Έλπίς μου ὁ Πατήρ, καταφυγή μου ὁ Υἱός, Σκέπη μου τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. Τριὰς Ἁγία, δόξα Σοι.

Δεῦτε ἀπὸ θέας Γυναῖκες εὐαγγελίστριαι, καὶ τῇ Σιὼν εἴπατε· Δέχου παρ΄ ἡμῶν Χαρᾶς Εὐαγγέλια, Τῆς Ἀναστάσεως Χριστοῦ. Τέρπου, χόρευε, καὶ ἀγάλλου Ἱερουσαλήμ, τὸν Βασιλέα Χριστόν, θεασαμένη ἐκ τοῦ μνήματος, ὡς Νυμφίον προερχόμενον.


Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2013

Υπάρχει Ανάσταση των νεκρών;

100_3763


         Η αποστασία από την Ορθόδοξη Πίστη έχει αρχίσει να γιγαντώνεται. Έπληξε την διάνοια, την καρδιά και την ψυχή του σύγχρονου χριστιανού και έχει άμεσο αντίκτυπο στον τρόπο ζωής του, ο οποίος είναι εν πολλοίς, αποτυχημένος, παθολογικός, παράλογος! Σύμφωνα με τη διδασκαλία του Καθηγητού της ερήμου, Αγίου Αντωνίου, οι άνθρωποι λέγονται καταχρηστικά λογικοί. Διότι λογικοί δεν είναι αυτοί που έμαθαν τους λόγους και τα βιβλία των παλιών σοφών, αλλά αυτοί που έχουν λογική ψυχή και μπορούν να διακρίνουν τι είναι καλό και τι είναι κακό και αποφεύγουν όσα είναι πονηρά και βλαβερά για την ψυχή, ενώ με ζήλο και προθυμία δίνουν προσοχή σε όσα είναι καλά και ωφέλιμα γι’ αυτήν, και τα εφαρμόζουν με πολλή ευχαριστία στον Θεό. Μόνο αυτοί πρέπει να λέγονται λογικοί άνθρωποι1 .
Στην εποχή όμως της λογικής του παραλογισμού, οι αλήθειες της Πίστεως περνούν από το κόσκινο του ορθολογισμού, το οποίο κοσκινίζει το στάρι και κρατά την ήρα. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα απιστίας, είναι η  μη παραδοχή της αναστάσεως των νεκρών από κάποιους οι οποίοι θέλουν να λέγονται χριστιανοί. Πιστεύουν ότι πρόκειται περί παραμυθιού, περί μιας ιστορίας για γραφικούς και ρομαντικούς τύπους. Πιστεύουν ότι η παρούσα ζωή σταματά στον τάφο και ότι πέραν αυτού δεν υπάρχει τίποτα, παρά μόνο η ανυπαρξία.
«Οι απομακρυσμένοι άνθρωποι από τον Θεό», έλεγε με πόνο καρδιάς, ο γέρων Παΐσιος, ο σύγχρονος αγιορείτης άγιος, «πάντα απαρηγόρητοι βρίσκονται και διπλά βασανίζονται. Όποιος δεν πιστεύει στον Θεό και στην μέλλουσα ζωή, εκτός που μένει απαρηγόρητος, καταδικάζει και την ψυχή του αιώνια… Ο κόσμος θέλει να αμαρτάνη και θέλει τον Θεό καλό. Αυτός να μας συγχωράη και εμείς να αμαρτάνουμε. Εμείς δηλαδή να κάνουμε ό,τι θέλουμε και Εκείνος να μας συγχωράη. Να μας συγχωράη συνέχεια και εμείς το βιολί μας. Οι άνθρωποι δεν πιστεύουν, γι’ αυτό ορμούν στην αμαρτία. Όλο το κακό από  ’κει ξεκινάει, από την απιστία. Δεν πιστεύουν στην άλλη ζωή, οπότε δεν υπολογίζουν τίποτε. Αδικούν, εγκαταλείπουν τα παιδιά τους… Γίνονται πράγματα…, σοβαρές αμαρτίες… Αν δεν μετανοήσουν οι άνθρωποι, αν δεν επιστρέψουν στον Θεό, χάνουν την αιώνια ζωή. Πρέπει να βοηθηθή ο άνθρωπος να νιώση το βαθύτερο νόημα της ζωής, να συνέλθη, για να νιώση την θεία παρηγοριά. Σκοπός είναι να ανεβή πνευματικά ο άνθρωπος, όχι απλώς να μην αμαρτάνη»2.
Ας εξετάσουμε, όμως τα πράγματα, μέσα από το Ορθόδοξο πρίσμα, όπως δηλαδή αρμόζει σε τέτοια σοβαρά θέματα Πίστεως. Ας δούμε τι λένε οι Απόστολοι για το μείζον αυτό γεγονός, τι βεβαιώνει ο ίδιος ο Χριστός με το αδιάψευστό Του στόμα.
          «Όσο δε για την ανάσταση των νεκρών», λέει ο Κύριός μας, «δεν διαβάσατε τι σας λέει ο ίδιος ο Θεός; ‘‘Εγώ είμαι ο Θεός του Αβραάμ και ο Θεός του Ισαάκ και ο Θεός του Ιακώβ’’. Ο Θεός δεν είναι θεός νεκρών, αλλά ζωντανών»3.
          «Και το θέλημα εκείνου που μ’ έστειλε (του Πατέρα) είναι να μη χαθεί κανένας απ’ όσους μου έχει δώσει, αλλά όλους να τους αναστήσω την εσχάτη ημέρα. Το θέλημα εκείνου που με έστειλε είναι τούτο: Όποιος παραδέχεται τον Υιό και πιστεύει σ’ αυτόν, να αποκτήσει αιώνια ζωή· κι εγώ θα τον αναστήσω την έσχατη ημέρα»4.
          «Κι ο Ιησούς τους είπε: ‘‘Σας βεβαιώνω: αν δε φάτε τη σάρκα του Υιού του Ανθρώπου και δεν πιείτε το αίμα του (τη Θεία Κοινωνία), δεν έχετε μέσα σας τη ζωή. Αυτός που τρώει τη σάρκα μου και πίνει το αίμα μου  έχει ζωή παντοτινή, κι εγώ θα τον αναστήσω την έσχατη ημέρα. Γιατί η σάρκα μου είναι αληθινή τροφή και το αίμα μου αληθινό ποτό. Εκείνος που τρώει τη σάρκα μου και πίνει το αίμα μου είναι ενωμένος μαζί μου, κι εγώ μ’ αυτόν»5.
          Ας ακούσουμε και έναν εκ των Αποστόλων, τον Απόστολο των Εθνών Παύλο, ο οποίος για το γεγονός της Αναστάσεως και την αγάπη του Χριστού, κοπίασε πολύ, φυλακίστηκε πολλές φορές, χτυπήθηκε με υπερβολική αγριότητα, κινδύνεψε να θανατωθεί, μαστιγώθηκε, ραβδίστηκε, λιθοβολίστηκε, ναυάγησε,… πείνασε, δίψασε, ξεπάγιασε6 και τελικά έδωσε την ίδια τη ζωή του! «Αν όμως, κηρύττουμε ότι ο Χριστός έχει αναστηθεί, πως μερικοί ανάμεσά σας ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει ανάσταση νεκρών; Αν δεν υπάρχει ανάσταση νεκρών, τότε ούτε ο Χριστός έχει αναστηθεί. Και αν ο Χριστός δεν έχει αναστηθεί, τότε το κήρυγμά μας είναι χωρίς νόημα, το ίδιο και η πίστη σας. Κι ακόμα παρουσιαζόμαστε ψευδομάρτυρες απέναντι στον Θεό, αφού είπαμε γι’ αυτόν ότι ανέστησε τον Χριστό ενώ δεν τον ανέστησε, αν βέβαια δεχτεί κανείς πως οι νεκροί δεν ανασταίνονται. Γιατί αν οι νεκροί δεν ανασταίνονται, τότε ούτε ο Χριστός έχει αναστηθεί. Κι αν ο Χριστός δεν έχει αναστηθεί, η πίστη σας είναι χωρίς περιεχόμενο· ζείτε ακόμα μέσα στις αμαρτίες σας. Πρέπει επίσης να συμπεράνει κανείς ότι και οι χριστιανοί που πέθαναν έχουν χαθεί. Αν οι χριστιανική ελπίδα μας περιορίζεται μόνο σ’ αυτή την ζωή, τότε είμαστε οι πιο αξιοθρήνητοι απ’ όλους τους ανθρώπους.
          Η αλήθεια όμως είναι ότι ο Χριστός έχει αναστηθεί, κάνοντας την αρχή για την ανάσταση όλων των νεκρών. Γιατί, όπως ο θάνατος ήρθε στον κόσμο από έναν άνθρωπο, έτσι από έναν άνθρωπο ήρθε και η ανάσταση των νεκρών…», και εάν δεν υπάρχει ανάσταση των νεκρών, τότε «κι εμείς οι ίδιοι, γιατί να κινδυνεύουμε τη ζωή μας κάθε στιγμή; …Αν ήταν ανθρώπινα τα κίνητρα της πάλης μου με τα θηρία στην Έφεσο, ποιο ήταν το κέρδος μου; Αν οι νεκροί δεν πρόκειται ν’αναστηθούν, τότε, όπως λέγεται, ‘‘φάγωμεν και πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκομεν’’.
          Μην παρασύρεστε σε πλάνες! ‘‘Οι κακές συναναστροφές καταστρέφουν τον καλό χαρακτήρα’’. Συνέλθετε, ξαναγυρίστε στο σωστό και πάψτε να αμαρτάνετε. Θα σας πω κάτι για να σας κάνω να ντραπείτε: μερικοί από σας δεν γνωρίζουν τον Θεό» ! 7
          Το ερώτημα όμως, εάν υπάρχει ανάσταση νεκρών, απαντά και ο άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς: «…Οι νεκροί ήδη αναστήθηκαν! Αυτό είναι σημα­ντικό. Το ισχυρίστηκαν οι απόστολοι του Χριστού την πεντηκοστή ημέρα μετά το θάνατο του Δασκάλου τους…
      Τη φλογερή γλώσσα έλαβαν οι απόστολοι όταν είδαν με τα μάτια τους το Δάσκαλό τους μετά τον θάνατο – αυτή είναι η απόδειξή τους. Αυτοί δεν χρησιμοποιούν στην απόδειξη ούτε τα μαθηματι­κά ούτε τη λογική, αλλά την πιο σκληρή εμπειρία. Οι αποδείξεις τους είναι εντελώς της φύσης των αισθήσεων. Εάν αυτό πού εκείνοι παρατήρησαν με τις αισθήσεις τους είναι μη λογικό καί παράδο­ξο, δεν θέλουν να ξέρουν! Ξέρουν μόνο εκείνα που και ισχυρίζονται, δηλαδή ότι με τα μάτια τους είδαν ζωντανό τον άνθρωπο που ως νεκρός ήταν πριν θαμμένος στη γη. Όποιος ζητά απ” αυτούς να αποδείξουν ό,τι είδανε, αυτός ζητά η δυνατότερη απόδειξη να αποδεικνύεται με τις πιο αδύναμες αποδείξεις. Διότι σ” αυτή την περίπτωση και τα μαθηματικά καί η λογική είναι πιο αδύναμα ως απόδειξη από ένα ορατό γεγονός. Για κάθε ορα­τό γεγονός φτάνουν σήμερα μόνο δυο μάρτυρες στο δικαστήριο. Όμως εδώ δεν πρόκειται για δυο αλλά για δώδεκα. Αυτοί δεν αποδεικνύουν το ορατό γεγονός με τίποτα, αλλά το βεβαιώνουν μ’ όλη τους τη ζωή και την εργασία. Αφιερώνουν όλη τους τη ζωή στο κήρυγμα εκείνου που είδαν τα μάτια τους. Εξαιτίας αυτού εγκαταλείπουν τις εστίες τους, τις οικογένειές τους, την πατρίδα τους και εκτίθενται σε φοβερές απαξιώσεις, διώ­κονται, υπομένουν τα φοβερότατα βασανιστήρια και για χάρη του στο τέλος πεθαίνουν. Εάν οι απόστολοι ισχυρίζονταν την ανάσταση του Χρι­στού από τούς νεκρούς και γι” αυτό τον ισχυρισμό έπαιρναν μαρμάρινα παλάτια δίπλα στον Ηρώδη στα Ιεροσόλυμα ή το επάγγελμα του συγκλητικού στη Ρώμη, αμέσως ο ισχυρισμός τους θα έδειχνε ψεύτικος. Όμως, το κήρυγμά τους παίρνει όψη αλήθειας από τη στιγμή, που ξεκινούν γι’ αυτό τους το κήρυγμα να θυσιάζουν τις περιου­σίες τους, το χρόνο, τους φίλους, την υγεία και την ευτυχία τους. Όταν πρώτη φορά οι απόστο­λοι μίλησαν περί του αναστημένου Χριστού, οι άνθρωποι γελούσαν και τους αποκαλούσαν μεθυ­σμένους. Όταν μίλησαν δεύτερη φορά, οι άνθρωποι δεν γελούσαν, αλλά μπόρεσαν να τους απο­καλέσουν πληρωμένους. Όταν οι άνθρωποι τους έβαλαν στα μαρτύρια και πάλι άκουσαν τα ίδια λόγια από το στόμα τους, τότε άρχισαν να σκέ­φτονται. Και μόλις είδαν οι άνθρωποι ότι ούτε το αίμα τους δεν λυπούνται να χύσουν προκειμένου να μιλήσουν περί αναστάσεως, τους πίστεψαν. Όχι η λογική αλλά το αίμα των μαρτύρων απέ­δειξε την ανάσταση του Χριστού»8.
