Προσευχή του Αγίου Εφραίμ του Σύρου.
Με
ντροπιασμένο πρόσωπο και σκυμμένο στη γη κεφάλι,
τολμώ
να μιλήσω σε Σένα Τον Κύριο και Δημιουργό των απάντων.
Εγώ
είμαι χώμα και στάχτη, κοροϊδία ανθρώπου, σκουλήκι πραγματικό και όχι άνθρωπος,
ολόκληρος καταδικασμένος και γεμάτος πόνο και οδύνη.
Πως να
αντικρύσω Εσένα Τον Κύριό μου,
με ποιά
καρδιά και με ποιά συνείδηση, με ποιά γλώσσα να μιλήσω σε Σένα;
Πως να
ξεκινήσω την εξομολόγησή μου;
Για
ποιές αμαρτίες να ζητήσω άφεση πρώτα ο ταλαίπωρος;
Γι’
αυτές που διέπραξα εν γνώσει και είναι ασυγχώρητες,
ή για
τις παραβάσεις Των Αγίων Σου Εντολών,
ή για
την κατάθεση των πονηρών μου λογισμών;
Γνωρίζω
Κύριε ότι για τις πολλές και βαριές μου αμαρτίες,
δέν
είμαι άξιος να επικαλεστώ το φοβερό και Άγιο όνομα Σου,
ούτε
στην προσευχή να σταθώ,
ούτε να
αντικρύσω το ύψος Του Ουρανού,
γιατί
περισσότερο από κάθε άνθρωπο αμάρτησα,
γιατί
περισσότερο από τον Μανασή παρανόμησα,
γιατί
περισσότερο από τον άσωτο υιό, εγώ άσωτα έζησα,
γιατί
περισσότερο από την πόρνη, εγώ ο φιλόπορνος επόρνευσα,
γιατί
περισσότερο από τον τελώνη αδίκησα,
γιατί
περισσότερο από τους Νινευίτας αμετανόητα έπραξα,
γιατί
οι ανομίες μου ξεπέρασαν πάνω από το κεφάλι μου και σαν βαρύ φορτίο με βάρυναν.
Γιαυτό
και σαν ταλαιπωρημένος καταβλήθηκα τελειωτικά.
Το Όνομά Σου το Άγιο παρόργισα, Το Πνεύμα Το Άγιο
ελύπησα, τις Εντολές Σου τις περιφρόνησα.
Το κατ’
Εικόνα Σου την ψυχή μου εμόλυνα.
Τον
χρόνο που μου Δώρησες για μετάνοια, τον δαπάνησα με κακό τρόπο κάνοντας
αμαρτίες.
Το πρόσωπό
μου το ντρόπιασα, τα μάτια μου τα τύφλωσα, τα χείλια μου με τα ψέμματα τα
μόλυνα. Όλα τα μέλη και τα μέρη της
ψυχής και του σώματος τα έκανα όργανα της αμαρτίας.
Ο νούς
μου γέμισε με δαιμονικούς λογισμούς,
με όλα
μου τα έργα και τους λογισμούς μου καταπικραίνω την Αγαθότητά Σου.
Τον
εχθρό μου διάβολο ακόμη και όταν πολεμώ, στο βάθος τον υπηρετώ.
Γι’ αυτό
είμαι από μονός μου καταδικασμένος και πριν να έλθει η μέλλουσα κρίση,
έχω την
φαύλη μου ζωή που με κατηγορεί, έχω την δυσωδία των παθών που με ντροπιάζει.
Πάντοτε
χρησιμοποιώ ακάθαρτους λογισμούς,
από
παιδί εχριμάτισα σκεύος της φθοροποιού αμαρτίας,
και
τώρα, ενώ κάθε μέρα ακούω για την κρίση, για την κόλαση, για τον παράδεισο,
και
όμως δεν μπορώ να αντισταθώ στην αμαρτία,
αλλά
πάντοτε ο ταλαίπωρος αιχμαλωτίζομαι από αυτήν.
Αλλοίμονό
μου Κύριε, γιατί την Μακροθυμία Σου τη δαπάνησα χωρίς αποτέλεσμα.
Αλλοίμονό
μου Κύριε, γιατί το χρόνο της ζωής μου τον πέρασα σε μάταια πράγματα.
Αλλοίμονό
μου Κύριε, πως να θρηνήσω την ψυχική μου τύφλωση,
πως να πενθήσω την εμπαθή και ανόητη προαίρεσή
μου;
Αλλά Εσύ Κύριε, ρίξε το σπλαχνικό Σου βλέμμα από το Άγιόν
Σου Ύψος
και δές
το αδιόρθωτο της ψυχής μου,
και
όπως Εσύ Κρίνεις, και με ποιό τρόπο, ελέησέ με και διόρθωσέ με.
Σαν να
είμαι μπροστά σου Χριστέ μου και Κύριέ μου και σαν να πιάνω Τα Άχραντά Σου
πόδια,
έτσι σε
παρακαλώ, με συντετριμμένη και ταπεινωμένη καρδιά.
Ελέησέ
με, Ελεήμονα, μήν περιμένεις την δική μου διεφθαρμένη προαίρεση,
γιατί
δέν έχω προθυμία και ζήλο, να διορθώσω τον εαυτό μου.
Εγώ
πολλές φορές αποφάσισα να μετανοήσω,
όμως
βγήκα ψεύτης στη δική Σου συνταγή για την διόρθωσή μου, ο πανάθλιος.
Εσύ
Κύριε πολλές φορές με Ελέησες, εγώ όμως, σε αθέτησα.
Εσύ
Κύριε πολλές φορές με Ανέστησες, εγώ όμως έπεσα ξανά.
Εσύ
Κύριε με Υπέμεινες, εγώ όμως πάλι σε εξόργισα.
Πόσες
φορές γέμισες με Τη Χάρη Σου την ταπεινή μου ψυχή!
Πόσες
φορές Φώτισες τη σκοτεινή μου διάνοια!
Πόσες
φορές Πλούτισες την φτώχεια της ψυχής μου και Έδιωξες την απελπισία και την
απόγνωση μέσα από την ψυχή μου!
Πόσες φορές
Γέμισες το νού μου και Έδιωξες τις πλανεμένες ιδέες μου!
Εγώ όμως ο ταλαίπωρος πάντοτε αθετώ Τη Χάρη Σου
μακρόθυμε.
Και
τώρα ενθυμούμενος όλα αυτά απορώ και τρέμω ολόκληρος και σε βάθος απορίας
βυθίζομαι.
Γιατί
τίποτε που να είναι αρκετό δεν έχω να σου παρουσιάσω ο ταλαίπωρος.
Πως να
Σε ευχαριστήσω και να Σε υμνήσω για τις Ευεργεσίες που μου Έστειλες,
Φιλάνθρωπε;
Τις
οποίες όμως εγώ ο ασεβής τις περιφρονώ.
Γι’
αυτό και μύριες κολάσεις είμαι υπεύθυνος, γιατί και μύριες Δωρεές εμένα τον
αχάριστο Γέμισες.
Αλλά ω Κύριε, Εσύ που έχεις το πέλαγος
της Μακροθυμίας, έμφυτο, και την άβυσσο της Ευσπλαχνίας Σου,
μήν
παραχωρήσεις να κοπώ σαν την άκαρπη συκιά, τον αχάριστο,
ούτε να
αφήσεις να φύγω ανέτοιμος,
ούτε να
οδηγήσεις την ψυχή μου μπροστά στο φοβερό και αδέκαστο βήμα, ελεεινή.
Αλλά ως
αγαθός Θεός και Φιλάνθρωπος,
ελέησέ
με τον αχάριστο, τον πορωμένο, τον αναπολόγητο, τον καταδικασμένο, τον άξιο
πάσης κολάσεως και τιμωρίας.
Πώς να Σε παρακαλέσω Κύριε Του Ουρανού και της γης,
Τις
Εντολές Σου δεν τις φύλαξα.
Και ενώ
γνώρισα την Αλήθεια Σου και τα Προστάγματά Σου,
εγώ
έγινα θυμώδης, ανελεήμων,
και
μάλιστα γεμάτος ακάθαρτους λογισμούς.
Ακόμα
έγινα γαστρίμαργος, αδηφάγος, λαίμαργος, υπερήφανος, κατάλαλος, υποκριτής,
και ενώ
εγώ λέω ψέματα, τους ψεύτες τους κατηγορώ.
Κρίνω
αυτούς που φταίνε, ενώ εγώ είμαι γεμάτος πταίσματα.
Εάν
υβρισθώ αντιδράω, εάν δεν τιμηθώ αγανακτώ,
αυτούς
που μου λένε την αλήθεια τους λογαριάζω σαν εχθρούς.
Εκείνους
που με κολακεύουν τους ακούω με ευχαρίστηση,
ενώ
αυτούς που δεν με κολακεύουν τους αηδιάζομαι.
Ενώ δεν
είμαι άξιος για τιμές, απαιτώ να με τιμήσουν.
Εάν
κάποιος δεν με υπηρετεί τον κακολογώ σαν υπερήφανο.
Τον ασθενή αδελφό μου τον αγνοώ, ενώ όταν εγώ είμαι
ασθενής θέλω να με φροντίζουν και να με υπηρετούν.
Τους
μεγαλύτερους τους περιφρονώ και στους μικρότερους φέρνομαι τυραννικά.
Εάν
κρατήσω τον εαυτό μου λίγο από άλογη επιθυμία, κενοδοξώ.
Εάν
κατορθώσω κάποια αρετή, παγιδεύομαι στην υπερηφάνεια.
Εάν
εγκρατευθώ από φαγητά, καταποντίζομαι στην έπαρση.
Εάν
προκόψω λίγο πνευματικά, κατά των αδελφών μου υπερηφανεύομαι.
Εξωτερικά
ταπεινοφρονώ και μέσα στην ψυχή μου υψηλοφρονώ.
Επιτρέπω
στον εαυτό μου να ενθυμείται στην ακολουθία μάταια πράγματα
και
στην προσευχή μου αφήνω το νου μου να ρεμβάζει εδώ κι εκεί.
Επιτρέπω
τις υποκριτικές συζητήσεις, τις ασχολίες με ξένα σφάλματα και με ολέθριες
κατακρίσεις.
Αυτή είναι η ταλαίπωρη ζωή μου.
Με τέτοια και τόσα κακά και με αυτή την κακή κατάσταση,
πώς να κατακτήσω τη σωτηρία μου;
Η δε αλαζονεία και η υπερηφάνειά μου δεν θέλει να τα
κατανοήσει αυτά.
Ποια άραγε απολογία έχω να δώσω σε Σένα Το Θεό μου;
Να πω
ότι ο διάβολος με έβαλε να τα κάνω αυτά;
Και ο
Αδάμ που το έκανε αυτό, καθόλου δεν τον ωφέλησε.
Ποιος
να πενθήσει τη δική μου απώλεια;
Ποιος
να στενάξει για τη δική μου τύφλωση;
Ποιος
να κλάψει για τη δική μου αναισθησία;
Κύριε, για την άπειρη Αγάπη Σου
και Ευσπλαχνία Σου, δώρησέ με μετάνοια.
Άγιοι Πάντες, πρεσβεύσατε για μένα
τον αμαρτωλό.
Προσφέρετε
την δική σας δέηση στον σπλαχνικό Θεό,
για να επιστρέψει την ψυχή μου, που είναι προσκολλημένη
στα άτιμα πάθη.
Πρεσβεύσατε
Άγιοι για μένα, ώστε με τις δικές σας προσευχές να γίνω άξιος της μετανοίας.
Έργο
δικό σας είναι Άγιοι να πρεσβεύετε για τους αμαρτωλούς.
Έργο
Θεού είναι να ελεεί τους μετανοημένους.
Όσιοι
και Δίκαιοι, εσείς που αγωνισθήκατε τον αγώνα τον καλό μέχρι τέλους,
συγκεντρωθείτε
για μένα τον δυστυχή και
ή σαν
νεκρό να με θρηνήσετε, ή σαν ετοιμοθάνατο να με λυπηθείτε και να με βοηθήσετε.
Επειδή
εγώ δεν έχω θάρρος και παρρησία στο Θεό για τις πολλές μου αμαρτίες.
Δώστε
τη βοήθειά σας για μένα Άγιοι του Θεού, σαν σε αιχμάλωτο και τραυματία.
Γνωρίζω
ότι αν εσείς προσευχηθείτε για μένα, όλα μου τα αμαρτήματα θα συγχωρεθούν,
με την
απέραντη Ευσπλαχνία Του Θεού.
Γιατί
όπως ο Κύριος και Θεός σας είναι φιλάνθρωπος, έτσι και εσείς είστε φιλάνθρωποι.
Μόνο να
μη με περιφρονήσετε.
Πρόσδεξε Κύριε αυτή την ταπεινή μου δέηση και ελέησέ με,
με τις πρεσβείες Της Παναχράντου Σου Μητέρας και μαζί με
όλους τους Αγίους Σου.
Έτσι ώστε και εγώ μαζί με όλους που θα σωθούν με το
άπειρο Έλεός Σου,
να προσκυνώ και να δοξάζω Εσένα,
μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, τον δοξασμένο Θεόν
Λόγον.
Αμήν.