Σύμφωνα με την παράδοση, η Παναγία γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ. Μάλιστα οι πατέρες της αγιοταφικής αδελφότητας δείχνουν στους προσκυνητές τον τόπο γέννησης της Θεοτόκου, που βρίσκεται κοντά στην προβατική κολυμβήθρα. Ονομάστηκε Μαριάμ (Μαρία εξελληνισμένο) που σημαίνει Κυρία, Ελπίδα. Γονείς της Θεοτόκου ήταν ο Ιωακείμ και η Άννα. Κατάγονταν και οι δυο τους από τη ρίζα και το γένος του Δαβίδ και ήταν άνθρωποι ευσεβείς και δίκαιοι. Όμως είχαν γεράσει χωρίς να ‘χουν κάνει παιδί και αυτό τους έθλιβε την καρδιά. Γι’ αυτό παρακαλούσαν για πολλά χρόνια το Θεό να τους χαρίσει ένα παιδί, με την υπόσχεση ότι το παιδί που θα γεννηθεί, θα το αφιερώσουν σ’ Αυτόν. Πρέπει να σημειωθεί ότι η ατεκνία την εποχή εκείνη ήταν ντροπή και κατάρα για ένα ανδρόγυνο και όλοι τους περιφρονούσαν μέσα στην κοινωνία. Ακόμα και οι ιερείς δεν δέχονταν τα δώρα που πρόσφεραν στο ναό του Θεού, λόγω της ατεκνίας τους.
Όταν η Μαρία έφθασε τον τρίτο χρόνο της ηλικίας της, την έφεραν οι γονείς της σύμφωνα με την υπόσχεσή τους στο Ναό για να μείνει εκεί ώσπου να μεγαλώσει, και την παρέδωσαν στους ιερείς. Σύμφωνα με το έθιμο, τη συνόδευσαν λαμπαδοφορούσες παρθένες των Εβραίων.
Αφού την παρέλαβε ο ιερέας και προφήτης Ζαχαρίας, πατέρας του Ιωάννου Προδρόμου, κινούμενος από τη θεία βουλή, την οδήγησε στο εσωτερικό και αγιώτερο μέρος του Ναού, στα άγια των Αγίων, επειδή γνώριζε έπειτα από αποκάλυψη του Θεού το μελλοντικό ρόλο της Αγίας κόρης στην ενανθρώπιση του Κυρίου. Εκεί έζησε δώδεκα χρόνια και αξιωνόταν καθημερινά θείες φανερώσεις, ενώ ο Αρχάγγελος Γαβριήλ της έφερνε συνεχώς ουράνια τροφή.
Μέσα στο ναό έγινε ή προετοιμασία της Παναγίας για τη μεγάλη αποστολή της. Έτσι, ζώντας μέσα στο χώρο της αγιότητας, ετοιμαζόταν ο «έμψυχος ναός εις κατοίκησιν του Κυρίου». Σ’ εποχή πού το κακό μεσουρανούσε, εκείνη διατηρήθηκε απόλυτα καθαρή. Με τη χάρη του Θεού, την προσευχή, την ανάγνωση της Γραφής και την καλλιέργεια των αρετών, έγινε ό τύπος του αληθινού ανθρώπου, σ’ όλη του την ομορφιά, όπως τον έφτιαξε ο Θεός. Έτσι ήρθαν στο φως όλα τα χαρίσματα του Θεού πού μετά την αμαρτία είχαν βουλιάξει στα βάθη του ανθρώπου. Εκπροσωπώντας το ανθρώπινο γένος στην καλύτερη μορφή του η Θεοτόκος έγινε ένας χώρος πανάγιος, ένα τόπος άγιος, ένας ναός ολοκάθαρος, κατάλληλος να δεχτεί το Θεό που θα ερχόταν να γίνει άνθρωπος για να σωθεί ό κόσμος.
Όταν η Παναγία έγινε δεκαπέντε ετών, επειδή οι γονείς της είχαν στο μεταξύ πεθάνει, οι ιερείς του ναού της φρόντισαν να την αποκαταστήσουν. Προέκριναν ως καταλληλότερο τον Ιωσήφ από τη Ναζαρέτ. Ο Ιωσήφ ήταν άντρας συνετός και δίκαιος, από το γένος του Δαβίδ. Ακόμη ο Ιωσήφ ήταν χήρος και πατέρας επτά παιδιών από άλλη γυναίκα. Αυτά είναι τα «θετά» αδέλφια του Ιησού και όχι παιδιά της Θεοτόκου, η οποία είναι Αειπάρθενος, παρέμεινε δηλαδή Παρθένος και μετά τη γέννηση του Κυρίου. Έτσι ο αρραβώνας ήταν απαραίτητος, για να καλυφθεί η υπερφυσική γέννηση του Ιησού με την παρουσία του Ιωσήφ.
Ο Ιωσήφ παρέλαβε τη Μαρία και ήρθε στη Ναζαρέτ.
Τον τέταρτο μήνα μετά την έξοδό της απ’ το Ναό, ο αρχάγγελος Γαβριήλ παρουσιάστηκε μπροστά στην Μαρία και τη χαιρετά με τούτα τα λόγια:
«Χαίρε κεχαριτωμένη· ο Κύριος μετά σου·Ευλογημένη συ εν γυναιξί…». Εκείνη ταράχτηκε και σκεπτόταν τι νόημα είχαν τα λόγια αυτά.
Τότε ο άγγελος της απαντά:
«Μη φοβάσαι Μαρία·γιατί σε σένα στέλνει ό Θεός τη χάρη Του. θα γεννήσεις παιδί και θα του δώσειςτο όνομα Ιησούς. Αυτός θα γίνει μεγάλος και θα ονομαστεί Υϊός του Θεού…».
Η Μαρία απορεί και ρωτά τον άγγελο: «Πώς θα γίνει αυτό αφού δεν έχω παντρευτεί».
Και ο άγγελος της φανερώνει το σιωπηλό μυστήριο του Θεού, πού ήταν κρυμμένο μέσα στους αιώνες:
«Πνεύμα Άγιο θα έρθει σε σένα και θα σε σκεπάσει η Δύναμη του Υψίστου. γι’ αυτό και το άγιο βρέφος πού θα γεννηθεί θα ονομαστεί Υιός Θεού».
Τότε η Μαρία αποκρίθηκε προς τον άγγελο: «Να η δούλη του Κυρίου, ας γίνει σ’ εμένα σύμφωνα με τον λόγο σου».
Από τη στιγμή που η Παρθένος αποδέχεται το θείο θέλημα, ο Υιός και Λόγος του Θεού παίρνει στα σπλάχνα της την ανθρώπινη σάρκα.
Το μυστήριο της θείας σαρκώσεως ξεπερνάει την ανθρώπινη λογική.
Στο έργο της σωτηρίας είναι απαραίτητη και η ανθρώπινη θέληση.
Αυτήν προσφέρει και η Παναγία, καθώς δέχεται με όλη της την καρδιά να υπηρετήσει το Θεό και να δώσει ολόκληρο τον εαυτό της στο θέλημα Του.
Στη συγκατάθεση της Μαρίας εκφράζεται η ολοκληρωτική συγκατάθεση του ανθρώπου να συνεργήσει στο θεϊκό σχέδιο της σωτηρίας του.
Η Μαρία έχοντας μέσα στα σπλάχνα της τον Ιησού, έφυγε βιαστικά από τη Ναζαρέτ για κάποια πόλη στα ορεινά της Ιουδαίας, όπου κατοικούσε το ευλογημένο ανδρόγυνο, ο Ζαχαρίας με την Ελισάβετ. Σκοπός της ήταν να βρει την Ελισάβετ, που ήταν συγγενής της, και να την συγχαρεί για την εγκυμοσύνη της γεροντικής της ηλικίας, την οποία πληροφορήθηκε από τον άγγελο. Περισσότερο όμως ήθελε να της διηγηθεί τα μεγάλα και θαυμαστά που ευδόκησε και έκαμε σ’ αυτήν ο παντοδύναμος Θεός.
Η Ελισάβετ μόλις άκουσε τον χαιρετισμό της Μαρίας αισθάνθηκε ότι το εξάμηνο βρέφος στα σπλάχνα της σκίρτησε από χαρά.
Αμέσως τότε η γερόντισσα Ελισάβετ, με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, αναγνώρισε την Παρθένο Μαρία σαν Μητέρα του Κυρίου και Θεού μας και δοξολόγησε μεγαλόφωνα τον Σωτήρα που έφερε στα σπλάχνα της.
Στη συνέχεια η Μαρία έμεινε τρεις μήνες κοντά στην Ελισάβετ, και έπειτα επέστρεψε στο σπίτι της.
Ο Ιωσήφ, μετά από λίγο καιρό, προβληματίζεται έντονα διότι ερμηνεύοντας ανθρώπινα την αδικαιολόγητη εγκυμοσύνη της Παναγίας, αποφασίζει να την διώξει.
Επειδή ήταν “δίκαιος”, δεν ήθελε να την διαπομπεύσει παραδειγματικά, όπως προέβλεπε ο νόμος. Τότε παρουσιάζεται στον Ιωσήφ άγγελος Κυρίου και του λέει ότι, το παιδί θα γεννηθεί από Πνεύμα Άγιο. Έτσι ο Ιωσήφ έκανε όπως τον διέταξε ο άγγελος και παρέλαβε την Μαρία στο σπίτι του.
Όταν συμπληρώθηκαν οι μέρες της Μαρίας για να γεννήσει τον Ιησού, αυτοκράτορας των Ρωμαίων ήταν ο Οκταβιανός, που ονομάστηκε Αύγουστος, και είχε διατάξει να απογραφεί όλος ο πληθυσμός που ήταν κάτω από την Ρωμαϊκή κυριαρχία και ο καθένας έπρεπε να πάει στον τόπο της καταγωγής του. Ο Ιωσήφ, πού ήταν από τη γενιά του Δαβίδ, έπρεπε να πάει να απογραφεί, μαζί με τη Μαρία στην πόλη του Δαβίδ, τη Βηθλεέμ.
Λόγω της πληθώρας των απογραφομένων, δε βρίσκουν πουθενά κατάλυμα παρά μόνο σ’ ένα σταύλο βρήκαν λίγο χώρο.
Εκεί θέλησε να γεννηθεί ο φιλάνθρωπος και ταπεινός Κύριος, ο Λυτρωτής του κόσμου, όπου και τον σπαργάνωσε (τον τύλιξε με πάνινες λουρίδες) η Θεοτόκος σε μια φάτνη των ζώων για να ζεσταθεί. Έτσι βγήκε αληθινή η προφητεία που έλεγε ότι ο Μεσσίας θα γεννιόταν στη Βηθλεέμ.
Τότε πλήθος αγγέλων υμνούσαν το Θεό και έλεγαν
«Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία».
Μετά τους αγγέλους ήρθαν βοσκοί για να προσκυνήσουν το θείο Βρέφος. Διηγήθηκαν στον Ιωσήφ και στη Μαρία τι είδαν και τι άκουσαν από άγγελο για το παιδί αυτό, ότι θα είναι ο Σωτήρας των ανθρώπων. Όσοι ήταν εκεί έμειναν εκστατικοί γι’ αυτά που άκουσαν από τους βοσκούς.
Η Μαρία τα φύλαγε όλα αυτά προσεχτικά μες την καρδιά της, καθώς τα συνταίριαζε με όσα η ίδια είχε ακούσει από τον Αρχάγγελο Γαβριήλ.
Σε οκτώ μέρες από τη γέννηση, η Μαρία και ο Ιωσήφ έκαναν, σύμφωνα με το νόμο, την περιτομή του παιδιού και του έδωσαν το όνομα «Ιησούς».
Σαράντα μέρες μετά τη γέννησή Του, ο Ιησούς σύμφωνα με τον Ιουδαϊκό νόμο οδηγείται για πρώτη φορά στα Ιεροσόλυμα, στο ναό του Θεού, για να αφιερωθεί στο Θεό. Εδώ την υποδέχτηκε ο γέροντας Συμεών που παρακαλούσε το Θεό να μην πεθάνει πριν δει το Μεσσία.
Ο γέροντας Συμεών κρατώντας το θείο Βρέφος στην αγκαλιά του είπε ότι:
«ο Ιησούς θα γίνει αιτία να πέσουν και να σηκωθούν πολλοί στο Ισραήλ και θα προκαλέσει διχογνωμία».
Και στην Παναγία είπε: «και σένα την ψυχή σου θα την διαπεράσει πόνος οξύς, σα σπαθιά», υπονοώντας τη σταύρωση του Γιου της.
Μετά τη γέννηση του Ιησού και τον σαραντισμό, η Θεοτόκος με τον Ιωσήφ παρέμειναν στη Βηθλεέμ. Στο διάστημα αυτό, Μάγοι από την Ανατολή ήρθαν να προσκυνήσουν το Σωτήρα του κόσμου. Μετά την προσκύνηση του Κυρίου, οι Μάγοι επιστρέφουν στην πατρίδα τους, γιατί άγγελος Κυρίου τους ειδοποίησε να φύγουν από άλλο δρόμο και να μη πάνε στον Ηρώδη, που ήθελε να σκοτώσει τον Ιησού.
Πριν ο Ηρώδης διατάξει τη σφαγή των νηπίων, άγγελος Κυρίου παρουσιάζεται σε όνειρο στον Ιωσήφ και του λέει: «Να πάρεις το παιδί και τη μητέρα Του και να φύγεις στην Αίγυπτο. Ο Ηρώδης θέλει να σκοτώσει το παιδί».
Πράγματι, ο Ιωσήφ πήρε τη Θεοτόκο και το παιδί και έφυγαν μέσα στο σκοτάδι. Έφτασαν στην Αίγυπτο και έμειναν εκεί μέχρι το θάνατο του Ηρώδη.
Σήμερα στο παλιό Κάϊρο, κοντά στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου, βρίσκεται το σπήλαιο με το πηγάδι, όπου έμεινε η αγία οικογένεια κατά τη διάρκεια της διαμονής της στην Αίγυπτο.
Μετά το θάνατο του Ηρώδη και ύστερα από ειδοποίηση του αγγέλου η αγία οικογένεια επέστρεψε, όπου εγκαταστάθηκε και πάλι στη Ναζαρέτ.
Η Θεοτόκος ακολούθησε τον Ιησού σ’ όλες τις ευαγγελικές Του οδοιπορίες κατά τη διάρκεια της δημόσιας ζωής Του, μετά τη βάπτισή Του. Είχε όμως πάντοτε σιωπηλή παρουσία και κινιόταν με υπακοή και πλήρη εμπιστοσύνη στον Θεάνθρωπο Κύριο και Υιό της.
Τελευταίοι λόγοι της Παναγίας παρουσιάζονται στα Ευαγγέλια στον γάμο της Κανά. Εκεί είχε ένα διάλογο με τον Ιησού επειδή έλειψε το κρασί. Μετά από λίγο συνέβη η θαυμαστή μετατροπή του νερού σε κρασί, το πρώτο θαύμα της δημόσιας ζωής του Κυρίου μας.
Η Μαρία κατά τη Σταύρωση του Ιησού βρίσκεται πάνω στο Γολγοθά μαζί με τη Μαρία του Κλωπά και τη Μαρία τη Μαγδαληνή. Ευρισκόμενη κάτω απ’ τον Σταυρό, αισθάνεται σαν να τη διαπερνά ρομφαία, κατά την προφητεία του αγίου Συμεών. Ουσιαστικά δεν συμπαρίσταται μόνο στο δράμα αλλά συμμετέχει στον πόνο του Γιου της και Θεού της. Διπλός ο πόνος και η πίκρα.
Σιωπηλή ακούει τα λόγια του Ιησού:
«Γυναίκα, να ο γιός σου» και να της δείχνει τον αγαπημένο του μαθητή Ιωάννη.
Και να λέει στο μαθητή του: «Να η μητέρα σου». Λίγο αργότερα ξέσπασε σε θρήνο ακούγοντας τον αγαπημένο Της Υιό, να αφήνει την τελευταία του λέξη «Τετέλεσται» επάνω στον Σταυρό.
Η Θεοτόκος έφθασε την στιγμή που γινόταν ο σεισμός, αποκυλίστηκε η πέτρα και ανοιγόταν ο τάφος και οι φύλακες ήταν παρόντες, αν και συγκλονισμένοι από τον φόβο.
Γι’ αυτό μετά τον σεισμό αυτοί ανασηκώθηκαν και κοίταξαν αμέσως να φύγουν.
Γι’ Αυτήν πρώτη ανοίχτηκε ο ζωηφόρος εκείνος Τάφος και γι’ Αυτήν άστραψε ο άγγελος, ώστε Αυτή με το πλούσιο φως του αγγέλου όχι μόνο να δει ότι ο τάφος ήταν άδειος, αλλά και τα εντάφια να είναι τακτοποιημένα και πολυτρόπως να μαρτυρούν την έγερση του Κυρίου:
Η θεομήτωρ Μαρία συνοδευομένη από τις άλλες Μυροφόρες επέστρεφε και τότε ο Ιησούς παρουσιάστηκε μπροστά τους και τις χαιρέτησε.
Η Θεοτόκος, όταν συνάντησε τον Υιό της και Θεό, πρώτη από όλες τις άλλες είδε και αναγνώρισε τον Αναστάντα Κύριο.
Πρώτη μίλησε μαζί Του και έπιασε τα άχραντα πόδια Του.
Πρώτη απ’ όλους τους ανθρώπους, η Θεοτόκος δέχθηκε το Ευαγγέλιο της Αναστάσεως του Κυρίου.
Από τις Πράξεις των Αποστόλων γνωρίζουμε ότι η Παναγία παρέμεινε κοντά τους μέχρι την ημέρα της Πεντηκοστής.
Κατόπιν βέβαια, σύμφωνα με την αποστολική παράδοση, η Θεοτόκος από το σπίτι της στη Γεσθημανή, πάντοτε στήριζε, συμβούλευε και προσευχόταν για την πρώτη Εκκλησία και τους Αγίους Αποστόλους που ευαγγελίζονταν την οικουμένη.
Όταν ήλθε η στιγμή να τελειώσει την επίγεια ζωή της, άγγελος Κυρίου (η παράδοση λέει ότι ήταν ο Αρχάγγελος Γαβριήλ) της το έκανε γνωστό τρεις μέρες πριν.
Η χαρά της Θεοτόκου υπήρξε μεγάλη, διότι θα συναντούσε το μονογενή της Υιό και Θεό όλων των ανθρώπων. Πήγε, λοιπόν, και προσευχήθηκε στο όρος των Ελαιών, όπου συνήθιζε να προσεύχεται και ο Κύριος Ιησούς. Έπειτα, γύρισε στο σπίτι του Ιωάννη, όπου έκανε γνωστή την επικείμενη κοίμηση της.
Η παράδοση αναφέρει ότι την τρίτη ήμερα από την εμφάνιση του αγγέλου, λίγο πριν κοιμηθεί η Θεοτόκος, οι Απόστολοι δεν ήταν όλοι στα Ιεροσόλυμα, αλλά σε μακρινούς τόπους όπου κήρυτταν το Ευαγγέλιο. Τότε, ξαφνικά νεφέλη τους άρπαξε και τους έφερε όλους μπροστά στο κρεβάτι, όπου ήταν ξαπλωμένη η Θεοτόκος και περίμενε την κοίμηση της. Μαζί δε με τους Αποστόλους ήλθε και ο Διονύσιος Aρεοπαγίτης, ο Άγιος Ιερόθεος ο διδάσκαλος του Διονυσίου, ο Απόστολος Τιμόθεος, και οι λοιποί θεόσοφοι Ιεράρχες.
Όταν εκοιμήθη, με ψαλμούς και ύμνους την τοποθέτησαν στο μνήμα της Γεσθημανή. Επειδή, κατά θεία οικονομία, ένας από τους Aποστόλους (ο Θωμάς όπως λέει η παράδοση) δεν ήταν παρών στην κηδεία της Θεομήτορος, ζήτησε να ανοιχτεί ο τάφος ώστε να προσκυνήσει και αυτός το Σώμα της Θεοτόκου.
Έτσι, μετά από τρεις ήμερες, άνοιξαν τον τάφο και έκπληκτοι διαπίστωσαν ότι η Παναγία αναστήθηκε σωματικά και ανελήφθη στους ουρανούς. Και βέβαια, όλη η ανθρωπότητα, με ευγνωμοσύνη για τις πρεσβείες της στο Σωτήρα Χριστό.
Η Παναγία όταν μπήκε στο Ναό ήταν τριών ετών έμεινε στο ιερό δώδεκα χρόνια, δεκαπέντε ετών·τρεις μήνες αφού βγήκε από το ιερό μέχρι τον Ευαγγελισμό και εννέα μήνες κυοφορία, δεκαέξι ετών γεννά τον Χριστό. Έζησε με τον Χριστό τριάντα δύο χρόνους, άρα σαρανταοκτώ ετών ζει την Σταύρωση, την Ανάσταση και την Ανάληψή Του. Έζησε μετά απ’ την Πεντηκοστή άλλα έντεκα χρόνια και εκοιμήθη στη Γεσθημανή, σε ηλικία πενήντα εννέα ετών.
Τὴν πᾶσαν ἐλπίδα μου
εἰς Σὲἀνατίθημι,Μῆτερ τοῦ Θεοῦ,
φύλαξόν με ὑπὸ τὴν σκέπην Σου.
http://agathan.wordpress.com