      «Αλλά», συνεχίζει ο Απόστολος Παύλος, «ίσως κάποιος να ρωτήσει: πώς ξαναζωντανεύουν οι νεκροί; Και με τι σώμα έρχονται ξανά στη ζωή; Ανόητε! Ο σπόρος που ρίχνεις εσύ στο χωράφι, δεν παίρνει ζωή αν πρώτα δεν πεθάνει. Και με τη σπορά σου δε σπέρνεις το σώμα του φυτού που θα φυτρώσει, αλλά γυμνό κόκκο  είτε σταριού είτε κάποιου άλλου είδους. Και ο Θεός δίνει σε κάθε σπόρο το σώμα του φυτού που έχει ορίσει. Κάθε είδος σπόρου έχει το δικό του είδος σώματος. Κάθε ζωντανό πράγμα δεν έχει την ίδια σύσταση·  άλλη σύσταση του σώματος έχουν οι άνθρωποι, άλλη τα κτήνη, άλλη τα πτηνά και άλλη τα ψάρια. Εξάλλου, υπάρχουν σώματα πάνω στον ουρανό και σώματα πάνω στη γη·  άλλη όμως είναι η λαμπρότητα των ουράνιων και άλλη των επίγειων σωμάτων. Άλλη η λάμψη του ήλιου, άλλη της σελήνης και άλλη των άστρων·  αλλά και μεταξύ των άστρων, άλλη η λάμψη του ενός και άλλη του άλλου.
Έτσι και με την ανάσταση των νεκρών. Ως άλλος σπόρος, το σώμα σπέρνεται φθαρτό, ανασταίνεται άφθαρτο. Σπέρνεται άδοξο, ανασταίνεται ένδοξο·  ενταφιάζεται ανίσχυρο, ανασταίνεται δυνατό. Ενταφιάζεται σώμα που ήταν εμψυχωμένο από ζωική φυσική δύναμη, ανασταίνεται σώμα πνευματικό. Όπως υπάρχει φυσικό σώμα, υπάρχει και πνευματικό…»9  
          Η ανάσταση του Χριστού είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός και αποτελεί εγγύηση  «και της ιδικής μας αναστάσεως από του αιωνίου θανάτου κατά την δευτέραν και ένδοξον του Κυρίου παρουσίαν, οπότε θα βασιλεύσωμεν εν Ουρανοίς μετ’ αυτού του Κυρίου. Δια να γίνουν όμως αυτά και πραγματικότης εις τον καθένα από εμάς είναι ανάγκη κάθε πιστός χριστιανός να αφήση τον διάβολον και τα έργα τα διαβολικά και να ζήση την καινούργια ζωή, που μας εχάρισεν ο Αναστάς Κύριος. Να αφήση την αμαρτίαν, που είναι παρά φύσιν και να αγωνισθή δια την κατόρθωσιν της αρετής, που είναι κατά φύσιν. Να μισήση την κακίαν, όπως ο Δαβίδ, που έλεγε «αδικίαν εμίσησα και εβδελυξάμην» και αντιθέτως να αγαπήση το καλόν, ώστε να λέγη πάλιν με τον Προφητάνακτα «τον δε νόμον σου ηγάπησα» και «δια τούτο ηγάπησα τας εντολάςσου υπέρ χρυσίον και τοπάζιον»10.

      ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1.     Αρχ. Ευσεβίου, ΜΙΚΡΗ ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΔΙΑΚΟΝΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ.
2.     Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, Λόγοι Α΄ ΜΕ ΠΟΝΟ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΑΝΘΡΩΠΟ, Ιερόν Ησυχαστήριον «ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ, ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣ/ΝΙΚΗΣ.
3.     Ματθ. 22, 31-32.
4.     Ιω. 6, 39-40.
5.     Ιω. 6, 53-56.
6.     Κορ. Β΄11, 23-27.
7.     Κορ. Α΄15, 12-34.
8.     Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, ΑΡΓΑ ΒΑΔΙΖΕΙ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ, Εκδόσεις «Εν πλω».
9.     Κορ. Α΄15, 35-44.
10.Αρχιμ. π. Μάρκου Μανώλη, Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ, ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ, 1974/3-5-13.



http://blogs.auth.gr/aoureili/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου