωπο, στρέφεται στο Θεό. Η αδυναμία μετατρέπεται σε δύναμη πίστεως. Εξ ου και ο λόγος που της απευθύνει ο Ιησούς, «θάρσει θύγατερ», λόγος που παρατίθεται στον Λουκά και τον Ματθαίο αλλά όχι στον Μάρκο, υπερβαίνει το γράμμα του νόμου, δίνοντας και πάλι στην γυναίκα την πραγματική της υπόσταση.
Πολλά είναι τα θαύματα του Ιησού που συμβαίνουν εκ του μακρόθεν, αλλά στις περιπτώσεις της θυγατέρας του Ιαείρου και της αιμορροούσης γυναικός η αφή παίζει πρωτεύοντα ρόλο. Δεν γεννά την πίστη η όραση αλλά η αφή. Δεν είναι το να δεις, αλλά να ψηλαφήσεις. Και ακολουθεί η ακοή. Τούτο υποδηλώνει μια ανατροπή των αισθήσεων, όπου η τελευταία αίσθηση, η αφή, καθίσταται πρώτη.
Ο αρχισυνάγωγος είναι βέβαιος ότι αν ο Διδάσκαλος την αγγίξει με το χέρι του η θυγατέρα του θα σωθεί, και η αιμορροούσα γυναίκα πιστεύει πως αν ψαύσει το ιμάτιό του θα γιατρευτεί. «Θύγατερ, η πίστη σου σέσωκέ σε», θα πει ο Ιησούς στην αιμορροούσα· και στον Ιάειρο, όταν τους πληροφορούν ότι η κόρη του ετελεύτησε, θα πει: «Μη φοβού, μόνον πίστευε».
Η έκφραση «μη φοβού» θυμίζει σκηνές από φανερώσεις αγγέλων και θεοφανειών και από την Παλαιά και από την Καινή Διαθήκη, υπογραμμίζοντας για μια ακόμη φορά την εμπιστοσύνη και την αγάπη που διέπει τη σχέση του άνθρωπου με τον Θεό, σε αντίθεση με τις εμφανίσεις των αρχαϊκών θεοτήτων. «Θάρσει θύγατερ», και «μη φοβού, μόνον πίστευε». Δύο εκφάνσεις που ανακαλούν το λόγιο του Ησαία (35, 3-4): «Ισχύσατε, χείρες ανειμέναι και γόνατα παραλελυμένα· παρακαλέσατε οι ολιγόψυχοι τη διανοία· ισχύσατε, μη φοβείσθε· ιδού ο Θεός ημών κρίσιν ανταποδίδοσιν και ανταποδώσει, αυτός ήξει και σώσει ημάς».
Και ενώ όλοι κλαίνε και οδύρονται λέγει: «Το παιδίον ουκ απέθανεν αλλά καθεύδει». Τούτο μας φέρνει στο νου το «ίνα ζωήν έχωσι και περισσόν έχωσι».
Για τον Ιησού δεν υπάρχει θάνατος, παρά μόνο ζωή και περίσσεια ζωής. Είναι η ζωή που δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τον θάνατο.
Αν τα θαύματα του Ιησού είχαν μαγικό χαρακτήρα, πολλοί θα ήταν εκείνοι που συνεπαρμένοι από τις μαγικές–θεραπευτικές του ικανότητες θα έσπευδαν να τον υπερασπιστούν όταν βάδιζε προς την σταύρωση. ΄
Όμως ούτε ένας δεν βρέθηκε να τον υπερασπιστεί. Τούτο καταδεικνύει την έλλειψη οποιασδήποτε μυθικής χροιάς που θα μπορούσαν να λάβουν τα θαύματα ως τέτοια. Μια τέτοια ακριβώς χροιά δεν θέλει και ο Ιησούς, επιμένοντας να μην γνωστοποιούνται, ενώ θα μπορούσε κάλλιστα να τα διαλαλεί, και μέσω αυτών να επιβάλλει την θεϊκή του προέλευση: «Και διεστείλατο αυτοίς πολλά ίνα μηδείς γνοι τούτο». ΄
Εδωσε αυστηρή παραγγελία στους γονείς της κόρης να μην το μάθει κανείς. Δεν λάβαινε απέναντι στους ανθρώπους μια εξουσιαστική στάση κυριαρχώντας με τα θαύματα, υπογραμμίζοντας την θεϊκή παντοδυναμία του, αλλά σαν μια προσέγγιση αγάπης του Θεού προς τον άνθρωπο. ΄
Ηθελε να αφυπνίσει τους ανθρώπους στην ύπαρξη της πραγματικής ζωής που υπέρκειται του θανάτου και της φθοράς. Θαύματα συνέβαιναν πολλά και στον παγανιστικό κόσμο.
Εδώ όμως η παντοδυναμία του Θεού συνδέεται με τον σταυρικό του θάνατο. Η θεϊκότητα του Ιησού δεν προκύπτει από την Σταύρωση αλλά αποτελεί προϋπόθεσή της. Δεν είναι αποτέλεσμα βίαιης άνωθεν επιβολής, αλλά άκρα ταπείνωση και άφατη κένωση από αγάπη και μόνο προς τους ανθρώπους. ΄Ετσι επιβεβαιώνεται ότι ο Θεός αγάπη εστί, και τούτη η πραγματικότητα υπερβαίνει τα πάντα.
«Τι θορυβείσθε και κλαίετε; Το παιδίον ουκ απέθανεν αλλά καθεύδει. Και κατεγέλων αυτού». Και οι παριστάμενοι τον περιγελούσαν. Εκείνος βγάζοντάς τους όλους έξω παρέλαβε τον πατέρα και την μητέρα και εισήλθαν εκεί που βρισκόταν το παιδί. Και πιάνοντας το χέρι του λέγει: «Ταλιθά κουμ», ήγουν, «η παις, εγείρου».
Και ευθύς η δωδεκάχρονη κόρη σηκώνεται και περπατά. Η φράση «ταλιθά κούμ», ανταποκρίνεται κατά κάποιο τρόπο στο «θάρσει θύγατερ». Εκφράσεις που αντικατοπτρίζουν αγάπη και βαθιά συμπόνια. Και ενώ οι παριστάμενοι στέκονταν κατάπληκτοι μπροστά σε μια κατάσταση που δεν είχε καμιά σχέση με ό,τι ήξεραν προηγουμένως, ο Ιησούς τους παραγγέλλει να της δώσουν να φάει, υπογραμμίζοντας την υλικότητα με την οποία συνδέεται η πνευματική ζωή προκειμένου να γίνει απτή και να υπάρξει.
«Και διεστείλατο αυτοίς πολλά ίνα μηδείς γνοι τούτο, και είπεν δοθήναι αυτή φαγείν».
πηγή: Αντίφωνο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου