Η ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ
Β΄.Ὁ ὑγιής ἄνθρωπος.
Ὑγιής
ἄνθρωπος,
σύμφωνα
μέ τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας,
εἶναι αὐτός πού ἔχει
τόν καρπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δηλ. ὁ
ἅγιος.
Ἡ
ὑγιής ψυχή εἶναι αὐτή πού ἔχει τόν
καρπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τότε ὁ
ἄνθρωπος γίνεται χαριτωμένος καί ζεῖ
πάνω ἀπό τό κακό. Ἄν δέν ἔχει ὁ ἄνθρωπος
τούς καρπούς αὐτούς φανερούς, δέν ἔχει
ψυχική ὑγεία. Νά τί ἔλεγε χαρακτηριστικά
ὁ Γέροντας: «Ἡ
ἀγάπη ἑλκύει τήν χάρι τοῦ Θεοῦ. Ὅταν
ἔλθει ἡ χάρις, ἔρχονται τά χαρίσματα
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. «Ὁ δέ καρπός τοῦ
Πνεύματος ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη,
μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη,
πίστις, πραότης, ἐγκράτεια» (Γαλ. 5,
22-23).
Αὐτά εἶναι πού πρέπει νά ἔχει μία
ὑγιής ψυχή ἐν Χριστῷ. Ὁ
ἄνθρωπος μέ τόν Χριστό γίνεται χαριτωμένος
καί ζεῖ ἔτσι πάνω ἀπ' τό κακό.
Τό
κακό γι' αὐτόν δέν ὑπάρχει.
Ὑπάρχει μόνο τό ἀγαθό, ὁ Θεός. Δέν
μπορεῖ νά ὑπάρχει κακό. Δηλαδή, ἐφόσον
ἔχει τό φῶς, δέν μπορεῖ νά ἔχει σκοτάδι.
Οὔτε μπορεῖ νά τόν καταλάβει τό σκοτάδι,
διότι ἔχει τό φῶς»1.
Ὁ
ὑγιής πνευματικά ἄνθρωπος ἔχει
τόν Θεῖο Ἔρωτα
ἐνῶ, παρατηρεῖ
διακριτικά ὁ Γέροντας,
νομίζει ὅτι δέν τόν ἔχει. Ὁ
Θεός δέν ἔχει κόρο, ἡ ἀγάπη στόν Χριστό
δέν χορταίνεται. Ὁ ἐράσμιος Γέρων ζοῦσε
αὐτήν τήν κατάσταση γιαυτό καί ἔλεγε:
«Ὁ
Χριστός εἶναι τό ἄκρον ἐφετόν, τό ἄκρον
ἐπιθυμητόν, δέν ὑπάρχει ἀνώτερο.
Ὅλα τά αἰσθητά ἔχουν κόρο, ἀλλά ὁ Θεός
δέν ἔχει κόρο. Αὐτός εἶναι τό πᾶν. Ὁ
Θεός εἶναι τό ἄκρον ἐφετόν. Καμιά ἄλλη
χαρά, κανένα ἄλλο κάλλος, τίποτα δέν
μπορεῖ νά παραβγεῖ μ' Αὐτόν. Τί ἄλλο
ἀπό τό ἀνώτατον; Ὁ ἔρωτας πρός τόν
Χριστό εἶναι κάτι ἄλλο. Δέν ἔχει τέλος,
δέν ἔχει χορτασμό. Δίνει ζωή, δίνει
σθένος, δίνει ὑγεία, δίνει, δίνει,
δίνει... Κι ὅσο δίνει, τόσο πιό πολύ ὁ
ἄνθρωπος θέλει νά ἐρωτεύεται. Ἐνῶ ὁ
ἀνθρώπινος ἔρωτας μπορεῖ νά φθείρει
τόν ἄνθρωπο, νά τόν τρελάνει.
Ὅταν ἀγαπήσομε τόν Χριστό, ὅλες οἱ
ἄλλες ἀγάπες ὑποχωροῦν. Οἱ ἄλλες
ἀγάπες ἔχουν κορεσμό. Ἡ ἀγάπη τοῦ
Χριστοῦ δέν ἔχει κορεσμό.
Ἡ σαρκική ἀγάπη ἔχει κορεσμό. Μετά
μπορεῖ ν' ἀρχίσει ἡ ζήλεια, ἡ γκρίνια,
μέχρι κι ὁ φόνος. Μπορεῖ νά μεταβληθεῖ
σέ μίσος. Ἡ ἐν Χριστῷ ἀγάπη δέν
ἀλλοιώνεται. Ἡ κοσμική ἀγάπη λίγο
διατηρεῖται καί σιγά σιγά σβήνει, ἐνῶ
ἡ θεία ἀγάπη ὁλοένα μεγαλώνει καί
βαθαίνει. Κάθε ἄλλος ἔρωτας μπορεῖ νά
φέρει τόν ἄνθρωπο σ' ἀπελπισία. Ὁ θεῖος
ἔρως, ὅμως, μᾶς ἀνεβάζει στή σφαίρα
τοῦ Θεοῦ, μᾶς χαρίζει γαλήνη, χαρά,
πληρότητα. Οἱ ἄλλες ἡδονές κουράζουν,
ἐνῶ αὐτή διαρκῶς δέν χορταίνεται.
Εἶναι μία ἡδονή ἀκόρεστος, πού δέν τήν
βαριέται κανείς ποτέ. Εἶναι τό ἄκρον
ἀγαθόν.Μόνο
σ' ἕνα σημεῖο σταματάει ὁ κορεσμός·
ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἑνωθεῖ μέ τόν Χριστό.
Ἀγαπάει, ἀγαπάει, ἀγαπάει κι ὅσο
ἀγαπάει, τόσο βλέπει ὅτι θέλει ἀκόμη
ν' ἀγαπήσει. Τό βλέπει ὅτι δέν ἔχει
ἑνωθεῖ, δέν ἔχει δοθεῖ στήν ἀγάπη τοῦ
Θεοῦ. Ἔχει συνεχῶς τήν ἔφεση, τήν
ἐπιθυμία, τή χαρά, γιά νά κατορθώσει νά
φθάσει στό ἄκρον ἐφετόν, στόν Χριστό.
Ὅλο νηστεύει κι ὅλο κάνει μετάνοιες
κι ὅλο προσεύχεται κι ὅμως ὅλο δέν
ἱκανοποιεῖται. Δέν τό καταλαβαίνει
ὅτι ἔφθασε ἤδη σ' αὐτή τήν ἀγάπη. Αὐτό
πού ἐπιθυμεῖ, δέν τό νοιώθει ὅτι τόν
γέμισε, ὅτι τό πῆρε, ὅτι τό αἰσθάνεται,
ὅτι τό ζεῖ. Αὐτό τό θεῖο ἔρωτα, αὐτή
τή θεία ἀγάπη λαχταροῦν καί ποθοῦν
ὅλοι οἱ ἀσκηταί. Μεθοῦν μέ τή θεία
μέθη. Μ΄ αὐτή τή θεία μέθη τό μέν σῶμα
μπορεῖ νά γηράσκει, νά παρέρχεται, τό
πνεῦμα, ὅμως, νεάζει καί ἀνθεῖ...Ναί
δέν χορταίνεται ἡ ἀγάπη στόν Χριστό.
Ὅσο
Τόν ἀγαπάεις, νομίζεις ὅτι δέν Τόν
ἀγαπάεις κι ὅλο θέλεις πιό πολύ νά Τόν
ἀγαπάεις.
Συγχρόνως, ὅμως, πλημμυρίζει ἡ ψυχή
σου ἀπ' τήν παρουσία Του καί τήν ἐν
Κυρίῳ χαρά τήν ἀναφαίρετο. Δέν
θέλεις τότε τίποτα νά ἐπιθυμήσεις»2.
Τότε
ὁ ἄνθρωπος ὄχι μόνο δέν ἐπιθυμεῖ
τίποτε ἄλλο, ἀλλά μισεῖ
καί τήν θέληση γιά ὁποιαδήποτε ἄλλη
ἐπιθυμία.
Δέν θέλει νά «θέλει» τίποτε, ἐκτός ἀπό
τό ἄκρον ἐφετόν τόν Χριστό.
Ὁ
ὑγιής πνευματικά ἄνθρωπος εἶναι αὐτός
πού βρῆκε
τόν Χριστό.
Ὁ ἄνθρωπος ἡσυχάζει, εἰρηνεύει, γεμίζει
τό ὑπαρξιακό του «κενό», θεραπεύεται
ἀπό τό συναίσθημα τῆς μοναξιᾶς, ὅταν
βρεῖ τόν Χριστό. Τότε ζεῖ ἐν ἀγαλλιάσει.
Ἔλεγε ὁ ἅγιος Γέροντας: «Ὅταν
βρεῖς τόν Χριστό, σοῦ ἀρκεῖ, δέν θέλεις
τίποτ' ἄλλο, ἡσυχάζεις. Γίνεσαι ἄλλος
ἄνθρωπος. Ζεῖς παντοῦ, ὅπου ὑπάρχει
ὁ Χριστός. Ζεῖς στά ἄστρα, στό ἄπειρο,
στόν οὐρανό μέ τούς ἀγγέλους, μέ τούς
ἁγίους, στή γῆ μέ τούς ἀνθρώπους, μέ
τά φυτά, μέ τά ζῶα, μέ ὅλους, μέ ὅλα.
Ὅπου ὑπάρχει ἡ ἀγάπη στόν Χριστό,
ἐξαφανίζεται ἡ μοναξιά. Εἶσαι εἰρηνικός,
χαρούμενος, γεμάτος. Οὔτε μελαγχολία,
οὔτε ἀρρώστια, οὔτε πίεση, οὔτε ἄγχος,
οὔτε κατήφεια, οὔτε κόλαση...Ὅποιος
ζεῖ μέσα του τόν Χριστό, ζεῖ πράγματα
πού δέν λέγονται· ἅγια καί ἱερά. Ζεῖ
ἐν ἀγαλλιάσει.
Αὐτά εἶναι ἀλήθεια. Τά ἔχουνε ζήσει
ἄνθρωποι, ἀσκητές στό Ἅγιον Ὄρος.
Συνεχῶς μέ
λαχτάρα ψιθυρίζουν τήν εὐχή: «Κύριε
Ἰησοῦ Χριστέ...»3.
Αἰσθάνεται
τότε ὁ ἄνθρωπος τόν Χριστό «ἐγκάτοικον»
καί σκιρτᾶ ἀπό ἀγαλλίαση. Ἀκούει τούς
στεναγμούς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό
Ὁποῖον προσεύχεται ἐντός του καί
εὐφραίνεται εὐφροσύνη ἄρρητη...
Ὁ
ὑγιής πνευματικά ἄνθρωπος εἶναι ὁ
θεούμενος.
Αὐτός βιώνει τήν διεύρυνση τῶν βιολογικῶν
καί ὀντολογικῶν του ὁρίων καί
δυνατοτήτων. Συγχρόνως δέχεται
τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ὁ
σεβαστός Γέροντας ἦταν ἕνας τέτοιος
θεραπευμένος, πνευματικά ὑγιής, ἄνθρωπος.
Ἔδωσε ἀπό τήν νεανική του ἡλικία τά
πάντα στόν ἀγῶνα γιά τήν κάθαρση, τόν
φωτισμό καί τήν θέωση. Γιαυτό καί τά
ἀνωτέρω τά ζοῦσε συνεχῶς, ὅπως
φανερώνουν μερικά χαρακτηριστικά σημεῖα
τοῦ βίου του:« Ἦταν ξημερώματα, ὁ
κεντρικός ναός τῶν Καυσοκαλυβίων, τό
Κυριακό, ἦταν ἀκόμη κλειστός. Ὁ μοναχός
Νικήτας (τό πρῶτο μοναχικό ὄνομα τοῦ
π. Πορφυρίου), ὅμως, περίμενε σέ μιά
γωνιά τοῦ προνάρθηκα νά κτυπήσουν οἱ
καμπάνες καί ν' ἀνοίξει ἡ ἐκκλησία.
Δεύτερος μπῆκε στόν προνάρθηκα ὁ
γερο-Δημᾶς, πρώην Ρῶσος ἀξιωματικός,
ἐνενηκοντούτης, ἀσκητής, κρυφός ἅγιος
καί, ἀφοῦ βεβαιώθηκε ὅτι δέν ἦταν
ἄλλος ἐκεῖ (δέν εἶδε τό μοναχό Νικήτα
πού ἦταν ἀπόμερα), ἄρχισε νά κάνει
στρωτές μετάνοιες καί νά προσεύχεται
μπροστά στήν κλειστή πόρτα τοῦ ναοῦ.
Ἡ
Θεία Χάρις
ξεχείλισε ἀπό τόν ὅσιο γερο-Δημᾶ καί
ἔλουσε
καί
κατεκάλυψε τόν ἕτοιμο νά τή δεχθεῖ
νεαρό Νικήτα.
Τά αἰσθήματά του δέν περιγράφονται.
Γεγονός εἶναι ὅτι μετά τή Θεία Λειτουργία
καί τή Θεία Κοινωνία του ὁ νεαρός μοναχός
Νικήτας αἰσθανόταν τέτοια αἰσθήματα,
ὥστε, πηγαίνοντας γιά τό καλύβι του,
σταμάτησε, ἄνοιξε τά χέρια του τεντωμένα
καί φώναζε δυνατά "Δόξα Σοι, ὁ Θεός.
Δόξα Σοι, ὁ Θεός. Δόξα Σοι, ὁ Θεός".Τήν
ἐπίσκεψη τῆς Χάριτος ἀκολούθησε μιά
ριζική
ἀλλαγή τῶν ψυχοσωματικῶν ιδιοτήτων
τοῦ νεαροῦ μοναχοῦ Νικήτα. Ἦταν ἡ
ἀλλοίωσις,
ἡ ἐκ τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου. Ἐνεδύθη
δύναμιν ἐξ ὕψους καί ἀπέκτησε χαρίσματα
ὑπερφυσικά.Πρῶτο σημεῖο ἦταν ὅτι
"διεῖδε"
ἀπό μεγάλη ἀπόσταση τούς Γέροντές του,
πού ἐπέστρεφαν ἀπό μακριά. Τούς "διεῖδε"
ἐκεῖ πού ἦσαν, ἐνῶ
ἀνθρωπίνως δέν ἦσαν ὁρατοί.
Αὐτό τό ἐξομολογήθηκε στόν
παπα-Παντελεήμονα, ὁ ὁποῖος τοῦ σύστησε
προσοχή καί σιωπή. Συμβουλές, πρός τίς
ὁποῖες συμμορφώθηκε, μέχρις ὅτου ἔλαβε
ἄλλη ἐντολή. Ἔπειτα ἀκολούθησαν καί
ἄλλα. Τά
αἰσθητήριά του
εὐαισθητοποιήθηκαν σέ ἀνυπέρβλητο
βαθμό καί οἱ ἀνθρώπινες δυνατότητές
του ἀναπτύχθηκαν στό ἔπακρο. Ἄκουε
καί γνώριζε τίς
φωνές τῶν πουλιῶν καί τῶν ζώων,
τόσο ὡς πρός τήν προέλευση ὅσο καί πρός
τό νόημά τους. Ὀσφραινόταν τίς εὐωδιές
ἀπό
μεγάλες ἀποστάσεις. Ἀναγνώριζε τά
ἀρώματα καί τή σύνθεσή τους. Διέκρινε
ἀπό πάρα πολύ μακριά τις εὐωδιές τῶν
λουλουδιῶν. "Ἔβλεπε",
ὅταν ὕστερα ἀπό ταπεινή προσευχή
ἐρχόταν στήν κατάλληλη κατάσταση, στά
βάθη τῆς γῆς καί στό χάος τοῦ οὐρανού,
νερά,
πετρώματα, πετρέλαια, ραδιενέργεια,
θαμμένα
ἀρχαῖα,
κρυμμένους τάφους, ρωγμές στά ἔγκατα
τῆς γῆς, ὑπόγειες πηγές,
χαμένες εἰκόνες, σκηνές
πού εἶχαν διαδραματισθεῖ αἰῶνες πρίν,
προσευχές πού εἶχαν ἀναπεμφθεῖ,
πνεύματα
ἀγαθά καί πονηρά, τήν
ψυχή
τήν ἴδια τό κάθε τι. Δοκίμαζε τό νερό
ἀπό τό βάθος τῆς γῆς καί μετροῦσε τά
ἀπρόσιτα. Ρωτοῦσε τά βράχια καί τοῦ
διηγόντουσαν τά παλαίσματα τῶν πρό
αὐτοῦ ἀσκητῶν. Κύτταζε καί θεράπευε.
Ἔψαυε καί ἰάτρευε. Ηὔχετο καί ἐγένοντο.
Ἀλλά ποτέ δέν διανοήθηκε νά χρησιμοποιήσει
τά χαρίσματα αὐτά τοῦ Θεοῦ γιά δικό
του ὄφελος. Ποτέ δέν παρακάλεσε νά γίνει
καλά ἀπό δική του ἀρρώστια. Ποτέ δέν
θέλησε νά κερδίσει κάτι ἀπό κάποια
γνώση πού τοῦ πρόσφερε ἡ Θεία Χάρη. Ἡ
διόρασή
του, ὅσες φορές ἐνεργοῦσε, τοῦ ἀποκάλυπτε
τά ἀπόκρυφα τῶν ἀνθρωπίνων διαλογισμῶν.
Μποροῦσε μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ νά βλέπει
τό παρελθόν
καί τό παρόν καί τό μέλλον ταυτόχρονα.
Ἐπιβεβαίωνε ὅτι ὁ Θεός εἶναι παντογνώστης
καί παντοδύναμος. Κατόπτευε καί ψηλαφοῦσε
τήν κτίση ἀπό τά ἄκρα τοῦ σύμπαντος
μέχρι τά βάθη τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς
καί ἱστορίας. Ἴσχυε γι' αὐτόν τό: "Ὁ
δέ πνευματικός ἀνακρίνει μέν πάντα,
αὐτός δέ ὑπ' οὐδενός ἀνακρίνεται"
(Α΄ Κορ. ιβ΄ 15). Ἡ ζωή μέσα στή Χάρη ὅμως
εἶναι ἕνα ἄγνωστο μυστήριο γιά μᾶς.
Καί κάθε ἐπιπλέον λέξις θά εἶναι αὐθάδης
ἐνασχόληση μέ θέματα πού ἀγνοοῦμε.
Αὐτά ὁ Γέροντας τά τόνιζε πάντοτε σέ
ὅλους ὅσοι ἀπέδιδαν τίς ἱκανότητές
του σέ ἄλλα αἴτια ἐκτός ἀπό τή Χάρη
τοῦ Θεοῦ. Ἔλεγε ἐπιγραμματικά καί
ξανάλεγε: "Δέν
εἶναι ἐπιστήμη, δέν εἶναι τέχνη, εἶναι
ΧΑΡΙΣ"»4.
Τά
ἀνωτέρω τά διηγεῖται καί ὁ ἴδιος ὡς
ἑξῆς: «Μετά
τό γεγονός μέ τόν Γερο-Δημᾶ ἄλλαξα
ἐντελῶς. Ἡ ζωή μου ὅλο χαρά καί
ἀγαλλίαση.
Ζοῦσα μές στ' ἄστρα, μές στό ἄπειρο,
στόν οὐρανό.
Πρῶτα δέν ἤμουν ἔτσι. Ἀπό τότε πού
αἰσθάνθηκα τήν χάρι τοῦ Θεοῦ, ὅλα τά
χαρίσματα πολλαπλασιάσθηκαν. Ἔγινα
ἔξυπνος.
Ἔμαθα τριαδικούς κανόνες, τόν Κανόνα
τοῦ Ἰησοῦ, ἄλλους κανόνες. Μόνο πού
τούς διαβάζανε καί τούς ψάλλανε στήν
ἐκκλησία, τούς μάθαινα ἀπ' ἔξω. Τό
Ψαλτῆρι τό ἔλεγα ἀπ' ἔξω.
Πρόσεχα κι ὁρισμένους ψαλμούς πού
ταιριάζανε τά λόγια τους νά μήν τούς
μπερδεύω. Ὄντως ἄλλαξα. «Ἔβλεπα» πολλά
πράγματα, ἀλλά δέν μιλοῦσα· δηλαδή δέν
εἶχα τό δικαίωμα νά τό πῶ, δέν εἶχα
«πληροφορία».
Ὅλα τά ἔβλεπα, ὅλα τά πρόσεχα, ὅλα τά
ἤξερα.
Ἀπ' τή χαρά μου δέν πατοῦσα στή γῆ. Τότε
ἄνοιξε ἡ μύτη μου καί μύριζα
τά πάντα, ἄνοιξαν τά μάτια μου, ἄνοιξαν
τ' αὐτιά μου. Ἀπό μακριά τά καταλάβαινα.
Τά ζῶα, τά πουλιά, τά ξεχώριζα ὅλα. Ἤξερα
τό κελάηδημα ἄν εἶναι κότσυφας, ἄν
εἶναι σπουργίτι, ἄν εἶναι σπίνος, ἄν
εἶναι ἀηδόνι, ἄν εἶναι κομπογιάννηδες,
ἄν εἶναι τσίχλες. Ὅλα τά πουλάκια τά
καταλάβαινα ἀπ' τή φωνή τους. Τή νύκτα,
ξημερώνοντας, χαιρόμουνα τή συναυλία
πού ἔκαναν τ' ἀηδόνια, τά κοτσύφια, ὅλα,
ὅλα...
Ἔγινα
ἄλλος, καινούργιος, διαφορετικός. Ὅ,τι
ἔβλεπα, τό ἔκανα προσευχή. Τό γύριζα
στόν ἑαυτό μου. Γιατί τό πουλί ψάλλει
καί δοξολογεῖ τόν Πλάστη; Ἤθελα νά τό
κάνω κι ἐγώ. Τό ἴδιο καί μέ τά λουλούδια.
Τά λουλούδια τά καταλάβαινα ἀπ' τίς
μυρωδιές καί τό ἄρωμά τους τό ἄκουγα
ἀπό μισή ὥρα μακριά. Παρατηροῦσα τά
χόρτα, τά δέντρα, τά νερά, τά βράχια. Ἄ!
μέ τά βράχια μιλοῦσα. Πόσα εἶχαν δεῖ
αὐτά! Τά ρωτοῦσα καί μοῦ λέγανε ὅλα
τά μυστικά τῶν Καυσοκαλυβίων. Κι ἐγώ
συγκινιόμουν καί κατανυγόμουν. Τά ἔβλεπα
ὅλα μέ τήν χάρι τοῦ Θεοῦ. Ἔβλεπα, ἀλλά
δέν μιλοῦσα.
Συχνά πήγαινα στό δάσος. Πολύ μ' ἐνθουσίαζε
νά περπατῶ ἀνάμεσα ἀπ' τίς πέτρες καί
τά σχοῖνα, τά μικρά καί τά μεγάλα
δέντρα»5.
Τά
γνωρίσματα τῆς Θείας Χάρης
εἶναι κοινά σέ ὅλους τούς βίους τῶν
ἁγίων. Ἀνάλογες
ἐμπειρίες καί καταστάσεις μέ αὐτές
τοῦ Γέροντος Πορφυρίου περιγράφει καί
σύγχρονος Ἁγιορείτης: «Ἀπό
τήν ἀρχή τῆς μοναχικῆς μου ζωῆς ζοῦσα
μιά ἥσυχη, καλή ζωή. Οἱ ἀκολουθίες στό
Μοναστῆρι καί ἡ Μυστηριακή ζωή μέ
θέρμαιναν, μέ ἀνέπαυαν. Αὐτό
μέχρι τήν ὥρα πού γεννήθηκε μέσα μου
κάτι ἄλλο, μέχρι τήν ὥρα πού ἀναπτύχθηκε
ἡ ἐσωτερική ζωή. Ξαφνικά αἰσθάνθηκα
ἕνα κάψιμο ἐσωτερικό, ἕνα κάψιμο θείας
ἀγάπης.
Ἡ
φυσική καί καλή ζωή πού ζοῦσα
μέχρι τότε, φαινόταν τώρα πολύ σκοτεινή,
χωρίς νόημα και περιεχόμενο. Ἄρχισα νά
βρίσκω τόν χῶρο τῆς καρδιᾶς, τό κέντρο
τῆς ὑπάρξεως, τόν εὐλογημένο ἐκεῖνο
χῶρο πού ἀνακαλύπτεται μέ τήν ἐν Χάριτι
ἄσκηση καί μέσα στόν ὁποῖο ἀποκαλύπτεται
ὁ Ἴδιος ὁ Θεός. Αὐτή ἡ καρδιά εἶναι
τό πρόσωπο, γιατί πρόσωπο εἶναι «ὁ
κρυπτός τῆς καρδίας ἄνθρωπος ἐν τῷ
ἀφθάρτῳ τοῦ πνεύματος... ὅ ἐστίν
ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ πολυτελές» (Α' Πέτρου
γ' 4). Μέχρι τότε διάβαζα αὐτά στά βιβλία,
τώρα τά ἔβλεπα στήν πραγματικότητα.
Ἔνοιωθα αὐτό πού λέγει ὁ Ἀββᾶς Παμβώ
«εἰ ἔχεις καρδίαν δύνασαι σωθῆναι»,
αὐτό πού λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ
Θεολόγος «Θεός θεοῖς ἑνούμενός τε καί
γνωριζόμενος ἐν καρδίᾳ» καί ὁ Ἀπόστολος
Παῦλος «ὅς ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις
ἡμῶν». Ἡ καρδιά πού εἶναι τά ἅγια τῶν
ἁγίων «τῆς μυστικῆς ἑνώσεως Θεοῦ καί
ἀνθρώπου, αὐτῆς τῆς ἐνυποστάτου δι'
Ἁγίου Πνεύματος ἐλλάμψεως» ἀνακαλύφθηκε.
Αἰσθανόμουν
τήν καρδιά σάν Ναό μέσα στόν ὁποῖο
λειτουργοῦσε ὁ
ἀληθινός Ἱερεύς τῆς Θείας Χάριτος.
Παράλληλα
μέ
τόν κτύπο τοῦ σαρκικοῦ ὀργάνου τῆς
καρδίας ἀκουγόταν καί ἕνας ἄλλος
κτύπος βαθύτερος καί γρηγορότερος.
Αὐτός ὁ κτύπος συντονιζόταν μέ τήν
εὐχή τοῦ Ἰησοῦ. Ἤ μᾶλλον ἡ ἴδια ἡ
καρδιά ἔλεγε τήν εὐχή.
Ὅλη αὐτή ἡ κατάσταση συνδεόταν μέ
μερικά χαρακτηριστικά.
Ἀναπτύχθηκε
μιά ἐρωτική
κοινωνία μέ τόν Θεό.
Τότε καταλάβαινα γιατί οἱ Πατέρες
ὀνόμαζαν
τόν Θεό ἔρωτα. «Ὁ Θεός ἔρως ἐστί καί
ἐραστόν»
(Ἁγ. Μάξιμος
ὁ Ὁμολογητής) καί
«ὁ ἐμός ἔρως ἐσταύρωται»
(ἅγ. Ἰγνάτιος Θεοφόρος). Κάθε μέρα
αἰσθανόμουν τήν περίπτυξη τοῦ Θεοῦ.
Αὐτή ἡ
ἀγάπη ἐκεῖνο τόν καιρό μέ εἶχε
τρελλάνει. Ὁ Θεός βιωνόταν ὡς ἐλεήμων,
ὡς γλύκα και γλυκασμός. Ἄναψε μέσα στήν
καρδιά μου τό εὐλογημένο πῦρ, πού ἔκαιγε
τά πάθη καί δημιουργοῦσε ἀνέκφραστη
πνευματική ἡδονή.
Ἀναζητοῦσα
ἡσυχία,
σκοτάδι, ἡρεμία ἐξωτερική. Τά μικρά
κελλιά, οἱ τρύπες τῶν βράχων, ὁ ἀνοιχτός
ὁρίζοντας τῆς φύσεως, τά σκοτεινά μέρη
μέ δέχονταν σάν φιλοξενούμενο. Τήν νύκτα
ἔβγαινα στίς ἐρημιές τοῦ Ἄθωνα. Μαγεία!
Εὐλογία! Μέθη!
Στήν μοναξιά καί στήν πολυκοσμία, στήν
ἔρημο καί στά κοινόβια ζοῦσα τήν
παρουσία τοῦ Θεοῦ, τήν θεία περίπτυξη.
Ἀναπτύχθηκαν τότε ἄλλες αἰσθήσεις,
αἰσθήσεις πνευματικές, ἡ νοερά αἴσθηση,
ἡ νοερά ὅραση και ἀκοή. Ὅλος ὁ νοῦς
ἦταν συγκεντρωμένος μέσα στό βάθος τῆς
καρδιᾶς καί ἄκουγε ἐν ἀκορέστῳ
γλυκασμῷ τήν εὐχή πού λεγόταν μέσα
ἐκεῖ. Ὅλος ὁ ἐσωτερικός κόσμος
ἑνοποιημένος. Ὅλα ἔδειχναν ὅτι
γεννήθηκε ἕνας καινούργιος ἄνθρωπος,
ἕνας καινούργιος κόσμος καί μιά καινή
ζωή. Μιά θερμότητα ἔκαιγε τά πάντα.
«Οὐχί ἡ καρδία ἡμῶν καιομένη ἦν ἐν
ἡμῖν ὡς ἐλάλει ἡμῖν ἐν τῇ ὁδῷ...;».
Ἡ
αἴσθηση τῶν μαθητῶν αὐτῶν ὑπῆρξε
δική μου βίωση. Αἰσθανόμουν καλά τόν
λόγο τοῦ Χριστοῦ: «πῦρ ἦλθον βαλεῖν
ἐπί τήν γῆν καί τί θέλω εἰ ἤδη ἀνήφθη;».
Καί τόν λόγον ὅτι ὁ Θεός «πῦρ ἐστί
καταναλίσκον». Ἄλλοτε αὐτή ἡ θέρμη
καί αὐτή ἡ φωτιά μετατρεπόταν σέ πληγή
βαθειά. Αἰσθανόμουν ὅτι αὐτή ἡ θερμότητα
ἀναγεννοῦσε τήν ὕπαρξή μου, πρῶτα τήν
ψυχή καί μετά ἐπεκτεινόταν καί στό
σῶμα.
Ἡ
αἴσθηση ὅτι τώρα γεννήθηκα σέ ἄλλον
κόσμο ἦταν διαρκής. Χοροπηδοῦσα
σάν μικρό παιδί. Ἀκόμη
ὑπῆρξαν μερικές φορές πού ἔνοιωσα καί
τήν σάρκα μου σάν μικροῦ παιδιοῦ, πού
μόλις βγῆκε ἀπό τήν μήτρα τῆς μάνας
του. Αὐτό δημιουργοῦσε βαθύτατη εἰρήνη
λογισμῶν. Ὁ νοῦς καθαριζόμενος διαρκῶς
ἀπέβαλε ὅλα τά ξένα στοιχεῖα τά ὁποῖα
σάν λέπια τόν ἐκάλυπταν. Γινόταν ἔτσι
ἐλαφρός καί πάντοτε εὕρισκε καταφύγιο
στήν καρδιά. Ἐκεῖ παρέμεινε καί
εὐφραινόταν πνευματικά.
Ἐκεῖ μερικές φορές ἄκουγε καί τήν φωνή
τοῦ Θεοῦ, πού ἦταν πολύ συνταρακτική
καί δημιουργοῦσε πηγές δακρύων.
Ἡ γνωριμία μέ τόν Θεό ἦταν προσωπική.
Ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ πραγματικό γεγονός.
Μερικές
φορές βυθιζόμουν σέ βαθειά μετάνοια. Ὁ
νοῦς μπαίνοντας στήν
καρδιά ἐν Χάριτι ἔβλεπε τό σκοτάδι,
τήν βρωμιά τῆς ψυχῆς καί ὅλη ἡ ὕπαρξη
ξεχυνόταν σέ καυτά δάκρυα. Ἔκλαιγε ἡ
καρδιά. Τά δάκρυα τῆς καρδιᾶς ξεχύνονταν
ἐπάνω της καί τήν ξέπλεναν ἀπό τήν
ἁμαρτία. Παράλληλα ἄνοιγαν καί τά μάτια
καί γίνονταν πηγές δακρύων. Ἄλλοτε
ἔκλαιγε μόνον ἡ καρδιά καί ἄλλοτε καί
τό σῶμα. Θρῆνος βαθύς ἀπό τήν ἀποκάλυψη
τῆς ἀσωτίας... Κλάμα πολύ, ἀλλά ὄχι μέ
ἀπελπισία. Ἦταν συνδεδεμένο μέ τήν
αἴσθηση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.
Ἐκεῖνο
τόν καιρό ὅλα ἦταν ὡραῖα. Ἡ λέξη ὡραῖα
δέν ἔχει σχέση μέ τήν αἰσθητική, ἀλλά
μέ τήν ὀντολογική πραγματικότητα.
Ἔβλεπα
τούς λόγους τῶν ὄντων σέ ὅλη τήν
δημιουργία.
Καί αὐτό προξενοῦσε ἄρρητη εὐφροσύνη.
Ὅλα ἐξέφραζαν τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἡ
ἀνάγνωση τῆς Γραφῆς ἔτρεφε τήν καρδιά.
Οἱ
λέξεις δέν πήγαιναν στήν λογική, ἀλλά
εἰσχωροῦσαν στήν καρδιά καί τήν
ζωογονοῦσαν. Ὅπως τό μωρό ρουφᾶ τό
γάλα ἀπό τόν μαστό τῆς μάνας του καί
τρέφεται, ἔτσι αἰσθανόταν ἡ
καρδιά· τρεφόταν ἀπό τό λόγο τοῦ Θεοῦ.
Γινόταν μετάγγιση αἵματος. Τά βιβλία
τῶν Πατέρων τά διάβαζα μέ ἄλλο πρίσμα.
Γνωστά κείμενα τότε τά ἔβλεπα διαφορετικά.
Σάν νά εἶχα ἀποκτήσει καινούργια μάτια
καί σάν νά εἶχα μάθει καινούργια γλῶσσα.
Αἰσθανόμουν συγγενής πνευματικά μέ
τούς Πατέρας. Ὅμως τίς πιό πολλές φορές
δέν ἤθελα νά διαβάζω ἀκόμη καί βιβλία
πατερικά. Σάν νά σταματοῦσαν τήν
προσωπική ἐπικοινωνία μέ τόν ἐράσμιο
Νυμφίο, σάν νά διέκοπταν τή ζωντανή
ἐπικοινωνία μέ τόν Δημιουργό τοῦ
παντός.
Τά
πάθη δέν ἐνεργοῦσαν τότε.
Ἔνοιωθα ὄχι ἠθικές ἀναστολές, ἀλλά
τήν ἀναγέννηση μου. Ἤμουν τόσο μεθυσμένος,
ὥστε δέν μέ ἐνδιέφερε ἀπολύτως τίποτε.
Ὑπῆρχε μέσα μου μιά ἀκατάσχετη ἀναζήτηση
καί ἐπιθυμία νά μή μέ ἀγαποῦν οἱ
ἄνθρωποι καί μάλιστα νά μέ περιφρονοῦν.
Ἀφοῦ εἶχα τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, δέν μέ
ἐνδιέφερε τίποτε ἄλλο.
Ζοῦσα μιά ἐρωτική ζωή, ζωή δακρύων...
Ἡ μόνη ἀπασχόληση
ἐγώ καί ὁ Θεός. Ζητοῦσα τήν μοναξιά
πού ἦταν κοινωνία. «Ἐνώπιος Ἐνωπίω»,
«πρόσωπον πρός Πρόσωπον». Ἀλλά καί ὅταν
εὑρισκόμουν σέ πολυκοσμία ἡ ἐσωτερική
φωνή ἦταν ἰσχυρότερη. Καί ὅταν κατά
τήν διάρκεια ἀκολουθίας ὁ Γέροντας μέ
ἔβαζε νά ψάλλω, ἐγώ συγχρόνως ἄκουγα
καί αὐτήν τήν ἐσωτερική φωνή τῆς
καρδιᾶς νά ἐπαναλαμβάνη τήν εὐχή πού
ἔγινε τό ἐντρύφημά μου.
Αὐτή
ἡ
κατάσταση κράτησε περίπου τέσσερα
χρόνια. Μέρα-νύχτα ἔλεγα τήν εὐχή. Καί
τήν
ὥρα πού κοιμόμουν ἡ καρδιά προσευχόταν.
Τήν ἄκουγα καθαρά νά ἀδολεσχῆ μέ τόν
Θεό.
Ὅποιος
θέλει νά διαπίστωση ἄν ὑπάρχη Θεός, ἄς
δοκιμάση. Θά συνάντηση ἕνα ζωντανό Θεό!
Ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ μέ ἀξίωσε ἐμένα τό
ἔκτρωμα ὅλου τοῦ κόσμου νά ἀποκτήσω
μιά μικρή σταγόνα γνώσεως Θεοῦ»6. Παρατηροῦμε
ὅτι
οἱ
ἐμπειρίες
τῶν
δύο
ἀσκητῶν,
τοῦ
Γέροντος
Πορφυρίου
καί
τοῦ
σύγχρονου
Ἁγιορείτη,
εἶναι
κοινές,
ἀφοῦ
τίς
ἐνεργεῖ
τό
ἴδιο
Πνεῦμα,
δηλ.
τό
Ἅγιο
Πνεῦμα.
Ὁ
ὑγιής πνευματικά ἄνθρωπος ἀγαπάει
ἀνιδιοτελῶς τόν Θεό καί τούς ἄλλους.
Εἶναι ὁ ἀπόλυτα ἰσορροπημένος
ἄνθρωπος.
Ὁ
Χριστός μας εἶναι ἡ Ἀγάπη καί ἡ Ζωή.
Κίνηση ἐνάντια στήν Ἀγάπη εἶναι κίνηση
ἐνάντια στή Ζωή. Ὁ ἄνθρωπος πού δέν
ἀγαπάει σωστά τόν Θεό καί τούς ἄλλους,
αὐτός βρίσκεται στήν ἀνισορροπία καί
τόν πνευματικό θάνατο. Ὅποιος ἀγαπάει,
Ζεῖ ἰσορροπημένα καί ἀληθινά.
Ἔλεγε
ὁ Γέροντας ὅτι ἰσορροπημένος εἶναι
ὀ ἄνθρωπος πού ἀγαπάει ἀνιδιοτελῶς.
Αὐτόν τόν ἀγαποῦν καί οἱ ἄλλοι. Τό
μυστικό γιά νά μᾶς ἀγαποῦν εἶναι,
ἐμεῖς νά ἀγαπᾶμε. Θά νιώθομε ὅτι ὅλοι
μᾶς ἀγαποῦν, ὅταν θά ἀγαπήσουμε ὅλους
τούς ἀνθρώπους μυστικά, ἀνιδιοτελῶς,
θυσιαστικά, χωρίς νά ζητοῦμε ἀνταπόδοση.
Τότε ἰσορροποῦμε πραγματικά. Νά πῶς
τό ἔλεγε ἀκριβῶς ὁ ἐράσμιος Γέροντας
τῆς διπλῆς ἀγάπης: «Ἕνα
εἶναι το ζητούμενο στή ζωή μας, ἡ ἀγάπη,
ἡ λατρεία στόν Χριστό καί ἡ ἀγάπη στούς
συνανθρώπους μας. Νά
εἴμαστε ὅλοι ἕνα μέ κεφαλή τόν Χριστό.
Ἔτσι μόνο θ΄ ἀποκτήσουμε τήν χάρι, τόν
οὐρανό, τήν αἰώνια ζωή. Ἡ ἀγάπη πρός
τόν ἀδελφό καλλιεργεῖ τήν ἀγάπη πρός
τόν Θεό.
Εἴμαστε εὐτυχισμένοι, ὅταν ἀγαπήσουμε
ὅλους τούς ἀνθρώπους μυστικά. Θά
νιώθουμε τότε ὅτι ὅλοι μᾶς ἀγαποῦν.
Κανείς δέν μπορεῖ νά φτάσει στόν Θεό,
ἄν δέν περάσει ἀπ΄ τούς ἀνθρώπους.
Γιατί, “ὁ μή ἀγαπῶν τόν ἀδελφόν αὐτοῦ,
ὅν ἑώρακε, τόν Θεόν, ὅν οὐχ ἑώρακε,
πῶς δύναται ἀγαπᾶν;” Ν΄
ἀγαπᾶμε, νά θυσιαζόμαστε γιά ὅλους
ἀνιδιοτελῶς, χωρίς νά ζητᾶμε ἀνταπόδοση.
Τότε ἰσορροπεῖ ὁ ἄνθρωπος.
Μιά ἀγάπη πού ζητάει ἀνταπόδοση εἶναι
ἰδιοτελής. Δέν εἶναι γνήσια, καθαρή,
ἀκραιφνής...»7.
συνεχίζεται...
1
Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου,
Βίος
καί Λόγοι,
σελ. 208-209.
2
Ὅ. π. σελ. 221-222.
3
Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου,
Βίος
καί Λόγοι
σελ. 219-220.
4http://www.porphyrios.net/GREEK/BIOS/xaritosis.html.
5
Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου,
Βίος
καί Λόγοι,
σελ. 84-85.
6http://clubs.pathfinder.gr/getfile.php?file=47&folder=46610.
Ἀρχιμ. Ἱεροθέου Βλάχου, Τό
μυστήριο τῆς παιδείας τοῦ Θεοῦ,
Ἱερά Μονή Γενεθλἰου τῆς Θεοτόκου, Γ΄
ἔκδοση, 1991.
7
Γέροντος
Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί
Λόγοι, Β΄
ἔκδοση, Χανιά 2003, σελ. 381.
Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης
Ἀπόσπασμα ἀπό τή μελέτη: Ἡ ἀνθρωπολογία τοῦ Γέροντος Πορφυρίου τοῦ Ἁγιορείτου
Πηγή εἰκόνας: Ἱ. Ἡσ. Ἀνάστασις Χριστοῦ-Ἐμμαούς, Ἅγ. Βασίλειος Λαγκαδᾶ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου